(Το πνεύμα και η Τέχνη του)Γιάννης Αποστολάκης [μέρος 2]]
Από το περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, έτος 1983, Νο 76 σσ. Ι71-2• και Νο 80 σσ. 543-51.
Δύο βρίσκει ο μελετητής σταθερά συστατικά του γνήσιου κλέφτικου τραγουδιού: το ορισμένο άτομο και το ορισμένο περιστατικό της ζωής του, καλό ή κακό, νίκη ή θάνατο. Το τραγούδι λ.χ. του Μπουκουβάλα ιστορίζει τη μάχη του αρματωλού στο Κεράσοβο, το τραγούδι του Σταθά τη ναυμαχία έξω από την Κασσάνδρα της Χαλκιδικής, το τραγούδι του Μηλιόνη τη μονομαχία του με τον Σουλεϊμάνη και το θάνατό του, το τραγούδι του Κίτσου τη σύλληψή του και την καταδίκη του σε θάνατο.
Περισσότερη ωστόσο προσοχήσε κάνει γρήγορα να ξεχωρίσης την αφορμή της
δημιουργίας του κλέφτικου τραγουδιού από την ουσία του. Το περιστατικό
βέβαια γεννάει το κλέφτικο τραγούδι, δε θέλει όμως ρώτημα πως στην
τελειότερη μορφή του το τραγούδι δεν είναι μια φορά η διήγηση του
περιστατικού. Ούτε το τραγικό τέλος του κλέφτη, ούτε τα έργα του, όσο
ξακουστά κι αν είναι, και πολύ λιγότερο τα αισθήματα και οι ιδέες του
για τη φύση και για τον κόσμο κάνουν την ουσία του κλέφτικου τραγουδιού.
Το κλέφτικο τραγούδι δεν είναι διήγηση υπερφυσικού ή μυθικού
περιστατικού, ούτε λυρική διάχυση λεπτών ή παραδόξων αισθημάτων, ούτε
περιγραφή και θεωρία της Φύσης. Το κλέφτικο τραγούδι εξωτερικά μοιάζει
να είναι έκφραση του θαυμασμού για το εξαιρετικό άτομο, ο ύμνος του,
στην ουσία του όμως είναι το πρώτο αδρό σχεδίασμα της καινούργιας Μορφής
του Έλληνα. Αίσθημα, λοιπόν, θεωρία, δράση μπορεί να μη λείπουν και δε
λείπουν, όμως όλα αυτά βρίσκουνται στο τραγούδι, επειδή ο δημοτικός
ποιητής τα νομίζει απαραίτητα για να φθάση στον πόθο του, που είναι
σύλληψη του ανθρώπου. Η μεγάλη αξία και πρωτοτυπία του κλέφτικου
τραγουδιού βρίσκεται στον καινούργιο πόθο, που γεμίζει την ψυχή του
δημοτικού ποιητή, στον πόθο για το σύνολο και όχι για το μέρος, στον
πόθο για τον άνθρωπο και όχι για το μερικό φανέρωμά του είτε σε λόγο
είτε σε έργο, όσο κι αν είναι αυτό εξαιρετικό. Παραβολή με τα Κρητικά
και τα Μανιάτικα τραγούδια, που έχουν γεννηθεί κι εκείνα από περιστατικά
ξακουστά στον κύκλο τους, θα καθαρίση περισσότερο τον χαρακτηρισμό του
κλέφτικου τραγουδιού.
Η έγνοια του Κρητικού τραγουδιστή πηγαίνει όλη στο περιστατικό και όχι
στον άνθρωπο. Κύριο μέλημά του είναι πώς να συνθέση ιστορία, όπου τα
πρόσωπα, ο άνθρωπος, δεν ορίζει παρά έχει κι εκείνος την ορισμένη θέση
του. Η αξία των τραγουδιών δεν μου φαίνεται μεγάλη. Αρχάριος της τέχνης ο
Κρητικός ποιητάρης νομίζει τις περισσότερες φορές ίδιο πράμα άθροισμα
και σύνολο. Αραδιάζει λοιπόν πλήθος λεπτομέρειες τόπου, χρόνου,
ψυχολογίας μ' αισθηματικά διάφορα σχόλια δικά του. Σύγχρονος πάνω κάτω
με τα περιστατικά ο ποιητάρης τα τραγουδάει στους συγχρόνους του, που τα
έχουν κι εκείνοι το ίδιο ιδεί και δοκιμάσει, το ίδιο αισθανθή όπως κι
αυτός. Τους λέει καθέκαστα και λεπτομέρειες γνωστές και άγνωστες, που
συγκινούν, καθώς ξαναφέρνει στη θύμηση την αρχική συγκίνηση κι εντύπωση,
που δοκίμασαν και οι ίδιοι με το περιστατικό. Ό,τι όμως πραγματικά
δοκίμασαν μένει θολό κι αόριστο στη συνείδηση ποιητή και ακροατή
--έλειψε ο νους να το συλλάβη και να το εκφράση. Ο Κρητικός δουλεύει
εξωτερικά και κομματιαστά --μαζεύοντας δεξιά κι αριστερά το υλικό του,
το πραγματικό δεν έφτασε να μετουσιωθή στην ψυχή του σε πρωταρχικόν
πνευματικό σπόρο, απ' όπου να βγη φυσικά το τραγούδι. Πνευματικός
πυρήνας δεν υπάρχει --ο ποιητής κολάει δίστιχα στη σειρά. Στο τέλος ενός
διστίχου πλάθεται ευθύς το άλλο. Η εξωτερική συνέχεια δεν υπάρχει φόβος
να λείψη ποτέ --καμιά ανησυχία μήπως σταθή στη μέση ο ποιητής, ανοίγει
λίγο τα μάτια του, ξεντώνει την καρδιά του και τα αισθήματα και οι
εντύπωσες τρέχουν νερό-- βοηθάει στο τέλος και η μνήμη από άλλα
τραγούδια. Υπάρχουν αρκετοί κοινοί τόποι και στο Κρητικό τραγούδι.
Εσωτερική όμως συνέχεια δεν υπάρχει καμιά. Το τραγούδι βέβαια μεγαλώνει
αρκετά και πιάνει εξωτερικά πολύν τόπο, ο εσωτερικός του όμως χώρος
είναι μια σταλιά, λείπει το ανάλογο θεμέλιο, η ανάλογη σύλληψη. Η
καινούργια λεπτομέρεια δεν εμψυχώνει αρχικό χώρο, ούτε κάνει ορατόν το
δικό της χώρο παρά η μια λεπτομέρεια σωριάζεται απάνω στην άλλη και
μεγαλώνει τη θολούρα και την αοριστία (13).
Αν τα Μανιάτικα τραγούδια του 'γδικιωμού' αναφέρουνται στην κοινωνική
ζωή και όχι σ' αγώνες με τους Τούρκους, όπως τα κλέφτικα και τα Κρητικά,
όμως, γεννημένα κι εκείνα τα περιστατικά, δεν νόμισα σωστό να τ' αφήσω
απ' έξω από τη συγκριτική εξέταση, που κάνω εδώ για να ορίσω τι θέση
έχει το περιστατικό στη σύλληψη του τραγουδιού. Τα Μανιάτικα τραγούδια
δεν μοιάζουν τα Κρητικά. Δεν πάνε, όπως αυτά, να περιγράψουν τα
περιστατικά ή να συνθέσουν με τον ίδιο τρόπο ιστορία. Κάποια βέβαια
ιστορία πλάθεται, όμως ποιος την προσέχει μπρος στη φλόγα, που βγαίνει
από το εσωτερικό του Μανιάτη; Κάποια περιγραφή γίνεται, όμως πολύ
εντονώτερα από τα εξωτερικά περιστατικά ζωντανεύει ο ψυχικός βίος του
ατόμου και της κοινωνίας --η ψυχική δηλαδή σύσταση του Μανιάτη. Η
επιτυχία φυσικά δεν είναι σ' όλα τα τραγούδια η ίδια, το ζωντάνεμα
πετυχαίνει αλλού περισσότερο κι αλλού λιγώτερο. Σε μερικά λ.χ. το
περιστατικό έρχεται σα φυσικό αποτέλεσμα από έθιμα κοινωνικά, που με τον
καιρό και με την παράδοση χάσανε τον ψυχικό χαρακτήρα και ενεργούν τώρα
με την τυφλή δύναμη της φυσικής αιτίας. Το κοινωνικό έθιμο της
γεροντικής, 'που κάμασι'
Σαρανταπέντε σερνικοί
στο Πεταλίδι στο σταυρί (14)
προκειμένου να διαλέξουν τον εκδικητή, μοιάζει αυτονόητη και φυσική
λεπτομέρεια, απαράλλαχτα όπως και το βάψιμο του προσώπου, που έκαμε να
μοιάζει Αράπης ο εκδικητής, για να μην τον γνωρίση το θύμα, εκεί που
δούλευε στην Αίγυπτο (Μπαβαριά). Σ' άλλα πάλι φαίνεται καθαρώτερα ο
ψυχικός χαραχτήρας, όπως στο τραγούδι της Ληγορούς («Πανδώρα» Τομ. ΙΗ'
σ. 438). Εδώ παρασταίνεται το σπαρτάρημα της ψυχής του ατόμου κάτω από
την άκρα κυριαρχία των κοινωνικών εθίμων. Τα κοροϊδευτικά λόγια του
φονιά του άντρα της(15) ερεθίζουν τη Ληγορού κι εκείνη πάλι με τα λόγια της ερεθίζει τον κουνιάδο της να σκοτώση τον φονιά(16).
Υπάρχουν τέλος κι ένα δυο τραγούδια, όπου ο ποιητής πάει να υψωθή
παραπάνω από την ψυχολογία και να συλλάβη Μορφή, καθώς στο περίφημο
μοιρολόγι 'Το αίμα' (Πασαγιάννη σ.85, 146). Ό,τι στ' άλλα τραγούδια
μένει έθιμο και κοινωνική συνήθεια, παράδοση και ιδέα τυραννική, στο
τραγούδι αυτό έχει γίνει σάρκα κι αίμα της Μανιάτισας μάννας(17).
Μ' όλο που λύπη και χαρά, πόνος και μίσος δεν κυλούν σα νερό από πάνω
της παρά σκάβουν βαθιά μέσα την καρδιά και έχουν αυλακώσει πρόσωπο και
ψυχή όμως εκείνη ζη και ανασαίνει λεύτερα. Η φωνή βγαίνει εκ βαθέων και
σε βάθη πάλι πέφτει --από την ψυχή της μάννας στην ψυχή των παιδιών.
Είναι η δική της φωνή που έχει ποτίσει την καρδιά των παιδιών και τώρα
ξαναγυρίζει φρικιαστική με τα λόγια του στερνού της παιδιού, καθώς
ρίχνει με τ' άλλα του τ' αδέρφια και σκοτώνει τον φονιά του πατέρα του:
«Πάρ' τα τα χρωστουμέϊκα,
να βγάλουμε το μπόρτζι μας»
Οι ήρωες των τραγουδιών του γδικιωμού ζουν και ανασαίνουν σε κόσμο
ολότελα δικό τους θα έλεγα εσωτερικό κόσμο, αν δεν φοβόμουνα πως θάρθη
στο μυαλό του ανθρώπου μαζί και ο αντίθετος κόσμος, ο εξωτερικός,
πραγματικά όμως τέτοιο ξεχώρισμα δεν υπάρχει. Από Μανιάτικο τραγούδι μη
ζητήσης σκέψη, αίσθημα, εντύπωση από τη φύση, δε θα βρης. Μ' όλο που ο
σκοπός του Μανιάτη βρίσκεται έξω απ' αυτόν, στον εξωτερικό κόσμο, ( η
εκδίκηση), η πράξη παρουσιάζεται συνέχεια του ψυχικού κόσμου. Το πάθος
έχει ρίξει τα σύνορα εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου και κρατάει
δεμένον το Μανιάτη, του κλείνει μάτια και αυτιά, κι αν λάχει στο δρόμο
του τίποτε από τον εξωτερικό κόσμο, ούτε το αυτί ούτε το μάτι το παίρνει
παρά το αδράχνει η ψυχή και βαθαίνει περισσότερο την έγνοια της. Το
χάλασμα λ.χ. από τις τυρόπητες στο περίφημο τραγούδι 'Η αδελφή του
Καλαπόθου' το παίρνει η ηρωίδα για κακό σημάδι, ενώ πάλι σ' άλλο
μοιρολόγι το βέλασμα του κατσικιού το ξηγάει ο Μανιάγτης για τη φωνή του
ίδιου του Σατανά, που έρχεται βοηθός στον εκδικητή. Το Μανιάτικο
τραγούδι μοιάζει στο τέλος μονόλογο ψυχής, λες και μονάχα η πράξη δε
φτάνει να τελειώση το σκοπό --δε φτάνει να ξεκαθαρίση τον κατάμαυρο
ουρανό της ψυχής παρά χρειάζεται τραγούδι για ν' ανασάνη λεύτερα ο
Μανιάτης. Ό,τι όμως ξεχωρίζει το Μανιάτικο μοιρολόγι και κάνει το
παράξενο φυσικό του είναι η πλημμύρα από αίσθημα και η έλλειψη από
φαντασία, για κείνο είναι και το βαρύτερο από τα δημοτικά μας τραγούδια.
Το βάρος του πραγματικού το λυγίζει, η φαντασία δεν το ξαλαφρώνει. Όσο
δυσάρεστο κι αποκρουστικό να είναι το πραγματικό, ο Μανιάτης το κοιτάζει
κατάματα, το αίσθημα και το πάθος του δίνει αυτή τη δύναμη. Εκεί όπου
άλλος θα δίσταζε, θα σιχαινότανε, θ' ανατρίχιαζε, θα γύρευε να ξεφύγη, ο
Μανιάτης δε θα σταματήση, αν δε φτάση στην άκρη --ο Μανιάτης μιλάει και
πορεύεται στη ζωή του με τα γεγονότα γυμνά και αστόλιστα και η ωμή, θα
έλεγα υλιστική, έκφρασή του είναι το φυσικό ξεθύμασμα. Η χαρά και η λύπη
το πάθος μ' ένα λόγο βγαίνει από κάθε όριο, καθώς όμως δεν βοηθάει η
φαντασία, το τραγούδι φανερώνεται βαρύ(18) και ωμό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
13. Βάζω εδώ ένα δείγμα του Κρητικού τραγουδιού (Κριάρη, Κρητικά τραγούδια, σ.44 κ.ε. Β' έκδοση, σ. 46 κ.ε.): Αντώνιος Γιώργακας.
Πέρδικα πού 'σαι στο βουνό, πάνω στο κορφοβούνι,
αφρουγκαστήτε να σας πω του Βέργερη τραγούδι.
Απού τη χώρα ξεκινά και βάνει δυο πατρόνες,
και φέγγανε στη μέση του σαν τσι καρνάδες βιόλες.
Βάνει το σιλακλίκιν του τ' ασημωτό μαχαίρι,
Θέ μου μεγαλοδύναμε, του σκύλου σαν του στέκει.
Σέρνει και τον φαμέγιο του, τον κακαποδομένο,
και λέργια τον εφόρτωσε το μαύρο κουρασμένο.
Εις τα σφαχτάν του πήγαινε, λέργια να τα στολίση.
Παιδιά, και να το λόγιαζε έρημα να τ' αφήση;
Στον Ομαλόν επήγαινε, στο ρημοκούραδό του.
Παιδιά, και να το λόγιαζε πως εί ν' ο θάνατός του;
Πάνω στα νερατζόπορτα πούχουνε τη μπροσκάδα,
μια μπαλωθιά του ρίξανε εις τη ζερβή κουτάλα.
Μια μπαλωθιά του ρίξανε κι έκοψε την καρδιά του
κι εφώναζε ο Βέργερης αμάνι τα παιδιάν του.
Για τα παιδιάν του φώναζε, να μην του τ' αρφανέψουν
και για το χανουμάκιν του να μην του το ρωμιέψουν.
Κι' ορτάκης τού τονε μακριά, τα λέργια φορτωμένος,
κι ώστε να πα να τόνε δη, τον είχανε σφαμμένο,
κι ώστε να πάη εκειδά, του παίρνουν το μουλάρι,
σουσούμι και δε του βρήκε παρά στο σαλιβάρι.
Κι ώστε να πάη εκειδά, του παίρνουν το τσιφτέν του,
σουσούμι και δε του βρήκε παρά 'που τον μπερτσέν του.
Κι εφώναζέν του ο φονιάς, να πάρη ίσχια κάτω
και να φωνιάζ' αδυνατά τ' αγάν του το μαντάτο.
Κι εφώναζέν του ο φονιάς, δούδει του και παράδες,
για να το λέη όπου κι αν πα κι ως τσι ψηλές μαδάρες.
Λέει του, πάρε το στρατί κι άμε στην πολιτεία
και πέ τωνε πως έσφαξα τον πρώτο στη Τουρκία.
Κι αν σε ρωτήξη και κιανείς ποιος είναι ο παιγνιώτης,
πε του απού το Σέλινο πως ειν' Αγερηνιώτης
και τ' όνομά του λένε το ο Γιώργακας Αντώνης,
το χάρο δε φοβήθηκε τσ' αλλόπιστους σκοτώνει.
Στα γλένδια, τσι ξεφάντωσες σα 'να θεριό εγροικάτο
κι είχαν κουράγιο οι χρισιανοί σα νάχανε φουσάτο.
Και παίρνει το στρατί στρατί, τσι Λάκκους κατεβαίνει.
«Αρφουγκαστήτε, χωριανοί, να σας τα πω, καημένοι,
αρφουγκαστήτε, χωριανοί, να σας επώ χαμπέρι,
το Βέργερη εσφάξανε τσης νερατζιάς τα μέρη.
Αρφουγκαστήτε, χωριανοί, να σας επώ μαντάτο,
το Βέργερη εσφάξανε τσης νερατζιάς το λάκκο.
-Ώφου κακόν το πάθαμε κι εμείς και τα παιδιά μας,
μα τούτο να το φονικό θα κάψη την καρδιά μας».
Αιφνίδιο το πήγανε στη χώρα το χαμπέρι
κι ένας 'που τσι Βεργέρηδες ήτανε σερασκέρης.
Ντύνει τσι κι αρματώνει τσι τσι γενιτσαραγάδες,
στη στρατ' απού πορίζανε, ρωτούν για τσι φονιάδες.
Παιδιά, και ποιος τον έσφαξε το τέθοιο παλληκάρι;
σ' ούλες τσι χώρες τση Τουρκιάς το νάμιν του χε πάει.
Μαχαίρια να δουλέψουνε, τουφέκια να βρουντήξου
κι οπού διαβούμε σήμερο, λούθρα να μην αφήσου.
Αν θέλετε να μάθετε και ποια ναι η γαιτία,
που σκότωσε το Βέργερη, τ' αμμάθια τση Τουρκίας,
ο Γιώργιακας τον έσφαξε και έσφαξε 'που την Αγίαν Ειρήνη,
γιατί δεν ήθελ' ανθρωπιά και μούιδε δικιοσύνη.
Ο Γιώργιακας τον σκότωσε γιατί κακά ελάλειε,
τσι χριστιανές ατίμαζε και τσ' άντρες των κατάλυε.
Ο Γιώργιακας τον έσφαξε και εμπλέκαν οι Λακκιώτες
κι οι Βέργεροι σκοτώσανε όσους εβρήσταν τότες.
Οι Βέργεροι εφτάξανε τον Γιώργιακα στο πλάι,
γύρω τον εκυκλώσανε, δεν είχε πλιο κολάι.
Εβάστα κι αντραπάλεβε ένας με σκύλους δέκα
και του πουλιού νάχε φτερά, και πάλι δεν επέτα.
Τρεις μαχαιριές του δώκανε οι Βέργεροι στον μπέτη,
ετσά του τόχε η μοίρα του γραφτό και κισιμέτι.
Δυο μπαλαθιές του ρίχνουνε πάνω σε μια την άλλη
κι ύστερις τον εσφάξανε, δεν είχε πλιο κεφάλι. (Βλ. και τραγούδια Δασκαλογιάννη, Χατζημιχάλη κτλ.)
14. Πασαγιάννη, Μανιάτικα Μοιρολόγια 95,152.
15. Μωρή καλό στη Ληγορού,
καλό στη, καλώς όρισες,
Μωρή τζ' αν πάης στ' Άλικα,
να πης των ανθρωπούνε μας,
να μάςε κάμουσι καλά
τζαι μεις τους τον πλερώνουμε
τζείνον τον ψουρο-Βέτουλα
νη έξη γρόσια νη εφτά
τζαι στην ακρίβεια του τζ' εννιά.
Βεργάτη τον εβάλαμε,
φυλάει την αρμαλακιά.
16. «... Μωρή καλό στην Ληγουρού
καλό στην την μπεΐκενα.
Μωρή τζαι τ' εν η πίκρα ζου
τζαι δε μας εχαιρέτησες;
Να μη ζ' εμίλησε κανείς,
να μηζ' εκτύπησε κανείς;
-Σα με ρωτάς, θα σε το ειπού:
Πέρασ' από τους Μπολαριούς
τζ' από τα τα Σπηλιωτιάνικα
τζαι τους εκαλημέρισα.
Κανείς δεν με εμίλησε.
Μον' ο φονιάς του Βέτουλα
με διπλοκαλαδέκτηκε:
Καλό στηνε την Ληγορού,
καλό στην την μπεΐκενα.
Μωρή τζ' αν πάης στ' Άλικα,
τζ' αν πας στων ανθρωπούνε μας
πες τους να κάμουσι καλά
τζαι μεις τους τον πλερώνουμε
τζείνον τον ψουρο-Βέτουλα
νη έξη γρόσια νη εφτά
μη στην ακρίβεια του τζ' εννιά.
Ε! Γιαννακά, συ με ρωτάς.
δεν έχ' ο Βέτουλας καφό,
δεν έχ' ο Βέτουλας γενιά
τσαι ούτε πρωτοξάδεφρους,
ήθα να ήμουν σερνικός.
17. Μία Λαμπρή πρωί πρωί,
που γύρισα απ' την εκκλησιά,
μούρθε ο Νικόλας στο μυαλό,
πόλειπ' από το σπίτι μας
χρόνους κλειστούς δεκαοχτώ
κι ήταν ακόμη αγδίκιωτος.
Γιατί ήταν τα παιδιά μικρά
κι εγώ τα χαϊδανάσταινα,
να μεγαλώσουν γλήγορα,
να πάρουνε το δίκιο τους,
το δίκιο του πατέρα τους,
όπου τον εσκοτώσασι
άδικα και παράλογα.
Είχενα πάντα την ντροπή
και δε συναναστρέφομου
μ' αθρώπους να με βλέπουσι.
Τόμου τραπέζιν έστρωσα,
έβαλα χάμου πιάτα εφτά,
και τόνα που περίσσευε,
ήτανε για τον άντρα μου.
Κάτσασι χάμου τα παιδιά
και το σταυρό τους κάμασι,
απέκει με ρωτήσασι:
«Μάννα, το πιάτο που είν' εδώ
το βλέπουμε σαν περισσό...»
Κι' εγώ τους αποκρίθηκα:
«Είχε τον τόπο μια φορά,
γιατ' ήταν του πατέρα σας,
οπ' είναι ακόμα αγδίκιωτος,
γιατ' ήσασταν εσείς μικρά...
Τώρα που μεγαλώσατε
κι ο καιρός είναι βολικός,
να πάρτε τα ντουφέκια σας,
να κυνηγήστε τους οχτρούς.
Μα σαν ξεχωριστότερα
τον Παύλο να σκοτώσετε,
τον Κουταλίδη τον τρανό,
που είναι κι ο καπετάνιος τους
και περπατεί με τ' άλογο,
στην πόρτα μας περνάει συχνά
χωρίς να συλλογίζεται.
Τι επέρασε πολύς καιρός
κι όλο περηφανεύεται.
Αλλιώς και δεν το κάμετε,
χαΐρι να μην έχετε
κι η μαύρη νη κατάρα μου
να σας ακολουθάη παντού».
Και τα παιδιά δακρύσασι
και είπασι στη μάννα τους:
«Έλα, μάννα, κάτσε κοντά,
να φάης απ' το ψητό τ' αρνί
και να μας δώσης την ευκή
από καρδιά και από ψυχή.
Κι εμείς θε να το πάρουμε
το δίκιο του πατέρα μας
γοργά γοργά και γλήγορα.
Ε! τώρα τα Λαμπρόσκολα,
που ο Παύλος με το πεσελί,
με τη χρυσή τη φέρμελη
θε νάρτη μες στου Κούμπαρη
να χαιρετίση τις γιορτές,
γιατί τον έχει συγγενή».
Ακόμη ο λόγος έστεκε,
οπού ο Παύλος μπρόβαλε
κι επήγαινε στου Κούμπαρη.
Επήραν τα τουφέκια τους
κι επήγανε στο δίστρατο
κι εκεί τον καρτερέσασι.
Όντας εκοντοζύγωσε,
του φώναξε ο μικρότερος:
«Πάρ' τα τα χρωστουμέικα,
να βγάλουμε το μπόρτζι μας»,
Τρεις τουφεκιές του ρίξασι
κι ο Παύλος εγκρεμίστηκε,
νεκρός πέφτει από τ' άλογο.
Αμέσως επιαστήκασι
και πόλεμο ανοίξασι
με τους ανθρώπους πόσερνε.
Η νύχτα τους εμπρόλαβε
κι επάψασι τον πόλεμο.
Επήγασι στο σπίτι τους,
που αγνάντευε νη μάννα τους
από την πόρτα του λιακού.
«Μάννα, τα συχαρήκια μας!
Το πήραμε το δίκιο μας
με το κεσέμι το παχύ,
τον Κουταλίδη τον τρανό,
που ήταν στον τόπο φόβητρο».
Η μάννα τους τ' αγκάλιασε
και σταυρωτά τα φίλησε.
«Δόξα στην τύχη» κι ίχι τα.
Τώρα είμαι μάννα με παιδιά
και δεν είμαι πεντάκληρη».
Τρία τουφέκια τούδωκαν, τα τρία αράδα αράδα.
Τόνα τον παίρνει ξώπλατα και τ' άλλο μες στη μέση,
το τρίτο το φαρμακερό τον πήρε μεσ στ' αστήθι.
μόνο το Γύφτη λάβωσαν στο γόνα και στο χέρι.
Σαν δέντρο ν'εραγίστηκε, σαν κυπαρίσσι πέφτει. (Fauriel I, 20)
Αντίθετα, η σχετικιή έκφραση του μανιάτικου μοιρολογιού σε πνίγει με το ωμό πραγματικό, που το φέρνει απότομα εμπρός στα μάτια και αναγκάζει τον άνθρωπο, θέλοντας και μη να το κοιτάξη:
Τούριξε μια μπαταϊρά,
τούφαε σκότια και καϊρδά (Πετρούνια, Μαν.Μοιρ. 37,2)
Τούριξε μία ντουφεκιά
τούφαε πλάτες και νεφρά. (αυτ. 45,10)
Του ρίξανε μια μπαταϊρά,
πάει κι ο Δημαρόγγονος,
γέμισ' ο τρόχαλος μυαλά
και το λαγκάδι άντερα. (αυτ. 73,2)
Πρώτη μπουκιά που πήρασι,
τα μάτια ξεστριλώσασι,
τα χέρια της τεντώσασι. (αυτ. 43, 8)
Πηγή: http://www.myriobiblos.gr/afieromata/dimotiko/txt_apostolakis.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου