Το κλέφτικο τραγούδι
(Το πνεύμα και η Τέχνη του)Γιάννης Αποστολάκης [μέρος 1]
Από το περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, έτος 1983, Νο 76 σσ. Ι71-2• και Νο 80 σσ. 543-51.
Και τώρα ας δείξω πιο είναι το έργο μου. Αν για μας τώρα το δημοτικό
τραγούδι όχι μονάχα δεν ζη πια στο σύνολό του παρά και τα συστατικά του
ακόμα, η λέξη και η φράση, κινδυνεύουν να νεκρωθούν, για τους πατέρες
μας θυμόμαστε τα τελευταία τουλάχιστο να σπαρτάριζαν ακόμη ζωντανά,
ακόμη και το σύνολο του τραγουδιού αναδευότανε τότε κάπως ζωηρότερα.
Βέβαια δεν άλλαξε απ' έξω η γλώσσα, φωνητική, γραμματική, συνταχτικό
μείνανε τα ίδια καθώς πριν, άλλαξε όμως κι άλλαξε αρκετά ο συμβολισμός
της γλώσσας.
κι α θέλη γαίμα γιατρικό, πάρετε οχ την καρδιά μου.
Θα το βρίσκανε πολύ άπρεπο να ξαναφουντώνει πάλι ο έρωτας της κόρης ύστερα από την κατάρα της(1).
Ή θα έφτανε ποτέ ο Χρηστοβασίλης, με τον κόσμο εκείνο γερό, όσο
πρόστυχο εσωτερικό και να είχε, να γράψηι: "γλυκειά κατάρα" μόνο και
μόνο για να καμαρώση τον πατριωτισμό του;(2)
Ο συμβολισμός αυτός της λέξης κατάρα δεν έχει σβήσει μονομιάς από τις
ψυχές όλου του κόσμου, επειδή ακόμη θυμούμαι τον τρόμο, που είχε πάρει η
παιδική ψυχή από το στόμα της μάννας στη λέξη "κατάρα" . Δεν ήταν η
βαρειά αγανάχτηση του ανθρώπου, σαν καταριότανε, ή το τρομερό κακό που
θα εύρισκε τον καταραμένο, που φέρνανε την ανατριχίλα στην ψυχή του
παιδιού παρά η ασάλευτη πεποίθηση, πως όλα αυτά τα κακά θα γίνουνταν,
πως γίνανε κιόλας --ίσα ίσα ό,τι είναι το συμβολικό νόημα της λέξης στις
γνήσιες παραλλαγές του τραγουδιού.
[...]
Ο κόσμος λοιπόν αυτός που ανασταίνει η γλώσσα δεν έχει λείψει ολότελα.
Ξεθώριασε, είναι αλήθεια, αλλά ζη ακόμη εδώ κι εκεί. Έτσι, όσο είναι
καιρός ακόμη, ας κοιτάξουμε να τον ζωηρέψουμε στη μνήμη μας, στη
συνείδησή μας. Η μελέτη του δημοτικού τραγουδιού σημαίνει φροντίδα και
δυνάμωμα της ίδιας μας της ζωής. Να ζωηρέψουμε τη θύμηση των πατέρων
μας, να νοιώσουμε το στήθος μας «όλο ψυχές γεμάτο» δεν θα πάρη τέλος
έτσι απάνω του το ελεεινό απομεινάρι της ύπαρξής μας, που στέγνωσε και
ξεράθηκε σ' άρρωστον εγωισμό. Όμως κι άλλο καλό μπορεί να βγη από το
δημοτικό τραγούδι. Καθώς αυτό μαζί με το έργο του Σολωμού είναι η μόνη
ποίηση, όπου υπάρχει ό,τι λέμε κόσμος, μπορεί το ξαναζωντάνεμά του στην
ψυχή να μας γεννήση την υποψία για τους σφαδασμούς και τις φωνές του
ποιητικού ατόμου της εποχής και του τόπου (3).
Τη μελέτη όμως και το ξαναζωντάνεμα δεν θα το κάνη ο προσκυνητής του
δελτίου και της βιβλιογραφίας, παρά ο άνθρωπος, που γυμνάστηκε ενωρίς
στη μνήμη και τη λήθη --έχει κιόλας να ξεχάση τη λέξη της εποχής του και
να θυμηθή τη λέξη των πατέρων του--, ο άνθρωπος που έμαθε να σκύβη και
να σκάβη το εσωτερικό του, τέλος ο άνθρωπος, που συνήθισε να στέκεται
και καμμιά φορά μονάχος με την ψυχή του χωρίς καμμιά συντροφιά, ας είναι
κι από δεφτέρια και χαρτιά. Τέτοια όμως συνήθεια είναι σπάνια και
δύσκολη στον καιρό μας και στον τόπο μας, όπου ο ομαδισμός δεν έμεινε
στα φυσικά του όρια παρά πάτησε και την περιοχή της ψυχής, του
πνεύματος. Όμως από τη συζήτηση καλύτερη είναι η πράξη.Το παράδειγμα
μπορεί εύκολα ν'ανοίξη την όρεξη και σ' άλλον να πάρη τον ίδιο δρόμο
μαζί μου. Σταματώ λοιπόν τον πρόλογο και μπαίνω ευθύς στο θέμα μου. Μια
φορά το θεμέλιο το ψυχικό νομίζω να γίνηκε. Έγνοια ζωής και όχι μεθόδου
γέννησε τη μελέτη μου. Περισσότερο λοιπόν από κάθε λογικό δεσμό, που
μπορεί και πρέπει να έχουν ανάμεσό τους τα μέρη της μελέτης, τα ενώνει
το όραμα πλούσιας ζωής, που γλήγορα έρχεται και γληγορώτερα ακόμη
χάνεται απ' εμπρός μου με το άκουσμα δημοτικού τραγουδιού. Εκείνο
κυνηγώντας άρχισα να εξετάζω τη γλώσσα, το πνεύμα, την τέχνη του
τραγουδιού και να μου φανή το όραμα να βάσταξε μια στιγμή περισσότερο,
αν κάνω από τον άλλον να δοκιμάση τα ίδια μαζί του. Μήπως αν ζούσε το
δημοτικό τραγούδι, όλοι όσοι το τραγουδούσαμε δεν θα είχαμε γίνει ένα τη
στιγμή εκείνη;
[...]
Με τον καινούργιο σκοπό, που μπαίνει τώρα στο δεύτερο κεφάλαιο του
βιβλίου, δεν αλλάζει στο βάθος διόλου ο τρόπος της εργασίας, αυτός μένει
πάντα ο ίδιος. Όπως στο πρώτο κεφάλαιο το ξεκαθάρισμα από τα νόθα
τραγούδια έγινε με τη βοήθεια, που έδινε το κάθε τραγούδι με τη σύνθεσή
του, και όχι με καμμιά ειδική επιστημονικά εξέταση του θέματος του
τραγουδιού ή της ιστορίας της συλλογής κτλ., κριτήριο πάλι της αξίας των
τραγουδιών στάθηκε η συγκίνηση της ψυχής, και όχι η συνταγή της
επιστήμης για λαϊκή τέχνη ή για πρωτόγονη ποίηση, έτσι και τώρα που
μελετάω το πνεύμα δεν θα βγω παραέξω από το τραγούδι. Για βοηθό έχω
μονάχα τη μνήμη, όσο και όπου μπορώ να την πλησιάσω ή να την βρω, επειδή
αληθινά στις μέρες μας η μνήμη κατάντησε το σπανιώτερο πράμα του
κόσμου. Αλίμονο --τι να το κρύψουμε-- η στεριά που χρειάζεται απαραίτητα
ο άνθρωπος για το έργο του και που γενιές και γενιές περασμένες
δούλεψαν να τη θεμελιώσουν, πάει τον τελευταίο καιρό ολότελα να λείψη
κάτω από τα πόδια μας και μεις ολοένα και περισσότερο βουλιάζουμε στην
ταραγμένη θάλασσα του χρόνου. Χάσαμε το γερό πάτημα, που δίνει το
παρελθόν στον άνθρωπο, χάσαμε τη μνήμη και απροφύλαχτοι τρεκλίζουμε μέσα
σε σκοτεινή και στοιχειωμένη περιοχή, στο μέλλον. Ποιός στην εποχή μας
θέλει πια να ζήση τη ζωή του συνέχεια με τη ζωή των πατέρων του; [...]
Όσοι όμως δεν είναι πρωτοπόροι παρά μείναμε τα παλιά πλάσματα του Θεού,
κοινοί άνθρωποι, αυτοί βλέπουν με τρόμο σιγά σιγά ν' αφανίζεται η στεριά
και οι ίδιοι να βουλιάζουν ολοένα και παραμέσα στη γλίτσα και τη λάσπη,
που έχει σωριάσει η κατεβασιά του καιρού και η ανεμελιά του ανθρώπου.
Τι τους μένει τότε να κάμουν; Να κλείσουν τα μάτια στη φρίκη του
πραγματικού, όπως η στρουθοκάμηλος, και να πλάθουν, από τη βιβλιοθήκη
τους μέσα, μεγαλόπνοα σχέδια; να διαβάζουν λ.χ. Kant(4)
και, αντί να ξεθυμαίνουν κάνοντας περήφανα βήματα στο δωμάτιό τους
μέσα, να πλάθουν στη στιγμή ένα σχέδιο για την αισθητική μόρφωση του
ελληνικού λαού σύμφωνα με το Καντιανό σύστημα; ή να ριχτούν, τέλος, κι
εκείνοι στη δράση, για να μη μείνη πια τότε άκρη κι άκρη της ζωής καθαρή
από το σιχαμερό μόλεμα της εξυπνάδας, και ύστερα αηδιασμένοι να
λαχταρούνε ταξίδια Ευρώπης και Αμερικής για να ζήσουν τάχατες πια εκεί
σαν άνθρωποι; Υπάρχει βέβαια και η πολιτική, αλλά εδώ πια σταματώ,
επειδή αληθινά από μαγεία δεν καταλαβαίνω(5).
Δεν θέλει καν ρώτημα, ο κοινός άνθρωπος δεν θα γίνη ούτε ο διανοούμενος
του γραφείου ούτε ο έξυπνος του κόσμου. Ένας μονάχα είναι ο δρόμος του,
να δοκιμάση με κάθε τρόπο να ξαναβρή πάλι τη στεριά, που θεμέλιωσαν στη
ζωή οι πατέρες του. Ποια τότε ανάσα ψυχής! Το αντίκρυσμα της στεριάς
και πολύ περισσότερο ακόμη το περπάτημα απάνω σ' αυτή δεν είναι λυτρωμός
μονάχα της στιγμής παρά και άσβηστη δημιουργική φλόγα στο σκοτάδι του
μέλλοντος. Λαμπαδιάζει και φέγγει το μέλλον, εκεί όπου υπάρχει ζωντανό
το περασμένο, όπου όμως χάνεται , πίσσα σκοτάδι η κάθε στιγμή του χρόνου
και τοίχος απέραστος. Μερικά παραδείγματα από την ίδια μου τη μελέτη θα
ξεκαθαρίσουν καλύτερα το νόημα, επειδή από πουθενά αλλού δεν φαίνεται
καθαρώτερα ο στερεός δρόμος των πατέρων μας, όσο και το κλέφτικο
τραγούδι. Χρειάζεται βέβαια κόπος να τον βρης, φτασμένος όμως μια φορά
εκεί, δε θαμπώνεις βέβαια τον κόσμο με την πράξη σου --δεν είσαι
πρωτοπόρος, είσαι μονάχα συνεχιστής-- γλυτώνεις όμως από το ζωντανό
θάψιμο στο πνεύμα του καιρού σου. Ποιος λοιπόν, που κατάφερε να ξεφύγη
από την κατεβασιά του χρόνου και με τη βοήθεια της μνήμης πήρε τον
ανήφορο προς τα περασμένα και προς το δρόμο των πατέρων του, δεν
αναγαλλιάζει με τους ηρωικούς στίχους του τραγουδιού του Νικοτσάρα:
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν. (Fauriel I, 192)
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο κ.τ.λ.,
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι. (Passow 80
Πού ν΄ακουστή εκεί ψηλά το τραγούδι του λιμασμένου της ζωής καπετάνιου(6)
«Παιδιά σαν θέλτε λεβεντιά κ.τ.π.»; Αυτό δεν είναι τραγούδι της κορφής
παρά της γλίιτσας και του βάλτου.- Ποιος πάλι παίρνοντας το στέρεο
μονοπάτι των πατέρων μας πέτυχε να βγη στ' ανοιχτά της ζωής, όπου όλα
κινδυνεύουν, όλα σαλεύουν, και στη βαρειά εκείνη μοναξιά μπόρεσε ν'
ακροαστή το στέρεο χτύπημα της καρδιάς του κλέφτη, και θα έχη ποτέ όρεξη
να ξαναγυρίση σ' όλους τους χώρους ασφαλείας, είτε έχουν κεραμίδια είτε
όχι (ιδανικά κ.τ.λ.); Ξαναδιαβάζεις τότε το "Φοβερό Κλέφτη" της
"Συλλογής" του Αραβαντινού(7)
και δε βλέπεις αίμα να τρέχει στις φλέβες του, μυρίζει όλος το γάλα της
μάννας του. Μονάχα κλέφτης 'φοβερός' όπως του Αραβαντινού, θα ντρόπιαζε
το φυσικό του άντρα --πεθαίνοντας δηλαδή θα έβαζε τα κλάματα για την
κακοριζικιά της ζωής και θα έστελνε στη μάννα του το ειρωνικό εκείνο
μήνυμα του γάμου του με τη 'μαύρη γης' (8).
Ο γνήσιος όμως κλέφτης του δημοτικού τραγουδιού είχε αίμα στις φλέβες
του και πέθαινε με ασάλευτη πίστη στη ζωή. Ό,τι φλόγιζε την καρδιά του,
ζωντανός που ήτανε, τη φλόγίζει ακόμη στα τελευταία της ζωής του, ό,τι
τον μόλευε ζωντανό, ο Τούρκος, δεν θέλει και πεθαμένο να τον μολεύη.
Παρά να πέση ζωντανός στα χέρια του εχτρού καλύτερα να τον σκοτώσουν οι
δικοί του και να του πάρουν το κεφάλι (9).
Ποιος τέλος έφτασε ν' αντικρύση την απόλυτη ενότητα του κλέφτη στα
λόγια και στα έργα, --γεμάτη η καρδιά, και η λέξη όπως και η πράξη
ξεσπούσε το ίδιο βαρειά, το ίδιο φωτεινή η μια και η άλλη (10)--
ποιος λοιπόν έφτασε ν' αντικρύση την ακέρια και μονοκόμματη ψυχή του
κλέφτη και δε θα στρίψη με αηδία το πρόσωπό του από την κομματιασμένη
ψυχή του ανθρώπου της εποχής; Θάλασσα τα λόγια και πνίξανε αίσθημα και
πράξη.
Όσο λίγο κι αν διάβασε κανείς κλέφτικα τραγούδια, θα πρόσεξε, δεν
γίνεται, πως ξεχωρίζουν σε δυο: σε τραγούδια, που αναφέρονται σ'
ορισμένο άτομο και μοιάζουν να ιστορίζουν τα περιστατικά του, και σε
τραγούδια λυρικού πιο πολύ περιεχομένου, που έχουν ήρωα όχι ορισμένο
πρόσωπο παρά γενικά τον Κλέφτη. Ο χωρισμός βέβαια αυτός, πρόχειρος στον
καθένα, φαίνεται στην αρχή αδιάφορος και χωρίς σημασία, κι όμως στο
τέλος αποδείχτηκε χρήσιμος για το σκοπό μου --άνοιξε από κάθε τι άλλο
ευκολώτερα το δρόμο μου προς το πνεύμα του κλέφτικου τραγουδιού.
Εξωτερικός μου φάνηκε, αλήθεια, στην αρχή ο χωρισμός, όσο όμως
περισσότερο μελετούσα τα τραγούδια, τον έβλεπα σιγά σιγά να βαθαίνη και
να γίνεται χαρακτηριστικό γνώρισμα της ουσίας και της αξίας των
τραγουδιών, ως που στο τέλος υψώθηκε σε κύριο κριτήριο της αλήθειας
τους. Μ' ένα λόγο ο χωρισμός αυτός, καθώς σκεφτόμουνα το νόημά του,
αυτός πρώτος μου τάραξε την αθώα πίστη στην αλήθεια του κάθε τραγουδιού
της συλλογής, μου κίνησε την υποψία, για να φθάσω τέλος στο συμπέρασμα
πως τα δύο αυτά είδη του κλέφτικου τραγουδιού δεν είναι πνευματικά
δημιουργήματα ίσης ποιητικής αξίας και όμοιας καταγωγής. Το συμπέρασμα
βέβαια δεν βγήκε χωρίς δυσκολία. Η εξέταση ως τώρα, σπάνια καθώς ήτανε,
στον τόπο μας, γινότανε στο υλικό μονάχα του τραγουδιού και όχι, όπως
στις σχετικές μελέτες μου, στον εσωτερικό οργανισμό του, στη λέξη, στη
γλώσσα,στη σύλληψη. Φυσικό λοιπόν να βρεθώ αβοήθητος και στην αρχή να
δυσκολευθώ και να ξεχωρίσω πού βρισκότανε η αλήθεια, στα τραγούδια άραγε
με τα περιστατικά ή στα λυρικά τραγούδια; Ο πρωτόπειρος χωρίς άλλο
βέβαια τραβιέται περισσότερο από το λυρικό τραγούδι, θαρρεί πως έχει
μπροστά του γυμνή την καρδιά του κλέφτη και ακούει καθαρά τους χτύπους
της. Διόλου παράξενο. Ζούμε και μεγαλώνουμε όλοι με άκρο σεβασμό στη
γενική έννοια και στα παράγωγά της. Σπάνια βρίσκουνται οι άνθρωποι με
ανοιχτά, από νωρίς, το νου, τα μάτια και την ψυχή στο ατομικό και στο
γεγονός. Μην πάμε μακρυά από την εποχή μας. Τι θόρυβος, Τι λιγομάρες για
την αράχνη του μυαλού, για τον πανάνθρωπο, και ποια παγωνιά ψυχής και
ποια τύφλα για το θερμότατο γεγονός, για τον διπλανό άνθρωπο! Όσο, όμως,
κανείς κερδίζει τη σημαντική πνευματική νίκη και λυτρώνεται από την
τυραννία της γενικής έννοιας, η σχετική αξία των τραγουδιών παρευθύς
αλλάζει. Την πρώτη θέση, και σε λόγο τέχνης και σε λόγο πρωτοτυπίας,
παίρνει τώρα το τραγούδι που έχει ήρωα το ορισμένο άτομο, ενώ το λυρικό
τραγούδι αποδείχνεται νόθο και στη γέννηση, νόθο και στην αξία, δεν
φανερώνει ούτε καρδιά ήρωα ούτε καρδιά ποιητή. Τα τραγούδια αυτά με το
λυρικό περιεχόμενο, καθώς έγραφα και στη μελέτη μου για τη "Συλλογή του
Αραβαντινού" (σ.11 κ.ε.) «δεν δείχνουν το κλέφτικο τραγούδι στην
πρωταρχική και σημαντική μορφή του, που είναι τραγούδι σ' ορισμένο
άτομο, ξακουστό απ' ό,τι έκαμε και απ' ό,τι έπαθε πολεμώντας, παρά έχουν
πλαστή αργότερα, όταν πια ο 'Κλέφτης' πάει να γίνει ιδανικό ζωής και η
ηρωική μορφή του αρχίζει να υποφέρη από τα όνειρα και τους πόθους
ανθρώπων, που δεν είναι καθόλου ηρωικοί». Μ' ένα λόγο τα τραγούδια αυτά
έχουν γεννηθή σ' εποχή, όπου έχει λείψει και από τη ζωή και από το
πνεύμα η άμεση αίσθηση του ηρωισμού κι είναι κατασκευάσματα λογίων, των
ανθρώπων δηλαδή με την έτοιμη φαντασία. Η φύση, κοντά στη γνώση, λείπει
ολότελα. Στη θέση της μπήκε η ακροβασία της έτοιμης φαντασίας, της
έτοιμης καρδιάς. 'Αφοβα λοιπόν και οι δύο αυτές ξεκλειδώνουνται. Φόβος
δεν υπάρχει κανένας. Ο ήρωας δεν είναι ζωντανό πλάσμα, είναι
κατασκεύασμα της γενικής έννοιας --τίποτε στον κόσμο δεν τον πιάνει
εύκολα παίρνει ό,τι σχήμα θέλεις.
[...]
Ο χτύπος της ατομικής καρδιάς ζωντάνευε. το δημοτικό μοτίβο στην αρχική
θέση, το φιλολογικό όμως κατασκεύασμα είχε ήρωα τη γενική έννοια του
Κλέφτη κι η γενική έννοια δεν έχει καρδιά. Τα κυριώτερα τραγούδια
λυρικού τύπου (βλ. Π.Ε. 20,21, 26,27,28, 30,31,32, 35, 36, 37, 38, 39,
40, 42,43, 61 Β', 61 Γ') τα έχω σχεδόν όλα εξετάσει σε περασμένες
μελέτες (11),
όπου έχω πει καθαρά για το καθένα τους τις υποψίες μου και τους λόγους
της ψευτιάς του. Έτσι δεν έχω πια εδώ να σταθώ περισσότερο (12) και πηγαίνω στο άλλο είδος του κλέφτικου τραγουδιού.
Αλλά και τα τραγούδια για ορισμένα πρόσωπα, που μένουνε πια η μοναδική
πηγή της μελέτης μου, δεν τα λογάριασα όλα το ίδιο στη σύνταξή της.
Έκαμα και σ' αυτά κάποιο ξεκαθάρισμα, που τα λιγόστεψε αρκετά. Δεν πήρα
δηλαδή από πίσω κάθε ξυλένιο στιχούργημα, ας ήτανε και του πιο ηρωικού
κλέφτη, ούτε γύρισα μια στιγμή να κοιτάξω τραγούδια με βάναυσο ή με
κοινό περιεχόμενο ζωής --δε γράφω το βίο των κλεφτών-- παρά οδηγός μου
και κριτής μου στάθηκε ό,τι ανώτερο σε ψυχική συγκίνηση και σ' αισθητική
έκφραση βρήκα να παρουσιάζη η κλέφτικη ποίηση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Σχετικά με την κατάρα γράφω στον Α' τόμο των "Δημοτικών Τραγουδιών".
(σελ. 329) «η κατάρα ... δεν ήτανε ένα από τα ψυχρά και άψυχα σύμβολα,
που τα βρίσκει κανείς παραπεταμένα εδώ κι εκεί στην έρημη και
φυλακισμένη εποχή μας παρά είχε ζωή. Δεν ήτανε λόγια μονάχα, χτυπητότερα
βέβαια από τ' άλλα, πάντα όμως λόγια, παρά ήτανε επίσημη και συμβολική
πράξη, που έφερνε στη μέση τη θεία δύναμη. Όποιος καταριότανε, πίστευε
πως παίρνει πια ο Θεός απάνω του την τιμωρία του φταίχτη, του ανθρώπου
δηλαδή που τον αδίκησε. Φυσικό λοιπόν οι άνθρωποι να μην την έχουν την
κατάρα κάθε λίγο και στιγμή στο στόμα τους, να νοιώθουν κάποιο δισταγμό
προτού καταραστούνε, όμως ακόμη φυσικώτερο, μια και ξεστόμισαν την
κατάρα, να μη μετανοιώνουν εύκολα την άλλη στιγμή, γιατί η μετάνοιά τους
θα έμοιαζε κάπως και μ' εμπαιγμό στο Θεό, που λίγο πριν τον φώναξες να
σε βοηθήση στη σκληρότερη ανάγκη σου».
2. Χ. Χρηστοβασίλη, "Εθνικά 'Ασματα" 1452-1821, σ. 113, αρ. 17. "Η γλυκειά κατάρα":
Μάννα με καταράστηκες, γλυκειά κατάρα μου είπες,
κλέφτης να βγης παιδάκι μου κτλ.
Βλ. και τη μελέτη μου: "Η Συλλογή του Αραβαντινού κτλ." σ. 14 Κωμική
γίνεται και η επίδειξη πατριωτισμού στο τραγούδι της Λάστας, Λασκάρη, σ.
351, 12:
Κάμποσες μάννες τα παιδιά ούλο τα καταριόνται
και μια μάννα έχει ένα παιδί, ούλο ευκές του δίνει,
του λέει κλέφτης να γενή, κλέφτης να γεραντίση κτλ.
3.
Το βασίλειο των "Μορφών" είναι ο καινούργιος κόσμος, που φανερώθηκε
στον Σόλωμό και τον γλύτωσε από την ασφυξία και από το θεατρισμό του
ατόμου. Οι άλλοι λόγιοι όχι μονάχα δε λαχτάρησαν ποτέ για κόσμο, αλλά
και δουλεύουν μ' όλη την καρδιά τους να γκρεμισθή κάθε κόσμος
κληρονομημένος από τους πατέρες τους. Μόλις βρεθούνε μονάχοι --και η
ποίηση τους φαίνεται η καλύτερη ερημιά-- χειρονομούν, φωνάζουν,μεθούνε
με τις ίδιες τους τις φωνές. Ας παραβάλη όποιος θέλει για δείγμα το
προοίμιο από το Γ' Σχεδίασμα των "Ελεύθερων Πολιορκημένων" με τον
"Ασπασμό στη Μητέρα Ελλάδα του Βαλαωρίτη κι ευθύς από τη γλώσσα θα
καταλάβη σε ποιο έργο υπάρχει κόσμος και σε ποιο λείπει.
4.
Η φιλοσοφία δεν καρποφόρησε στον τόπο μας ούτε μπήκε στη ζωή, επειδή
τάχατες έλειπε η πίστη στο φιλοσοφικό σύστημα. Αλλά, όπως παντού, δεν
άργησαν κι εδώ να παρουσιαστούν οι αθλητές της καινούργιας πίστης.
Συστηματικοί φιλόσοφοι φθάσανε αρκετοί τα τελευταία χρόνια από την
Ευρώπη, στήσανε τα σύνεργά τους και δοκιμάζουν να ποτίσουν με πνεύμα τη
φρυμένη ζωή του τόπου. Νερό βέβαια ως τώρα δε βγήκε, επιβλητικές όμως
είναι οι μηχανές και ξεκουφαίνουν από το θόρυβο. Τις βλέπεις στο στείρο
μεγαλείο τους και συλλογίζεσαι μήπως δεν έχει στο τέλος δίκηο το
γερμανικό ρητό «Aberglaube ist besser als Systemglaube». Μας ζεσταίνει
περισσότερο την παγωνιά μια σπίθα από τη χωνεμένη πια θράκα της δίκης
μας ζωής παρά η φωταψία του ξένου σπιτιού.
5.
Πάνε σαράντα χρόνια πάνου κάτου που βλέπω στην εσωτερική πολιτική τον
θρίαμβο της μαγείας. Εδώ πια δίνει και παίρνει η μαγική λέξη. Θυμάστε
την κατάντια μας τότε. δεν πρόφτασε όμως ν' ακουστή η μαγική λέξη
'Ανόρθωση' και το θαύμα έγινε, χώρισαν ευθύς τα σκεύη «εις τιμήν» από τα
σκεύη «εις ατιμίαν», οι εκλεχτοί από τους φαύλους. Γίνεται ή δεν
γίνεται έτσι παρευθύς αγνώριστος ο τόπος; --Μουχλιασμένος ο αγέρας του
σχολείου από το πολύ κλείσιμο και το παιδί πνιγότανε εκεί μέσα.
Καινούργια τότε μαγική λέξη, 'Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση', ακούστηκε από
την ίδια μεριά με την 'Ανόρθωση' και το παιδί γλύτωσε από το μαρασμό.
Πόρτες και παράθυρα άνοιξαν διάπλατα και καθαρός αγέρας μπήκε. Ανάσανε
παιδί και δάσκαλος. Κρίμα όμως, κανείς δε θυμήθηκε να τα κλείση πάλι και
τώρα όλοι οι άνεμοι δέρνουνε το κεφάλι του δασκάλου και του παιδιού. Ή
πέφτει πολύ παρακάτω η άλλη μαγική λέξη, ο 'Τρίτος πολιτισμός'; Είναι
βέβαια η λέξη προστυχότερη από τις άλλες δύο, αλλά τι πειράζει, το θαύμα
της το έκαμε κι αυτή. Τεράστια πνευματική φλόγα άναψε και άφοβα τότε
μπήκαμε στα καράβια, ταξιδέψαμε στην Αγγλία και στη Γερμανία, να μάθουμε
τους Άγγλους τον Σαίξπηρ και τους Γερμανούς και αρχαίους τραγικούς.
6.
Ο καπετάνιος με τη λίμα για ζεστό ψωμί και γλυκό κρασί ζωντανεύει
περισσότερο το Φτωχοπρόδρομο παρά τον αγωνιστή της λευτεριάς. Ο χυδαίος
αυτός πρόγονος βρυκολακιάζει συχνά γύρω μας, ακόμη κι εκεί που δεν το
περιμένεις. Θυμούμαι πόσο τρόμαξα που είδα τον Πολίτη να διαλέγη στίχο
του Φτωχοπρόδρομου, βλαστήμια πραγματική του πνεύματος, για την
κατάλληλη έκφραση να τελειώση τον πρόλογο της 'Νεοελληνικής Μυθολογίας' ,
βιβλίου πίστης κι ενθουσιασμού: «Δυστυχώς όμως εισέτι διά την Ελλάδα
δεν παρήλθεν η εποχή του Πτωχοπροδρόμου, και έκαστος λόγιος δύναται
ευλόγως να εκφωνήση μετά του Βυζαντινού μοναχού.
Ανάθεμα τα γράμματα! Χριστέ και που τα θέλει!»
Και να σκέφτεσαι πόσο σπάνιοι γίνανε τώρα οι άνθρωποι με την ίδια του
Πολίτη υπερηφάνεια ψυχής, με την ίδια τη δική του πίστη στο πνεύμα και
ακόμα περισσότερο να σκέφτεσαι πόσο άλλαξε γύρω η ατμόσφαιρα από την
εποχή που βγήκε το νεανικό βιβλίο του Πολίτη. Ο αγέρας της λευτεριάς,
που σηκώθηκε με τον αγώνα του Εικοσιένα και ξεκαθάριζε και το μέσα και
το έξω του ανθρώπου από τα μολέματα του ξεπεσμού και της σκλαβιάς, δεν
έχει πια την ίδια ορμή, αν δεν έχει κι ολότελα σταματήσει εδώ κι εκεί.
Πώς λοιπόν να μην έχει πέραση το τραγούδι της λίμας; Πλήθυναν οι
απόγονοι του Φτωχοπρόδρομου.
7. Μάννα με καταράστηκες, μου είπες βαριά κατάρα:
«Κλέφτης να βγης, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχης,
ολημερίς να πολεμάς, τη νύχτα καραούλι».
Να ήσουνα πετροπέρδικα, να πέταγες ταψήλου,
ν' αγνάντευες πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους,
ν' αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ' τα παληκάρια.
Ομπρός ξεστρώνει την Τουρκιά με το σπαθί στο χέρι
κι απ' η φωνή του την ψιλή αχολογάει ο τόπος:
«Βαρείτε, παληκάρια μου, σκοτώνετε τους σκύλους,
ψυχή να μην αφήσουμε οπίσω να γυρίση,
τι έκαμα όρκο φοβερό, Τούρκο να μη σκλαβώσω» (Αραβαντ. 112, 136)
8. Βλ. ανωτ. σ. 36 κε.
9. «Πού είσαι καλέ μου αδερφέ και πολυαγαπημένε;
γύρισε πίσω, πάρε με, πάρε μου το κεφάλι,
να μην το παρ' η παγανιά και ο Ισούφ Αράπης
και μου το πάη στα Γιάννινα, τ' Αλή-πασά του σκύλου». (Fauriel I, 20: τραγούδι του Γυφτάκη)
10. «Χρήστο σε θέλ' ο βασιλιάς, σε θέλουν οι αγάδες.
-Όσο 'ν' ο Χρήστος ζωντανός, Τούρκους δεν προσκυνάει».
Με τα τουφέκια έτρεξαν ο ένας προς τον άλλον,
φωτιά εδόσαν στη φωτιά, κι έπεσαν εις τον τόπο. (Fauriel Ι, 4: τραγούδι του Μηλιόνη)
11. Βλ. «Δημοτικά Τραγούδια» Μέρος Α'. Οι Συλλογές, Αθήναι 1929. «Η Συλλογή του Αραβαντινού», Αθήναι 1941.
12. Υπάρχει, καταλαβαίνω, κάποια σύγχυση για το νόημα και για τη σχετική αξία δυο τραγουδιών (Π.Ε. 27):
Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύουνε και την αυγή κοιμώνται,
κοιμώνται στα ψηλά βουνά και στους παχιούς τους ήσκιους.
Είχαν αρνιά και ψένανε, κριάρια σουβλισμένα,
είχαν κ ένα γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
είχαν και σκλάβα νέμορφη και τους κερνάει και πίνουν.
«Κέρνα μας, σκλάβα, κέρνα μας γεμάτα τα ποτήρια,
και κείνονε νοπού αγαπάς για διπλοκέρασέ τον,
και στο δικό μου το γυαλί, ρίξε σπειρί φαρμάκι,
για να το πίνω βράδυ αυγή, αυγή και μεσημέρι,
να κατακάτση ο σεβντάς, σεβντάς πούχω για σένα».
είναι ερωτικό και όχι κλέφτικο. Την ουσία τη δίνουν οι στίχοι 7-11, ενώ
το συμπόσιο κλεφτών στη αρχή (στ. 1-6) είναι το ρωμαντικό βάθος, ο
τυπικός ιδανισμός που δεν αφήνει το τραγούδι να ξεπέση στο ρεαλισμό. Οι
ίδιοι στίχοι χρησιμεύουν για τον ίδιο σκοπό σ' άλλο τραγούδι (Π.Ε. 29). Ο
στιχοπλόκος και ο λόγιος χρειάζεται να φορέση μάσκα για να τραγουδήση,
μονάχα ο γνήσιος ποιητής γλυτώνει γρήγορα από τη φανταχτερή μεταμφίεση
και βρίσκει το δρόμο προς το ΄λυρικό εγώ'. Ο ερωτικός πάλι τόνος των
στίχων φανερώνει άνθρωπο ερωτόπαθο, άνθρωπο απορροφημένο μονάχα από το
πάθος του. Στο τραγούδι του Σκυλοδήμου, που το νομίζω πρότυπο των
συμποσιακών τραγουδιών κλεφτών με γυναίκα, υπάρχει πάθος, που δε σβήνει
όμως διόλου το χαραχτήρα του κλέφτη:
Ο Σκυλοδήμος έτρωγε στα έλατ' αποκάτου
και την Ειρήνη στο πλευρό είχε να τον κεράση.
«Κέρνα μ', Ειρήνη μ' έμορφη, κέρνα μ' όσο να φέξη,
όσο να έβγη ο αυγερινός, να παγ' η πούλια γιόμα,
κι απέ σε στέλνω σπίτι σου με δέκα παληκάρια,
-Δήμο, δεν είμαι δούλα σου, κρασί να σε κεράσω,
εγώ μαι νύφη προεστών κι αρχόντων θυγατέρα κτλ. (Fauriel Ι, 150)
Αλλά και το τραγούδι 28 των «Εκλογών» έχω πολλές αμφιβολίες, αν είναι πρωταρχικό δημιούργημα και όχι νεώτερο κατασκεύασμα:
Καλώς ανταμωθήκαμε νεμείς οι ντερτιλήδες,
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας.
Πάλε καλές αντάμωσες, πάλε ν' ανταμωθούμε
στον Άγιο Λια, στον πλάτανο, ψηλά στο κρυονέρι,
πόχουν οι κλέφτες σύνοδο κι οι καπεταναρέοι,
πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουγλισμένα,
όπ' έχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι
κι έχουν την Γκόλφω στο πλευρό και τους κερνάει και πίνουν.
Κι ο καπετάνιος τους μιλάει κι ο καπετάνιος λέει:
«Για φάτε, πιέτε, βρε παιδιά, χαρήτε, να χαρούμε
τούτον το χρόνο τον καλό, τον άλλον ποιος το ξέρει
για ζούμε, για πεθαίνουμε, για σ' άλλον κόσμο πάμε».
Πρώτα πρώτα το τραγούδι δε μοιάζει κλέφτικο. Οι δυο πρώτοι στίχοι το
δείχνουν συμποσιακό όχι κλεφτών παρά φίλων συντρόφων, που εύχουνται και
την άλλη χρονιά ν' ανταμωθούνε και να διασκεδάσουνε. Η κλέφτικη
διασκέδαση χρησιμεύει να ρίξη το μαγικό φως της φαντασίας στην
πραγματική στιγμή, αποπκορυφώνει δηλαδή το γλέντι της φιλικής συντροφιάς
και είναι συνθεμένη από θύμησες δημοτικών τραγουδιών και ξεχωριστά του
τραγουδιού του Σκυλοδήμου. Το επεισόδιο της Ρήνας (Γκόλφως κτλ.) σε
πολλές παραλλαγές μπαίνει ατόφιο και αποκορυφώνει το γλέντι. Έχει γίνει
πια τυπική έκφραση του συμποσίου των κλεφτών με γυναίκα --αδιάφορο αν
ήρωας του τραγουδιού δεν είναι πια ορισμένο άτομο, όπως στην αρχική
σύλληψη του τραγουδιού του Σκυλοδήμου, παρά γενικά οι κλέφτες. Η
παραλλαγή του 'Λελέκου' (Επιδόρπιο σ.29), που τη έχει ξεσηλώσει
απείραχτη ο Πολίτης στο τραγούδι αυτό των «Εκλογών» δεν αποκορυφώνει τη
διασκέδαση με το επεισόδιο της Γκόλφως, όπως άλλαξε το όνομα της Ρήνας,
παρά με τυπικές ορμήνειες του καπετάνιου στα παλληκάρια, και αυτό νομίζω
ξεμπροστίζει τον κατασκευαστή. Η γυναίκα στα κλέφτικα λημέρια δε
βρισκότανε κάθε μέρα, για να παρατρέξη ή να μνημονέψη ξερά την παρουσία
της ο ποιητής, παρά, σαν ασυνήθιστο πράμα, έπαιρνε την ανάλογη θέση στην
εσωτερική σύσταση του τραγουδιού. Με την περίσταση αυτή μου έρχεται στο
νου το τέλος της παραλλαγής του Αραβαντινού (113,137):
Κέρνα μας, κόρη, κέρνα μας για να πιούμε
κι εμείς θα σ' απολύσωμε να πας στα γονικά σου.
-Τόσες βολές σας κέρασα και λευτεριά δεν είδα».
Αυθαίρετα ο κατασκευαστής άλλαξε τους σχετικούς στίχους του τραγουδιού
του Σκυλοδήμου, για να ταιριάξη η καινούργια απόκριση της σκλάβας, που
έχει σχεδιασθή χοντρά και κακότεχνα απάνω στην απόκριση του σκλάβου του
Ακριτικού τραγουδιού «η Αρπαγή της γυναίκας του Ακρίτη»:
Πόσες φορές τραγούδησα και λευτεριά δεν είδα. (Passow 448. Tommaseo σ.152)
Με την απόκριση του Αραβαντινού άδειασε η συγκίνηση της ψυχής και πεζότατη ομιλία αναπλήρωσε την ποίηση του επεισοδίου.
Πηγή: http://www.myriobiblos.gr/afieromata/dimotiko/txt_apostolakis.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου