Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017

«Ρουμ Μιλέτ»: Σύντομη αναφορά στην ιστορία των Ορθοδόξων κοινοτήτων υπό την Οθωμανική κυριαρχία (1453-1821)(μέρος 1ο), του Steven Runciman - "Rum Mill": Short reference to the history of the Orthodox communities under the Ottoman rule (1453-1821) (part 1) by Steven Runciman - "Rum Mill": breve riferimento alla storia delle comunità ortodosse sotto il dominio ottomano (1453-1821) (parte 1) di Steven Runciman - "Ron Mill": breve referencia a la historia de las comunidades ortodoxas bajo el gobierno otomano (1453-1821) (parte 1) por Steven Runciman - «Ром Милл»: Краткая ссылка на историю православных общин под властью Османской империи (1453-1821) (часть 1) Стивена Рунсимана




«Ρουμ Μιλέτ»: Σύντομη αναφορά στην ιστορία των Ορθοδόξων κοινοτήτων υπό την Οθωμανική κυριαρχία (1453-1821)(μέρος 1ο) του Steven Runciman

Η απώλεια της ελευθερίας είναι η σκληρότερη μοίρα για ένα λαό. Για τους Έλληνες, η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 ήταν μια τραγωδία χωρίς προηγούμενο, που σημάδεψε το τέλος του Βυζαντίου, της χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής, και την αρχή της σκλαβιάς.
Κείμενο: Steven Runciman*
Όπως αποδεικνύει εκ των υστέρων η ιστορία, το Βυζάντιο ήταν καταδικασμένο, βαρύτατα άρρωστο για να μπορέσει να αναρρώσει. Ακόμη και αν οι ηρωικοί υπερασπιστές της πόλης είχαν κατορθώσει το 1453 να αναγκάσουν τους Τούρκους να άρουν την πολιορκία, θα επιτύγχαναν μόνο μια μικρή ανάπαυλα. Οι Τούρκοι σύντομα θα επιχειρούσαν μια ακόμη έφοδο. ‘Aραγε η χαριστική βολή την οποία κατέφεραν εναντίον του Βυζαντίου αποτελούσε όντως μια τόσο μεγάλη καταστροφή; Ο ελληνικός κόσμος ήταν ήδη διασπασμένος· και οι Έλληνες που ζούσαν υπό ξένη κυριαρχία, τουρκική η ιταλική, ήταν περισσότεροι από αυτούς που ζούσαν ελεύθεροι. Μήπως ήταν καλύτερα να υποταχθούν σε μια δύναμη που θα τους επανένωνε, ακόμη και υπό συνθήκες σκλαβιάς; Ποια ήταν η εναλλακτική λύση;
Υπήρχαν κάποιοι στο Βυζάντιο που έλπιζαν ότι οι Δυτικές Δυνάμεις θα μπορούσαν να επέμβουν για να σώσουν τη χριστιανική Αυτοκρατορία. Οι Δυτικοί όμως θα ήθελαν να συνεργαστούν; Και αν ναι, θα ήταν αποτελεσματικοί; Οι ονομαζόμενες Σταυροφορίες της Νικοπόλεως και της Βάρνας είχαν καταδείξει ότι τα στρατεύματα τους δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τον ικανότατο και εκσυγχρονισμένο τουρκικό στρατό. Επιπλέον, η δυτική βοήθεια θα ερχόταν μόνο αν η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης υποτασσόταν στην εξουσία της Εκκλησίας της Ρώμης. Μερικοί αξιωματούχοι θεωρούσαν ότι άξιζε να πληρωθεί ένα τέτοιο τίμημα· και αρκετοί διανοούμενοι πίστευαν ότι ο βυζαντινός πολιτισμός θα έπρεπε να συγχωνευθεί με τον δυτικό. Αλλά ο μέσος Βυζαντινός, με ζωντανές τις αναμνήσεις του 1204, δεν θα ανεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο. Αν το Βυζάντιο έμελλε να χαθεί, ας χανόταν με την Ορθοδοξία του αλώβητη (1). Πολλοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι η Αυτοκρατορία τους ήταν καταδικασμένη, αλλά, θεοσεβούμενοι καθώς ήταν, αντιμετώπιζαν αυτή την προοπτική ως τιμωρία για τα αμαρτήματα και τις αποστασίες τους. Επιπλέον, ήταν ένας αιώνας χιλιαστικών ιδεών. Η επερχόμενη καταστροφή ήταν η αρχή της βασιλείας του Αντίχριστου, που την ακολουθούσε ο Αρμαγεδών και το τέλος του κόσμου. Αυτό το τελευταίο γεγονός, κατά γενική πεποίθηση, θα συνέβαινε επτά χιλιάδες χρόνια μετά τη δημιουργία του, την οποία οι σ οφοί τοποθετούσαν στο 5508 π.Χ. Ίσως είχαν δίκιο. Η απλή αριθμητική δείχνει ότι σύμφωνα μ’ αυτούς τους υπολογισμούς ο κόσμος τελείωνε το 1492, τη χρονιά που ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική (2).
Υπήρχαν ελάχιστοι Βυζαντινοί, όπως ο ιστορικός Κριτόβουλος, που πίστευαν ότι η μόνη λύση για τον ελληνικό λαό ήταν να αποδεχθεί την εξουσία του Σουλτάνου (3).
The Battle of Agincourt, 15th-century miniature
Ωστόσο, την κρίσιμη στιγμή οι πολίτες της Κωνσταντινούπολης, ό,τι και να σκεφτόταν ο καθένας τους, ενώθηκαν σαν ένας άνθρωπος σε μια γενναία, απελπισμένη προσπάθεια να διαφυλάξουν την ελευθερία τους. Πολέμησαν μάταια. Περί τα τέλη Μαΐου του 1453 η πόλη βρισκόταν στα χέρια του κατακτητή σουλτάνου, του Μεχμέτ Β’.
Ο Μεχμέτ Β’ ήταν ένας αξιόλογος νέος άνδρας- πολύ ικανός, διορατικός για την ηλικία του, μυστικοπαθής και πονηρός· στηριζόταν στις δικές του δυνάμεις, δεν εμπιστευόταν κανέναν και ήταν ανελέητος όταν το αποφάσιζε. Ταυτόχρονα όμως εκτιμούσε την πνευματική καλλιέργεια, αγαπούσε τη φιλοσοφία και τις τέχνες και ενδιαφερόταν πραγματικά για τη γενική ευημερία των υπηκόων του. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένας άγριος ανατολίτης τύραννος, άλλα μάλλον να συγκρίνεται με τους Ιταλούς πρίγκιπες της εποχής του ή με μονάρχες όπως ο Ερρίκος Η’ της Αγγλίας. Δεν έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τους Έλληνες. Είχε μεγαλώσει σε μια περίοδο κατά την οποία η Κωνσταντινούπολη, αν και παρακμασμένη πολιτικά, παρέμενε ακόμη ένα αναγνωρισμένο πολιτιστικό κέντρο. Είναι μάλλον βέβαιο ότι μιλούσε και διάβαζε ελληνικά· και η ελληνική φιλοσοφία τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Κατακτώντας τη Βασιλεύουσα, άρχισε να βλέπει τον εαυτό του ως διάδοχο των αυτοκρατόρων. Εξουδετέρωσε, βέβαια, χωρίς οίκτο κάθε εξέχοντα λαϊκό, αλλά εφεξής ήταν έτοιμος να προσφέρει στους Έλληνες υπηκόους του μια, κατοχυρωμένη νομικά, θέση στο νέο κράτος (4).
Ήταν ωστόσο αναγκαίο να οργανώσει τις χριστιανικές κοινότητες στο πλαίσιο των οθωμανικών κτήσεων. Στο παρελθόν, όταν οι χριστιανικές πόλεις κυριεύονταν και οι λαϊκοί αξιωματούχοι αποπέμπονταν, ο χριστιανικός πληθυσμός απέμενε ακέφαλος, με μόνη εξαίρεση τον τοπικό επίσκοπο. Αυτός διοριζόταν από τις αρχές της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες φρόντιζαν με κάθε τρόπο να παραμείνει στη θέση του· οι Τούρκοι πολλές φορές δεν του επέτρεπαν καν να μεταβεί στην επισκοπή του. Αν το κατόρθωνε, δεν διέθετε επίσημη ιδιότητα υπό την οποία θα μπορούσε να συναντά τον Τούρκο κυβερνήτη και να συναλλάσσεται μαζί του. Τώρα όλα αυτά θα μπορούσαν να διευθετηθούν. Στην Ανατολή η εθνική ταυτότητα εθεωρείτο συνήθως συνώνυμη της θρησκείας. Οι χριστιανοί, ανάλογα με τις διάφορες αιρέσεις τους, μαζί με τους Ιουδαίους και τους οπαδούς του Ζωροάστρη σχημάτιζαν αυτοδιοικούμενες κοινότητες μέσα στο κράτος, σύμφωνα με το σύστημα των μουσουλμάνων χαλίφηδων, οι οποίοι ακολουθούσαν την οργάνωση που είχαν υιοθετήσει πρώτοι οι Πέρσες βασιλείς. Κάθε κοινότητα είχε τον δι-ό της θρησκευτικό ηγέτη, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης και την τακτική πληρωμή των φόρων και φρόντιζε να μην εμφανίζονται φαινόμενα απειθαρχίας προς τους κυβερνώντες. Ο Μεχμέτ Β’ επεξέτεινε αυτό το σύστημα σε όλη την Αυτοκρατορία. Επικεφαλής των ορθόδοξων κοινοτήτων στην οθωμανική επικράτεια ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Αυτός θα αποτελούσε την κεφαλή του Ρουμ Μιλετί, του Ορθόδοξου Έθνους (5).
Jean Baptiste Vanmour Prozession des Sultans in Istanbul
Ωστόσο, πατριάρχης δεν υπήρχε εκείνη την εποχή στην Κωνσταντινούπολη. Ο τελευταίος πατριάρχης, ο Γρηγόριος Μάμμας, είχε ευνοήσει την ένωση με τη Ρώμη και είχε δημιουργήσει τόσες αντιπάθειες, ώστε το 1451 διέφυγε στην Ιταλία -μια κίνηση που ερμηνεύθηκε ως παραίτηση. Ο Σουλτάνος πήρε τις απαραίτητες πληροφορίες και αποφάσισε ότι ο καλύτερος γι’ αυτή τη θέση ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος, ένας κορυφαίος μελετητής του Αριστοτέλη. Είχε παρευρεθεί στην Ενωτική Σύνοδο της Φλωρεντίας και εκεί είχε υποστηρίξει την ένωση με τη Ρώμη, αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη: αποσύρθηκε σε μοναστήρι υπό το όνομα Γεννάδιος και έγινε ηγέτης των ανθενωτικών. Ήταν ωστόσο δύσκολο να εντοπιστεί. Τέλος, αποκαλύφθηκε ότι είχε συλληφθεί αμέσως μετά την ‘Aλωση της πόλης και είχε πουληθεί σε έναν πλούσιο Τούρκο από την Αδριανούπολη, ο οποίος, αμήχανος απέναντι σε έναν τόσο μορφωμένο σκλάβο, τον αντιμετώπιζε σαν φίλο. Ο Γεννάδιος ανέκτησε την ελευθερία του και οδηγήθηκε μπροστά στον Σουλτάνο. Πριν όμως αποδεχθεί το Πατριαρχείο, επεξεργάστηκε μαζί με τον Σουλτάνο τις συνθήκες υπό τις οποίες επρόκειτο να διακυβερνηθεί η Εκκλησία και όλο το ορθόδοξο μιλέτι (6).
Σύμφωνα με τους όρους που συνομολογήθηκαν μεταξύ τους, ο Πατριάρχης από κοινού με την Ιερά Σύνοδο είχε απόλυτο έλεγχο όλου του εκκλησιαστικού οικοδομήματος. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Πατριάρχης ποτέ δεν ήταν κάτι παραπάνω από πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, η οποία τον εξέλεγε επισήμως και μπορούσε με ομόφωνη ψήφο να τον εκθρονίσει, αν αποδεικνυόταν ανίκανος για το αξίωμα του η είχε εκλεγεί αντικανονικά. Στην πράξη, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ο Αυτοκράτορας είχε την εξουσία -την οποία και ασκούσε – να διορίζει τον υποψήφιο για το Πατριαρχείο και μπορούσε να πιέσει για την εκθρόνιση του· και η Σύνοδος σπανίως τολμούσε να παραβεί τις επιθυμίες του ηγεμόνα. Ο Σουλτάνος ασφαλώς θα ήθελε να ασκεί ανάλογη επιρροή, σε περίπτωση που επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Κανένας επίσκοπος δεν μπορούσε να διοριστεί η να αποπεμφθεί παρά μόνο με την άδεια του Πατριάρχη και της Συνόδου· αλλά οι επισκοπικοί διορισμοί έπρεπε να επικυρώνονται από τον Σουλτάνο, όπως κατά το παρελθόν από τον Αυτοκράτορα. Μόνο τα πατριαρχικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία επί των επισκόπων. Οι αρχές δεν μπορούσαν να συλλάβουν κανέναν επίσκοπο χωρίς την έγκριση του Πατριαρχείου.
Όλα αυτά συνέβαιναν σύμφωνα με την παράδοση. Το καινούριο ήταν πως ο Πατριάρχης αποτελούσε τον αρχηγό του ορθόδοξου λαού. Ήταν ο εθνάρχης, η κεφαλή του μιλετιού. Αν ο λαός δεν πειθαρχούσε και δεν πλήρωνε τους φόρους του, ο Πατριάρχης ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος. Και αυτοί οι φόροι ήταν επαχθείς, επειδή θεωρητικά οι μη μουσουλμάνοι έπρεπε να πληρώσουν για να εξαιρεθούν -στην πραγματικότητα να αποκλεισθούν- από τη στρατολόγηση στις δυνάμεις του Σουλτάνου. Οι φόροι συγκεντρώνονταν από τον επικεφαλής της κοινότητας λαϊκό· καθήκον της Εκκλησίας ήταν να τον επιτιμήσει αν δεν ανταποκρινόταν εγκαίρως και πλήρως στο καθήκον του αυτό. Στη σχέση ανάμεσα στο λαό και τον κλήρο εδημιουργούντο συχνά τριβές, κυρίως επειδή οι κληρικοί ήταν απαλλαγμένοι από την υποχρέωση να πληρώνουν φόρους. Στην πραγματικότητα όμως ο κλήρος δεν ήταν εντελώς απαλλαγμένος από αυτή την υποχρέωση. Συχνά υποδεικνυόταν στους ιερείς ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν οικειοθελώς ένα ποσό για το ταμείο του Σουλτάνου -και δεν ήταν φρόνιμο να αγνοήσει κανείς μια τέτοια υπόδειξη. Ταυτόχρονα ο Πατριάρχης μπορούσε να επιβάλλει στο ποίμνιο του όσους φόρους επιθυμούσε· και χρειάζονταν τεράστια χρηματικά ποσά, για να μπορέσει η διοίκηση να λειτουργεί ομαλά.
Τα πατριαρχικά δικαστήρια επί αιώνες απασχολούνταν με υποθέσεις που είχαν σχέση με τη θρησκεία -όχι μόνο με ζητήματα αιρέσεων ή εκκλησιαστικής πειθαρχίας αλλά και γάμων ή διαζυγίων, κηδεμονιών ανηλίκων, διαθηκών και διαδοχής,- τις οποίες αντιμετώπιζαν σύμφωνα με το βυζαντινό κανονικό δίκαιο, που απέρρεε από τους θρησκευτικούς κανόνες. Τώρα όμως έπρεπε να αναλάβουν και τις αστικές υποθέσεις των μελών του μιλετιού, εφαρμόζοντας τους ρωμαιοβυζαντινούς νομικούς κώδικες και ανατρέχοντας σε ένα όλο και αυξανόμενο σώμα εθιμικού δικαίου. Οι κατηγορούμενοι μπορούσαν να κάνουν έφεση σε τουρκικό δικαστήριο ή να ζητήσουν η υπόθεση να εκδικασθεί πρωτοβάθμια ενώπιον τούρκικου δικαστηρίου· αλλά καθώς τέτοια δικαστήρια λειτουργούσαν με αργούς ρυθμούς, ήταν ακριβά, συχνά διεφθαρμένα, και δίκαζαν σύμφωνα με το Κοράνι, κανένας Έλληνας δεν εμφανιζόταν ενώπιον τους, εκτός και αν είχε ισχυρούς Τούρκους φίλους. Τα πατριαρχικά δικαστήρια θεωρούνταν σε σημαντικό βαθμό αδιάφθορα. Πάντως, ποινικές και αστικές υποθέσεις με διαδίκους Έλληνα και Τούρκο εκδικάζονταν από τα τουρκικά δικαστήρια (7).
Αμφίβολο είναι αν αυτή η ρύθμιση έγινε ποτέ γραπτός νόμος. Καθώς συμφωνούσε σε γενικές γραμμές με τον παραδοσιακό θεσμό του μιλέτ, που λειτουργούσε στο πλαίσιο του μουσουλμανικού κράτους, ίσως δεν είχε θεωρηθεί απαραίτητο να καταγραφεί. Οι ιστορικές ενδείξεις φανερώνουν ότι είχε γίνει αποδεκτή, ενώ τα διασωθέντα ως τις μέρες μας μπεράτια -που κάθε επίσκοπος έπαιρνε από τον Σουλτάνο κατά την εκλογή του, και τα οποία καθόριζαν τα προνόμια και τα καθήκοντα του- αποτελούν μια ακόμη πρόσθετη μαρτυρία. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι ο Σουλτάνος υπέγραψε δύο συγκεκριμένα έγγραφα. Το πρώτο ήταν ένα φιρμάνι που αφορούσε τον Γεννάδιο και εγγυόταν στον Πατριάρχη το «απαραβίαστο, το αφορολόγητο και το αμετακίνητο», του εξασφάλιζε ότι δεν θα καθαιρεθεί παρά μόνο με την ομόφωνη απόφαση της Συνόδου, και του έδινε το δικαίωμα μεταβίβασης αυτών των προνομίων στους διαδόχους του. Στο φιρμάνι ενδέχεται επίσης να αναφερόταν και το ειδικό δικαίωμα του Πατριάρχη να ιππεύει, μόνος μεταξύ των χριστιανών, άλογο. Οι ομόθρησκοι του μπορούσαν να χρησιμοποιούν μόνο γαϊδούρια ή, στην καλύτερη περίπτωση, μουλάρια.
Το άλλο έγγραφο αποτελούσε γραπτή υπόσχεση ότι οι εκκλησιαστικές συνήθειες οι σχετικές με τους γάμους και τις κηδείες θα επικυρώνονταν νόμιμα, ότι η εορτή του Πάσχα θα αναγνωριζόταν επίσημα, ότι οι χριστιανοί θα απολάμβαναν ελευθερία κινήσεων κατά τη διάρκεια του τριήμερου εορτασμού του Πάσχα, και ότι δεν θα μεταβάλλονταν σε τζαμιά άλλες εκκλησίες. Δυστυχώς, εβδομήντα περίπου χρόνια αργότερα, όταν το έγγραφο αναζητήθηκε για να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να ανασταλεί η μετατροπή μιας εκκλησίας σε τζαμί, διαπιστώθηκε ότι είχε καταστραφεί σε μια πυρκαγιά του Πατριαρχείου (8).
Η τακτοποίηση του θεσμικού πλαισίου επέτρεπε πλέον στον Γεννάδιο να αποδεχθεί το αξίωμα του Πατριάρχη. Πιθανότατα εξελέγη από τους ιεράρχες εκείνους οι οποίοι συναποτελούσαν την Ιερά Σύνοδο. Στη συνέχεια, στις 6 Ιανουαρίου 14 54 έγινε δεκτός σε ακρόαση από τον Σουλτάνο, ο οποίος του ενεχείρισε τα διακριτικά του αξιώματος του, τα άμφια, την ποιμαντορική ράβδο και το εγκόλπιο. Ο γνήσιος σταυρός είχε χαθεί ή, το πιθανότερο, είχε υπεξαιρεθεί από τον πρώην πατριάρχη Γρηγόριο Μάμμα, όταν ο τελευταίος είχε καταφύγει στην Ιταλία. Έτσι, ο ίδιος ο Μεχμέτ Β’ πρόσφερε στον Γεννάδιο έναν επάργυρο σταυρό. Χειροτονώντας τον, μάλιστα, πρόφερε λέξεις παρεμφερείς με αυτές που χρησιμοποιούσαν οι χριστιανοί αυτοκράτορες: «’ σο Πατριάρχης, τύχ γαθ. σο βέβαιος γιά τή φιλία μας. ς πολαύσεις λα τά προνόμια τν προκατόχων σου πατριαρχν ».
Ένα προνόμιο δεν μπορούσε ωστόσο να απολαύσει ο Γεννάδιος: δεν θα μπορούσε να χειροτονηθεί στη μεγάλη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, γιατί ο ναός είχε μετατραπεί σε τζαμί. Οδηγήθηκε λοιπόν στους Αγίους Αποστόλους, τη δεύτερη σε μέγεθος εκκλησία της πόλης, όπου ευλογήθηκε από τον μητροπολίτη Ηρακλείας -ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, έκανε τη χειροτονία- και τέλος ενθρονίστηκε. Εμφανίστηκε έφιππος σε ένα λευκό άλογο που του δώρισε ο Σουλτάνος και έκανε το γύρο της πόλης. Επιστρέφοντας, εγκατέστησε το σπίτι και τα γραφεία του στα οικοδομήματα που εφάπτονταν της εκκλησίας, φέρνοντας μαζί του ένα πλούσιο δώρο από χρυσάφι, προσφορά του Σουλτάνου (9).
Γενικά, και αφού η φρίκη της λεηλασίας της πόλης κόπασε, η συμπεριφορά που αντιμετώπισαν οι Έλληνες δεν ήταν τόσο άσχημη όσο αναμενόταν. Ο Κατακτητής έδειχνε πρόθυμος να τους δει ικανοποιημένους και ευημερούντες και να επιδείξει σεβασμό προς την Εκκλησία τους. Αποφασισμένος να αναζωογονήσει την Κωνσταντινούπολη, μετακίνησε στην πόλη, γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό, πληθυσμούς από άλλες περιοχές της επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων και πολλών Ελλήνων της Ανατολής. Οι πληθυσμιακές μετακινήσεις που γίνονται δια της βίας δεν είναι ποτέ ευχάριστες- πολλοί από τους Έλληνες αυτούς ωστόσο προέρχονταν από περιοχές όπου οι Τούρκοι υπερείχαν μόνο αριθμητικά, αλλά έτρεφαν εχθρικά αισθήματα απέναντι τους. Η μετοίκηση τους στην Πόλη δεν τους ήταν δυσάρεστη, γιατί τους δινόταν η ευκαιρία να εγκατασταθούν σχετικά άνετα, να συνεχίσουν τις ενασχολήσεις τους με κάποια ασφάλεια και να εκκλησιάζονται απρόσκοπτα. Ακόμη και στις επαρχίες οι Έλληνες απολάμβαναν τώρα μεγαλύτερη ασφάλεια· και σε περιοχές όπως η Ελλάδα, όπου οι Τούρκοι αποτελούσαν μια ισχνή μειοψηφία, υπήρχε μεγαλύτερη άνεση απ’ ό,τι κατά τους προηγούμενους, ταραγμένους αιώνες. Επιπλέον, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθούσε να επεκτείνεται, ο ελληνικός κόσμος γρήγορα θα ενωνόταν, εκτός από τα νησιά του Ιονίου, την Κύπρο και την Κρήτη, όπου κυρίαρχοι ήταν ακόμη οι Ενετοί· σύντομα, βέβαια, οι Τούρκοι θα καταλάμβαναν την Κύπρο και την Κρήτη, απαλλάσσοντας έτσι τους Έλληνες από τη μισητή κυριαρχία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας (10).
Η κατάσταση θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερη, ωστόσο οι δυσκολίες ήταν πολλές. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να αποδεχθούν το γεγονός ότι τώρα ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ήταν υποχρεωμένοι να φορούν ένα χαρακτηριστικό ένδυμα, και οι λαϊκοί δεν επιτρεπόταν να τρέφουν γενειάδες. Σε περίπτωση αντιδικίας με τους Τούρκους είχαν ελάχιστες πιθανότητες να δικαιωθούν. Ακόμη και ένα ευνοϊκό γι’ αυτούς σουλτανικό διάταγμα μπορούσε να ακυρωθεί από τα μουσουλμανικά δικαστήρια ως αντιτιθέμενο στο νόμο του Κορανίου. Παρ ‘ όλα αυτά, η καλή διάθεση του Σουλτάνου μετρούσε ακόμη. Ο Κατακτητής, αφού κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους ηγέτες των Ελλήνων, έγινε μεγαλόθυμος απέναντι τους. Αλλά ο γιος και κληρονόμος του Βαγιαζήτ Α’ είχε ανδρωθεί σε μια περίοδο κατά την οποία το βυζαντινό πνευματικό μεγαλείο είχε αρχίσει πια να βουλιάζει στη λήθη. Ο ίδιος δεν ήταν διανοούμενος και έβλεπε τους Έλληνες σαν υποτελείς τους οποίους δεν άξιζε να σέβεται. Ο γιος του Σελήμ Α’ απεχθανόταν τους χριστιανούς τόσο, που άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να τους αναγκάσει να αλλαξοπιστήσουν και να προσχωρήσουν συνολικά στο μωαμεθανισμό. Όταν του υπέδειξαν πως κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά αδύνατο, απαίτησε να παραδώσουν τουλάχιστον όλες τις εκκλησίες τους στους Τούρκους. Τρομοκρατημένος ο Μεγάλος Βεζύρης προειδοποίησε τον Πατριάρχη, ο όποιος, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων, κατόρθωσε να παρουσιάσει δύο ογδοντάχρονους γενιτσάρους, οι οποίοι ορκίστηκαν στο Κοράνι ότι είχαν δει με τα μάτια τους τον Κατακτητή να δέχεται τα κλειδιά διαφόρων συνοικιών της κατακτημένης πόλης, υποσχόμενος στους χριστιανούς ότι ως αντάλλαγμα θα μπορούσαν να διατηρήσουν τις εκκλησίες τους. Ο Σελήμ υποχώρησε.
Ο μεγάλος σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ή, όπως τον αποκαλούν οι Τούρκοι, Νομοθέτης (πέθανε το 1566) ήταν ένας δίκαιος και ευσυνείδητος ηγέτης, που σεβόταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Αλλά μετά το θάνατο του άρχισε η σήψη (11). Ελάχιστοι από τους σουλτάνους που τον διαδέχθηκαν διέθεταν πραγματικές ικανότητες. Αρκετοί διακεκριμένοι βεζίρηδες, βέβαια, όπως οι προερχόμενοι από την οικογένεια Κιοπρουλού ( Κö rp ü l ϋ), αντιμετώπισαν με ακλόνητη εντιμότητα τις μειονότητες. Συνήθως όμως κανείς δεν επενέβαινε, αν οι τοπικοί κυβερνήτες ή άλλοι αξιωματούχοι ασκούσαν καταπίεση. Ανώτεροι αξιωματούχοι, αλλά και σουλτάνοι ακόμη, συνέχιζαν να μετατρέπουν εκκλησίες σε τζαμιά, με αποτέλεσμα μία μόνο εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Μαρία των Μογγόλων, να παραμείνει ως τις μέρες μας χριστιανική. Η εκκλησία διασώθηκε, επειδή ο Μεχμέτ ο Κατακτητής είχε υπογράψει ο ίδιος ένα φιρμάνι, με το οποίο εγγυόταν τη διατήρηση της, ανταμείβοντας έτσι τον ευνοούμενό του αρχιτέκτονα που την είχε κατασκευάσει (12).
Ο Γεννάδιος είχε επίγνωση των δυσκολιών. Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, την οποία ο Σουλτάνος του είχε παραχωρήσει, ήταν πολύ φτωχή, και η επιδιόρθωση της θα κόστιζε ακριβά. Επιπλέον, βρισκόταν σε μια περιοχή που είχε εποικιστεί από Τούρκους, οι οποίοι δεν ανέχονταν την ύπαρξή της. Μέσα σε ένα χρόνο την επέστρεψε στον Σουλτάνο, ο οποίος την κατεδάφισε και στη θέση της έκτισε ένα τζαμί. Ο Γεννάδιος τότε μετακόμισε στον μοναστηριακό ναό της Παμμακαρίστου. Οι καλόγριες μεταφέρθηκαν σε διπλανά κτίρια, και ο Πατριάρχης εγκατέστησε στη μονή την κατοικία και τα γραφεία του. Ο σουλτάνος Μεχμέτ Β’ συνήθιζε να τον επισκέπτεται εκεί για να συζητήσει μαζί του θεολογικά ζητήματα, προσέχοντας να μην μπαίνει ποτέ στην εκκλησία, από φόβο μήπως αργότερα οι Τούρκοι χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα την είσοδό του σ’ αυτήν και την αποσπάσουν από τους χριστιανούς: πράγμα που, παρά την προνοητικότητα του, ήταν αυτό ακριβώς που έκανε ο σουλτάνος Μουράτ Γ’ στα 1586. Το Πατριαρχείο υποχρεώθηκε τότε να δανειστεί τη μικρή εκκλησία του ‘Aγιου Δημητρίου Καναβού από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, μέχρις ότου, στις αρχές του επόμενου αιώνα, του επιτραπεί να κτίσει τη σημερινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, καθώς και γραφεία, στη συνοικία του Φαναριού, όπου τότε κατοικούσαν αποκλειστικά Έλληνες. Όπως και όλες οι εκκλησίες που κτίστηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ως τον 19ο αιώνα, ο Άγιος Γεώργιος δεν επιτρεπόταν να έχει τρούλο ορατό απέξω (13).
Δύο ήταν τα βαρύτατα φορτία που οι χριστιανοί έπρεπε να αντέξουν. Το πρώτο ήταν η πρακτική που οι Τούρκοι ονόμαζαν ντεβσιρμέ και οι Έλληνες παιδομάζωμα, και η οποία επέτρεπε στους Τούρκους να παίρνουν ένα παιδί από κάθε χριστιανική οικογένεια και να το αναθρέφουν σαν μουσουλμάνο, ώστε να υπηρετήσει ως γενίτσαρος είτε στις ένοπλες δυνάμεις είτε στη γραμματεία του Σουλτάνου είτε ως αρχιτεχνίτης, ανάλογα με τις ικανότητες του· και φυσικά, αποσπούσαν από τις οικογένειες εκείνο το παιδί που είχε τις λαμπρότερες προοπτικές. Μερικές φορές ο γενίτσαρος θυμόταν τη χριστιανική του οικογένεια και μπορούσε, αν δινόταν η ευκαιρία, να τη βοηθήσει με διάφορους τρόπους. Ο επιφανής βεζίρης του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ο Μεχμέτ Σοκουλλού ( S ö k ü l ϋ), Σέρβος και χριστιανός την καταγωγή, είχε πάρει στο σπίτι του τους χριστιανούς ανιψιούς του, και μερικές φορές έφθανε να τους συνοδεύει στις χριστιανικές λειτουργίες. A λλά τέτοιες περιπτώσεις ήταν σπάνιες (14).
Το δεύτερο φορτίο αφορούσε την εκπαίδευση. Οι τουρκικές αρχές δεν ευνοούσαν την ύπαρξη χριστιανικών σχολείων. Δεν αναμειγνύονταν, βέβαια, στις υποθέσεις της Πατριαρχικής Ακαδημίας της Κωνσταντινούπολης, η οποία ήταν περίφημη την εποχή των Παλαιολόγων, και έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας, συνεχώς ανανεούμενη και βελτιούμενη από προοδευτικούς πατριάρχες. Αλλά προσπάθειες δημιουργίας σχολείων ή ακαδημιών στις επαρχίες σπανίως επιτύγχαναν. Στην Ανατολή οι τοπικές αρχές έκλειναν τέτοια ιδρύματα σχεδόν αμέσως. Στις ευρωπαϊκές επαρχίες, όπου οι αξιωματούχοι ήταν, σε γενικές γραμμές, πιο ανεκτικοί, συνήθως διατηρούνταν έως ότου κάποιος καχύποπτος τοπικός άρχων εκτόξευε εναντίον τους την κατηγορία ότι υποθάλπουν ανατρεπτικές ενέργειες. Μια εξαίρετη ακαδημία ιδρύθηκε στην Αθήνα περί τα τέλη του 16ου αιώνα, αλλά έκλεισε γύρω στα 1615 για να επανιδρυθεί το 1717 περίπου. Επιβίωσε καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, μολονότι η αξιοπιστία και η φήμη της κατέπιπταν σταδιακά. Βραχύβιες ακαδημίες είδαν επίσης το φως στη Θεσσαλονίκη, την ‘Aρτα, το Ναύπλιο, τα Ιωάννινα και σε μερικά νησιά. Μια ακαδημία που ιδρύθηκε στο τέλος του 17 ου αιώνα είχε μεγάλο κύρος. Έξι πατριάρχες που χειρίστηκαν τις τύχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τον 18 ο αιώνα σπούδασαν εκεί. Ως τα τέλη του 17 ου αιώνα μπορούσε κανείς να λάβει καλή θεολογική εκπαίδευση στο ‘Aγιον Όρος. Αλλά στη συνέχεια οι μοναχοί έγιναν σκοταδιστές. Όταν το 1753 ο πατριάρχης Κύριλλος Ε’ προσπάθησε να ιδρύσει μιαν ακαδημία στον ‘Aθω, ο καθηγητής στον οποίο είχε αναθέσει αυτό το καθήκον, ο Ευγένιος Βούλγαρης, τόσο πολύ τρόμαξε τους καλόγερους με τις νεωτεριστικές προτιμήσεις του στη γερμανική φιλοσοφία, ώστε αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή εγκαταλείποντας τις μονές και σώζοντας, από καθαρή τύχη, τη ζωή του. Στα Ιόνια νησιά, υπό την ενετική κυριαρχία, υπήρχαν μερικά καλά σχολεία στην Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο. Όμως τα παιδιά που προέρχονταν από τις τουρκικές επαρχίες δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στα σχολεία αυτά (15).
Η Βενετία προσφερόταν περισσότερο για ανώτερες σπουδές. Αρκούσε μια σχέση με ένα μέλος της ελληνικής παροικίας, πρόθυμο να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του, για να μπορέσει ένας νέος να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Πάδουας, ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης εκείνη την εποχή, όπου μάλιστα κανείς δεν θα επιχειρούσε να τον προσηλυτίσει στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η ελληνική ιεραρχία ήταν πρόθυμη να πληρώσει για τις σπουδές μερικών αγοριών κατώτερης καταγωγής. Μετά το 1577 για τους νεαρούς Έλληνες υπήρχε επίσης το Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης, το οποίο διατηρούσαν Ιησουίτες μοναχοί και παρείχε αρίστη εκπαίδευση. Ωστόσο, οι νεαροί σπουδαστές δέχονταν μεγάλη πίεση για να αλλαξοπιστήσουν και να προσχωρήσουν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Ευρύτερες δυνατότητες επιλογής είχαν οι Έλληνες σπουδαστές μετά τις αρχές του 18 ου αιώνα, όταν οι ελληνικής καταγωγής πρίγκιπες της Βλαχίας και της Μολδαβίας ίδρυσαν ακαδημίες στο Βουκουρέστι και το Ιάσιο. Οι ακαδημίες αυτές παρείχαν υψηλό επίπεδο σπουδών αλλά πολλοί ευσεβείς Έλληνες τις θεωρούσαν ιδιαίτερα νεωτεριστικές (16).
Σημειώσεις :
1. Joseph Gill, The Council of Florence (Cambridge Univ. Press, 1959), σσ. 349-352, 366-368; Steven Runciman, The Great Church in Captivity: A Study of the Patriarchate of Constantinople from the Eve of the Turkish Conquest to the Greek War of Independence ( Λονδίνο, Cambridge Univ. Press 1968), σσ. 109-111· Joan M. Η ussey, The Orthodox Church in the Byzantin Empire ( Οξφόρδη : Claredon Ρ ress, 1986), σσ. 283-286.
2. Ihor Sevcenco, «Intellectual Repercussions of the Council of Florence», Church History 24 (1955) 291-323, ιδίως σσ. 296-300.
3. Αυτό το θέμα αποτελεί τη βάση όλου του έργου του Κριτοβούλου : Η istory of Mehmed the Conqueror, μετάφραση στά αγγλικά Charles T. Riggs ( Ρ rinceton : Princeton Univ.Press 1954).
4. Franz Carl Heinrich Babinger, Mehmed der Eroberer und seine Zeit ( Μόναχο : F. Bruckmann, 1953), σσ. 265-269, 449-453· Steven Runciman, The Fall of Constantinople 1453 (Cambridge: Cambridge Univ. Press, 1963), σσ. 55-56, 149-152,186-187.
5. Runciman, Great Church, σ. 167-168.
6. Κριτόβουλος, σ. 94-95· Historia Politica et Patriarchica Constantinopoleos ( Βόννη 1849), σσ. 78-80.
7. Runciman, Great Church, σσ. 170-172, σημειώσεις. Βλ. επίσης τα στοιχεία πού δημοσιεύονται στο Τ heodore H. Papadopoulos, Studies and Documents Relating to the History of the Greek Church and People under Turkish Domination ( Βρυξέλλες 1952).
8. Runciman, The Great Church , σ. 170-172.
9. Η istoria Politica et Patriarchica, σσ. 27-28, 80-82· Runciman, The Great Church, σσ. 169-170.
10. Βλ. Ν icolae Iorga, Byzance apr è s Byzance : Continuation de l ‘ histoire de la vie Byzantine, (Βουκουρέστι: Ι nstitut d ‘ Etudes Byzantines, 1935), σσ. 45-56, για μια γενική σύνοψη.
11. Runciman, The Great Church, σ. 186-191, βλ. και σημειώσεις.
12. Η ιστορία της διάσωσης της Παναγίας των Μογγόλων παραδίδεται από τον Demetrie Cantemir, The History of the Growth and Decay of the Ottoman Empire, μετάφραση στα αγγλικά Ν. Τ indal ( Λονδίνο 1734-1735), σ. 105.
13. Runciman, The Great Church, σ. 186-191· Μανουήλ Ιωάννης Γεδεών, Πατριαρχικοί πίνακες: Ειδήσεις ιστορικαί βιογραφικ a ί περί των πατριαρχών Κωνσταντινουπό­λεως, a πό Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Ζ’ του από Θεσσ /νίκης, 36-1884 (Κωνσταντινούπολη 1890), σ. 530.
14. Stephan Gerlach, Stephan Gerlachs dess aeltern Tage – buch ( Φραγκφούρτη 1674), σ. 88. O Gerlach ήταν ο λουθηρανός ιερέας του πρέσβη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, και είχε πολλούς φίλους προερχόμενους από το χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
15. Runciman, The Great Church, σ. 208-225.
16. Για την ελληνική παροικία στη Βενετία και την πρόσβαση της στην εκπαίδευση, βλ. Deno Geanakopoulos, Greek Scholars in Venice (Cambridge: Harvard Univ. Press 1962), ειδικά στα κεφάλαια 4-6. Για το Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη, βλ. Martin Juge, Theologia dogmatica Christianorum Orientalium ab Ecclesia Catholica dissidentium, τόμοι Ιν ( Παρίσι : Letouzey et Ane, 1926-1935), τόμ. Ι, σ. 522-524. Για τις ακαδημίες στις ηγεμονίες, βλ. παρακάτω, αρ. 27.
http://pirforosellin.blogspot.gr/  - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου