Φώτο: Γ.Τσίπος
Πολύ πολύ παλιά στη Σαμοθράκη την περίοδο της τουρκοκρατίας, πολλοί κάτοικοι του νησιού είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους στους τότε οικισμούς για να γλιτώσουν από την οργή των Τούρκων. Ζούσαν με τις οικογένειες και τα ζώα τους, στις πιο απόκρημνες πλαγιές του βουνού σε πρόχειρα καταλύματα σε σπηλιές και σε παράγκες. Εκεί κοντά στην χιονισμένη κορυφή του όρους Σάος, στο Φεγγάρι,
παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν καθημερινά στον αγώνα για την επιβίωση οι Σαμοθρακίτες ζούσαν ελεύθεροι, αγέρωχοι και αμείλικτοι. Μακριά από τον πολιτισμό, μακριά από την βαριά σκιά των κατακτητών, στην ασφάλεια του βουνού, διαμόρφωναν σκληρούς χαρακτήρες και πρωτόγονες κοινωνικές δομές. Εκεί λοιπόν ζούσε και μια γριά, μια κακιά γριά, στριμμένη. Η γριά μετά το ξαφνικό θάνατο του γιου και της νύφης της ανέλαβε να αναθρέψει το ανήλικο κοριτσάκι τους. Εγγονή και γιαγιά είχαν το ίδιο όνομα το οποίο όμως δεν διασώθηκε στην λαϊκή μας παράδοση, γιατί προφανώς οι χάρες (τα νούργια) της γριάς ήταν πολύ πιο ισχυρά και χαρακτήριζαν την προσωπικότητά της κι έτσι τ’ όνομά της πέρασε σε δεύτερη μοίρα.
Τα χρόνια περνούσαν και η γριά είχε αναλάβει όλες τις ευθύνες για την επιβίωση τη δική της και της εγγονής της, και τα έβγαζε πέρα μόνη της. Δεν δεχόταν βοήθεια από κανένα, είχε ένα μεγάλο κοπάδι αιγοπρόβατα που τις εξασφάλιζαν τα βασικά , το γάλα και το κρέας. Όμως τα γίδια της ήταν ατίθασα και κατέβαιναν χαμηλά και έκαναν ζημιές στα κτήματα των άλλων. Η γριά όμως δεν δεχόταν κουβέντα για το κοπάδι της. Μια και δυο, πήγαιναν οι χωρικοί και τις έκαναν παράπονα για τις καταστροφές που προκαλούσαν κυρίως στους αμπελώνες που είχαν οι καριωτίσιοι, εκείνη δεν παραδεχόταν τίποτα, στο τέλος αναγκάστηκαν να βάλουν κληματσίδες στα κέρατα των τράγων για να πειστεί η γριά ότι τα ζώα της έκαναν ζημιές. Μόνο τότε πείστηκε και ευθύς αμέσως τα καταράστηκε “1000 μει τα κεί’ατα, 1000 δίχους κεί’ατα, και 1000 μουνουκεί’ατα ν’ απουμείν. Κι όντις γλεπ άθιιπου μει του ‘ρθούν’ να ντου νιών’ να μη ντου ζγών’.” (Η κατάρα είναι διά στόματος Θανάση Δεληγιάννη).
Η γριά αυτή έκανε κι άλλα. Όταν κάποιο ζωντανό την ενοχλούσε για οποιοδήποτε λόγο το καταριόταν αμέσως “να μαρμαργιάσς, να πειτώωσς, (δηλαδή να γίνει μάρμαρο να γίνει πέτρα). Τώρα που το ξανασκέφτομαι το όνομά της θα μπορούσε να είναι και Μέδουσα, γιατί οι κατάρες της έπιαναν. Έτσι λοιπόν μια μέρα που είχε ζαλκώσς τον γάιδαρό της με πολύ βαρύ φορτίο κι αυτός ο καημένος δυσκολευόταν ν’ ανέβει την ανηφόρα εκνευρίστηκε , τον καταράστηκε και ο γάιδαρος πέτρωσε κι έμεινε για πάντα στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται γάιδαρος, αν ποτέ πάτε μέχρι εκεί, θα τον δείτε φορτωμένο να προσπαθεί ακόμη να ανέβει την ανηφόρα.
Άλλη μια μέρα πάνω σ’ έναν βράχο λιαζόταν μια οχιά, η γριά που περνούσε από ‘κει είδε την οχιά και τρόμαξε κι όπως ήταν επόμενο την καταράστηκε κι η οχιά έμεινε για πάντα μαρμαρωμένη πάνω στο βράχο στην περιοχή” Όχεντρα”.
Αυτά δεν είναι τίποτα. Ήταν μια μικρή παρένθεση, μια εισαγωγή. Στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού, όπου μπορεί κανείς να πλησιάσει μόνο από τη θάλασσα, η Γριά είχε πάει να ζήσει απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο , όταν η εγγονή της μεγάλωσε και κλέφτηκε παρά τη θέληση της γριάς. Στεναχωρημένη κι απογοητευμένη από την εγγονή της, αυτά τα βράχια τα επέλεξε για σπίτι της. Μια μέρα κι ενώ είχε απλώσει μια τεράστια μπουγάδα, προσπαθούσε με το νερό και το πλύσιμο να ξεπλύνει την ντροπή που ένιωθε, άρχισε να φυσά πολύ δυνατός αέρας και να της ανακατεύει τα πανιά που είχε απλωμένα, άλλα τα έπαιρνε και τα πετούσε στην αφρισμένη θάλασσα. Σαν είδε η γριά αυτή την κατάσταση δεν άντεξε και τα καταράστηκε να μαρμαρώσουν, κι έτσι έγινε. Από τότε η Σαμοθράκη διαθέτει ένα πανέμορφο γεωλογικό σχηματισμό που αποτελεί αξιοθέατο για το νησί.
Της Γριάς τα Πανιά δεν είναι παρά τα ρούχα εκείνης της δύστροπης γριάς, που έμειναν πάνω στο γκρίζο βράχο σαν ολόλευκες μαρμάρινες γραμμές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου