Ιστορικά τραγούδια
«Λέγοντες δημώδη ιστορικά τραγούδια,
εννοούμεν άσματα εκπηγάσαντα αμέσως
εξ ιστορικών γεγονότων ή περιστάσεων
και προωρισμένα να τραγουδούνται
υπό του λαού».
9
ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ
(1819)[Η Πάργα τελευταία των πόλεων της Στερεάς και της Πελοποννήσου υπεδουλώθη εις τους Τούρκους. Ταχθείσα από των αρχών του ΙΕ' αιώνος υπό την προστασίαν των Ενετών, μετά την κατάλυσιν της Ενετικής πολιτείας περιήλθε μετά των Ιονίων νήσων εις την κατοχήν των Γάλλων. Αλλά τω 1814 παρεδόθη εις τους Άγγλους, οίτινες βραχύν μόνον χρόνον την εκράτησαν, απεμπολήσαντες αυτήν εις τους Τούρκους τω 1817. Προ της παραδόσεως αυτής, συντελεσθείσης την 28 Απριλίου 1819, οι Παργινοί, εις τετρακισχιλίους ανερχόμενοι, κατέλιπον την πατρίδα των, αφού προηγουμένως ανασκάψαντες τους πατρώους τάφους συνήθροισαν τα οστά και τα έκαψαν εις την πλατείαν της αγοράς δια να μη βεβηλωθούν υπό των Αλβανών].
Α'Μαύρο πουλάκι, πόρχεσαι από τ' αντίκρυ μέρη,
πες μου τί κλάψαις θλιβεραίς, τι μαύρα μοιρολόγια
από την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν;
Μήνα την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει;
-Δεν την επλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δεν την καίει
-Τους Παργινούς επούλησαν σα γίδια, σα γελάδια,
κι' όλοι 'ς την ξενιτειά θα παν να ζήσουν οι καϊμένοι.Τραυούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τάσπρα τους στήθια, μοιριολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια, παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν ταις εκκλησιαίς τους.
Βλέπεις εκείνη τη φωτιά, μαύρο καπνό που βγάνει;
Εκεί καίγονται κόκκαλα, κόκκαλα αντρειωμένων, που την Τουρκιά τρομάξανε και το βεζίρη κάψαν.
Εκεί ναι κόκκαλα γονιού, που το παίδι τα καίει, να μην τα βρούνε οι Λιάπηδες, Τούρκοι μην τα πατήσουν.
Ακούς το θρήνο τον πολύν, οπού βογγούν τα δάση,
και το δαρμό πού γίνεται, τα μαύρα μοιρολόγια;
Είναι π' αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα,
φιλούν τοις πέτραις και τη γη κι' ασπάζονται το χώμα.
Β'
Τρία πουλιά απ' την Πρέβεζα διαβήκανε 'ς την Πάργα, τό να κυττάει την ξενιτειά, τάλλο τον Άη Γιαννάκη, το τρίτο το κατάμαυρο μοιριολογάει και λέει.
"Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσιά σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ' ενίκησε με τα πολλά τασκέρια.
Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το Παργινό τουφέκι,
κ' οι Λιάπηδες δεν ήθελαν νά ρτουν να πολεμήσουν.
Είχες λεβένταις σα θεριά, γυναίκες αντρειωμέναις,
πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Τάσπρα πουλήσαν το Χριστό, τάσπρα πουλούν και σένα."Πάρτε, μαννάδες, τα παιδιά, παπάδες τους αγίους. Άστε, λεβένταις, τάρματα κι' αφήστε το τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, όλα σας τα κιβούρια, και ταντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε του γονιού σας Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν.
10
ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ 21
Α'Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν ταηδόνια,
κρυφά το λέει ο γούμενος από την άγια Λαύρα.
"Παιδιά, για μεταλάβετε, για ξεμολογηθήτε,
δεν εϊν’ ο περσινός καιρός κι' ο φετεινός χειμώνας.
Μας ήρθε γη άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους.
Να διώξουμ' όλη την Τουρκιά ή να χαθούμε ούλοι".
Β'Ένα μικρό καράβι μαζώνει τα παννιά,
ανοίγει την παντιέρα και πόλεμο ζητά.
Ζητά τον άγιο Τάφο και την Άγια Σοφιά.
Κι' ακόμα θα ζητήση τον Πατριάρχη μας,
οπού τον εκρεμάσαν για το ινάτι μας.Καμπάναις θα χτυπήσουν πάν’ 'ς τα καμπαναρειά,
να σκάσουν οι χοτζάδες απάνου 'ς τα τζαμιά.
Κι' όσοι Χριστόν πιστεύουν και τον δοξάζουνε,
τον Τούρκο λογαριάζουν να τον μοιράζουνε.
ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
(24 Απριλίου 1821)Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά 'ς τη Χαλκουμάτα,
το να τηράει τη Λιβαδιά και τάλλο το Ζιτούνι, το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει.
"Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
-Νούδ' ο Καλύβας έρχεται, νούδ' ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες".
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε, πολύ του κακοφάνη.
Ψιλή φωνή νεσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
"Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια, δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τοις χούφταις γλήγορα και να πιάσουμε κάτω 'ς την Αλαμάνα, που ναι ταμπούρια δυνατά κι’ όμορφα μετερίζια".
Παίρνουνε ταλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
'ς την Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
"Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθητε,
σταθήτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε".
Ψιλή βροχούλα νέπιασε κ' ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια νέκαμαν τα τρία αράδα αράδα,
Έμεινε ο Διάκος 'ς τη φωτιά με δεκοχτώ λεβένταις.
Τρεις ώραις επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι' ανάψαν τα τουφέκια, κι' ο Διάκος εξεσπάθωσε και ‘ς τη φωτιά χουμάει, ξήντα ταμπούρια χάλασε κ' εφτά μπουλουκμπασίδες.
Και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ' τη χούφτα και ζωντανό τον έπιασαν και 'ς τον πασά τον πάνουν, χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι’ ο Ομέρ Βρυόνης μυστικά 'ς το δρόμο τον ερώτα.
"Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' άλλαξης, να προσκυνήσης 'ς το τζαμί, την εκκλησιά ν' αφήσης;"
Κ' εκείνος τ' αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι.
"Πάτε και σεις κ' η πίστη σας, μουρτάταις, να χαθήτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν' αποθάνω.
Α θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάση ο Οδυσσεύς και ό Θανάσης Βάγιας".
Σαν τ' άκουσε ο Χαλίλ μπέης αφρίζει και φωνάζει.
"Χίλια πουγγιά σας δίνω γω κι' ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήση την Τουρκιά κι' όλο μας το ντοβλέτι".
Το Διάκο τότε παίρνουνε και 'ς το σουβλίι τον βάζουν,
ολόρτο τον εστήσανε κι' αυτός χαμογελούσε, την πίστη τους τους ύβριζε, τους έλεγε μουρτάταις.
"Σκυλιά κι' α με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη.
Ας είν' ο Όδυσσεύς καλά κι' ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι' όλο σας το ντοβλέτι".
12
ΟΙ ΛΑΛΙΩΤΙΣΣΑΙΣ
(1821)[Οι υπερήφανοι, γενναίοι και σκληροί Αλβανοί του Λάλα, τερπνής πολίχνης επί του όρους Φολόης (εν τω νυν δήμω Ολυμπίων της Ηλείας), οι απηνώς καταδυναστεύοντες τους περιοικούντας Έλληνας, πολιορκηθέντες υπό τρισχιλίων περίπου Πελοποννησίων και Επτανησίων, κατόρθωσαν την 22 Ιουνίου 1821, προσελθόντος εις επικουρίαν αυτών του Ιουσουφ πασά των Πατρών μετά 700 ιππέων, να διασωθώσι μετά των οικογενειών των εις Πάτρας. Κατά την άναχώρησίν των ενέπρησαν την πολίχνην και τα πλείστα των δυσμετακομίστων πραγμάτων αυτών, ώστε ελάχιστα απέμειναν προς λαφυραγωγίαν εις τους εισελθόντας ύστερον εις του Λάλα Έλληνας, πάντως δε πολύ ολίγαι θα ηχμαλωτίσθησαν Λαλιώτισσαι, ων τα παθήματα διατραγωδεϊ το κάτωθι:
Του Λάλα με τα κρύα νερά, με τοις βαρειαίς κυράδες,
με τοις τραναίς αρχόντισσαις, τοις καλομαθημέναις,
που δεν καταδεχόντανε τη γης να την πατήσουν,
πoφόρηγαν χρυσά σκουτιά και κόκκινα σαλβάρια,
και τώρα πώς κατάντησαν κοπέλλαις ‘ς τους ραγιάδες!
Φέρνουν βαρέλια με νερό και ξύλα ζαλωμέναις,
νάχουν οι Έλληνες νερό, φωτιά να πυρωθούνε.
Και η μια την άλλη έλεγανε και η μια την άλλη λένε.
Τί να 'ν' κείνα που φαίνονται, τί να 'ν' εκείνα π' ερχώνται;
Μηνά ειν' μπαϊράκια τούρκικα, μην τά στειλε ο πασάς μας;
Δεν ειν' μπαϊράκια τούρκικα, δεν τα στείλε ό πασάς μας, παρά ειν' μπαϊράκια κλέφτικα, κ' είναι των Πλαπουταίων".
Κλαίνε μανούλαις για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες, κλαίει και μια χανούμισσα για το μοναχογιό της.
Πηγή : http://www.myriobiblos.gr/afieromata/dimotiko/txt_istorika_next.html#1
http://pirforosellin.blogspot.gr/ -
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον
αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος (link). Νόμος
2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή
εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν
υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα
αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην
συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ,
ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των
συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου