Η χαροκαμένη μάνα του Αντρέα Παντελίδη δεν τα βάζει κάτω. Το πρωϊ της 27ης Μαϊου 1963, κατευθύνεται στο Προεδρικό Μέγαρο και ζητά να συναντήσει τον Πρόεδρο. Η προεδρική φρουρά την αποπέμπει . Γνωρίζει ότι το μεσημέρι ο Πρόεδρος θα επιστρέψει στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής. Κατευθύνεται προς τα εκεί. Περιμένει υπομονετικά έξω από τη περίφραξη. Και πάλι την αποπέμπουν. Κρύβεται πίσω από τις πικροδάφνες στο απέναντι κήπο του Παγκυπρίου Γυμνασίου, και περιμένει μέχρι να δει την μαύρη κάντιλακ να εξέρχεται . Έχει αποφασίσει να πέσει μπροστά στις ρόδες της λιμουζίνας και να εξαναγκάσει τον πρόεδρο να την ακροαστεί. Υπομένει με καρτερία τη καταρρακτώδη βροχή που έπεφτε το απόγευμα . Κάποια στιγμή βλέπει τις προετοιμασίες. Ο Γιακουμής στάθμευσε την κάντιλακ μπροστά από τα σκαλιά του μεγάρου. Τα φώτα άναψαν σε όλη τη πτέρυγα του μεγάρου. Σε λίγο ο πρόεδρος θα φανεί και θα καθίσει πίσω αριστερά. Οι σιδερόπορτες στο περίβολο της Αρχιεπισκοπής αννοίγουν .. Η Ελένη Παντελίδη βγαίνει από τη κρυψώνα της και κινείται δήθεν αμέριμνη προς το ρείθρο του πεζοδρομίου. Μόλις η λιμουζίνα βγαίνει στο δρόμο η Ελ. Παντελίδη επιχειρεί να πέσει μπροστά της και να την ανακόψει. Δεν τα κατάφερε. Απλώς την άγγιξε. Η λιμουζίνα συνέχιζε τη πορεία της. Η κυρά Λένη πεσμένη στο οδόστρωμα φωνάζει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της. Ο αστυνομικός της φρουράς την ακινητοποιεί. «που βρέθηκες δαμε θκειά; Να σε τσιλλήσει το αυτοκίνητο;»
Ο πρόεδρος αναγκάζεται να τη δεχθεί και να την ακούσει να του τα ψάλλει. «Θέλω να μάθω ποιοι και γιατί σκοτώσαν το γυιό μου. Δεν φεύγω αν δεν μάθω την αλήθεια. Είσαι ο μόνος που τη γνωρίζεις.»
Ο πρόεδρος δεν έχασε τη ψυχραιμία του . έδειξε για λίγο σκεφτικός και αποφάσισε να το παίξει Αμερικάνος
«Ο γυιός σου είναι ένα παιδί που δούλευε στη ΣΕΚ;» ρώτησε τάχα για να προδιορίσει τη υπόθεση.
«Τον γνώρισα. Ήρθε εδώ και μου ζήτησε προστασία διότι κινδύνευε με απαγωγή. Πέντε φορές αποπειράθηκαν να τον απαγάγουν. Η διαταγή να τον εκτελέσουν εδόθη μέσα από την Αμερικάνικη πρεσβεία»
Η Ελένη Παντελίδη άκουγε εμβρόντητη τα επινοήματα του. «Τότε γιατί μετά τη κηδεία έστειλες τους αξιωματικούς της αστυνομίας να μου τάξουν χρήματα ..»
Η Τρίτη και τελευταία συνάντηση της με τον Μεγάλο Βασιλιά έγινε στο Ανάκτορο ύστερα από διευθέτηση του αστυνομικού λοχία «πασιηΚωστή»
Ο Μ. Β τη δέχθηκε τώρα χαμογελαστός και τη ρώτησε: «Είσαι καλά τώρα;»
-Μα ίντα καλά να είμαι Ευδαίμωνα Βασιλιά που ακόμη τούτη τη στιγμή βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με το φονιά του παιδιού μου; Που κυκλοφορεί ελεύθερος και καμαρώνει για το κατόρθωμα του, ενώ εσείς τον προστατεύετε! Τι να περιμένουμε που λλόου σας;»
Ποιον; Ρώτησε δήθεν με απορία ο Μ. Βασιλιάς.
-Τον…. Τον προστευόμενο σας.! Απάντησε με θάρρος η κα Ελένη Παντελίδη. Το στήθος της έβραζε από αγανάκτηση. Δεν μπορούσε πια να κρατήσει κλειστό το στόμα της. Φωτιά και λάβρα τα είπε όλα, ξεθύμανε, έβρισε, καταράστηκε τον φονιά και τον ίδιο τον Μεγάλο Βασιλιά, χωρίς κανένα φόβο, χωρίς καμμιά αναστολή. Εφυγε φωνάζοντας: «Αν έχεις Θεό θα τους πιάσεις και να τους οδηγήσεις στη Δικαιοσύνη Αν δεν το κάμεις , θα σε καταριέμαι μέχρι 2ας παρουσίας» του είπε φεύγοντας από το γραφείο του.
Την άκουγε αποσβολωμένος, συγκρατώντας το θυμό του.
«Μου ήρθε να τη πλακώσω στις κλωτσιές τη κωλόγρια! Πως συγκρατήθηκα δεν ξέρω και εγώ» είπε στον υπασπιστή του που παρακολουθούσε τη συζήτηση έτοιμος να επέμβει.
Η κα Ελένη απεχώρησε, με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να την ενοχλήσει κανένας.
Η πρωϊνή αυτή συνάντηση χαλάσε τη μέρα του Μεγάλου βασιλια. Δεν τον πείραξαν οι βρισιές αλλά οι κατάρες της γριάς… Δεν μπορούσε να το χωνέψει.
Στη καθημερινή συνάντηση στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο, με τη Βάσω την Ουρανία, τη Λούλλα και τη Νίτσα, δεν υπήρχε άλλο θέμα συζήτησης. Η γριά είναι τρελλή και σαν τέτοια πρέπει να την αντιμετωπίσουμε εισηγήθηκε η Ουρανία. Χρειάζεται ένα γερό ξύλο για να συνέλθει και αυτό θα το αναλάβω εγώ είπε με αποφασιστηκότητα η Βάσσω.
Οι δραματικές συναντήσεις της με τον πρόεδρο δεν οδηγούσαν σε κανένα αποτέλεσμα.
Στις 12 Ιουνίου 1966, ημέρα Σάββατο η Ελένη Παντελίδη αποφασίζει να προβεί σε μια πρωτοφανή ενέργεια για τα δεδομένα της εποχής, να διαμαρτυρηθεί με πικετοφορία στη πλατεία Μεταξά, στη κεντρικώτερη πλατεία της χώρας. Κάνει έκκληση στο πρόεδρο να παραδώσει στη δικαιοσύνη τους δολοφόνους του γυιού της. Η ενέργεια της προκαλεί την οργή του μεγάλου Βασιλιά. Ομάδα από τρεις αστυνομικούς (δύο γυναίκες και ένας άνδρας) με επικεφαλής τη Βάσω, της επιτίθενται, την ξυλοκοπούν, την εξυβρίζουν, τη συλλαμβάνουν, και την οδηγούν στον αστυνομικό σταθμό πύλης Πάφου . Από εκεί, στις μία η ώρα το μεσημέρι την οδηγούν στο αυτόφωρο ενώπιον του εντεταλμένου δικαστή Δημητράκη Στυλιανίδη. Της απαγγέλνουν 5 κατηγορίες, διατάραξη δημόσιας τάξης, εξύβρισης, αντίστασης κ.λ.π. Η χαροκαμένη μάνα, έχει μπεί ήδη στο στόχαστρο του καθεστώτος και δέχεται καταιγισμό διώξεων. «Είμαι μια μάνα που κλαίω για τον άδικο χαμό του γυιού μου και δεν ενοχλώ κανένα..» απαντά στο δικαστή. Αναφέρεται στη δολοφονία του παιδιού της, στην ατιμωρισία των ενόχων τους οποίους κατονομάζει ενώπιον του δικαστηρίου. Καταγγέλλει επίσημα …εις ώτα μη ακουόντων… Ο δικαστής αποφασίζει την αναβολή της δίκης για τις 20 Ιουνίου και ορίζει να μείνει η κατηγορούμενη ελεύθερη υπό όρο καταβολής εγγυήσεως 50 λιρών. Η κατηγορουμένη, μια φτωχή γυναίκα, χήρα, δεν διαθέτει το ποσό της εγγύησης. Το εξασφαλίζει από φίλους. Παρά ταύτα, αντι να αφεθεί ελεύθερη, οδηγείται στο ψυχιατρείο στην Αθαλάσσα….”
Πηγή:
Antisthenis Demofontos

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου