Με την σημασία
και την ετυμολογία της λέξεως Βλάχος ασχολήθηκαν πάμπολλοι. Συνήθως
μνημονεύονται μόνον τρεις: α) Ο Ελβετός Walther von Wartburg, τον οποίο
επικαλείται και ο Ιταλός Giuliano Bonfante [1], β) Ο ακαδημαϊκός
Αντώνιος Δ. Κεραμόπουλλος [2] και γ) ο ετυμολόγος καθηγητής Μ.Ε. Ιωάννης
Μωραλίδης [3].
Οι δύο πρώτοι ανάγουν την λέξη Βλάχος στο εθνώνυμο μιας γαλατικής φυλής, γνωστής από τον Καίσαρα [4] με το όνομα Volcae
και από τον Στράβωνα [5] με την μορφή Ουόλκαι. Ο Κεραμόπουλλος έχει
προβάλει προγενέστερη ετυμολογία του Σπ. Παπαγεωργίου [6], ο οποίος την
απαρχή ορίζει στην αιγυπτιακή λέξη fellah- φελλάχος, ο δε Μωραλίδης στην
αμάρτυρη ελληνική φυλάγος.
Ωστόσο η
πατρότητα της πρώτης ετυμολογίας, παραδεκτής από την πλειονότητα των
ειδικών επιστημόνων, των ρωμανιστών, ανήκει στον Γερμανό Hans Löwenklau-
I. Leunclavius [7], γνωστή και από τον σύγχρονό του Σλοβένο βαλκανολόγο
Jernej Kopitar [8], φίλο του Αδαμαντίου Κοραή. Κατά τον Κωνσταντίνο Μ.
Κούμα (1777-1836), φίλο επίσης του Κοραή, μέγα διδάσκαλο του Γένους,
πρώτο Νεοέλληνα ιστορικό, διδάκτορα του Πανεπιστημίου Βιέννης και
αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Βερολίνου και Μονάχου, συνάγεται τόσο ο
εκρωμαϊσμός στο σύνολο των χωρών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας όσο και ο
εκλατινισμός Ελλήνων, τους οποίους αποκαλεί Βλάχους, Έλληνες το γένος.
Προσθέτει δε και τα εξής: «Συμπεριφέρονται αδελφικώς με τους Γραικούς
ως Γραικοί και δεν δείχνουν ουτ’ εκείνοι ούτε ούτοι καμμίαν εθνικήν
διαφοράν προς αλλήλους, καθώς τω όντι είναι αμφότεροι οι λαοί μιας
πατρίδος τέκνα, και των αυτών προγόνων απόγονοι» [9]. Μαρτυρία
ελληνικότητας χρήστων λατινικής γλώσσας προηγείται αιώνες πολλούς.
Φιλοτεχνώντας δημογραφική και γλωσσική απεικόνιση της σύνολης
χερσονήσου του Αίμου, των Βαλκανίων, που ήταν ιδιαίτερη διοικητική
περιφέρεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επί Ιουστινιανού, με το όνομα
Ευρώπη, ο διοικητής της και καθηγητής του Πανεπιστημίου
Κωνσταντινουπόλεως [10] Ιωάννης Λυδός σε σύγγραμμά του, επιγραφόμενο Περί των αρχών της Ρωμαίων πολιτείας
(261,68), δίνει την πληροφορία, κατά την οποία τότε, 6ο αιώνα μ.Χ., οι
Έλληνες υπερείχαν δημογραφικά των άλλων λαών, αλλά κατά την διάρκεια της
ρωμαιοκρατίας για πρακτικούς λόγους είχαν γίνει χρήστες της λατινικής
γλώσσας, δηλαδή λατινόφωνοι-Βλάχοι! Ιδού και το πρωτότυπο: «Νόμος
αρχαίος ην πάντα μεν τα οπωσούν πραττόμενα παρά τοις επάρχοις, τάχα δε
και ταις άλλαις των αρχών, τοις Ιταλών εκφωνείσθαι ρήμασιν… τα δε περί
την Ευρώπην πραττόμενα πάντα την αρχαιότητα διεφύλαξεν εξ ανάγκης, δια
το τους αυτής οικήτορας, καίπερ Έλληνας εκ του πλείονος όντας, τη των
Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή και μάλιστα τους δημοσιεύοντας».
Εν τούτοις
χρήση της πολύτιμης αυτής πηγής δεν γίνεται από όσους ασχολούνται με την
έρευνα της λατινοφωνίας Ελλήνων, ακόμη και του στενού ελλαδικού χώρου
των χρόνων μας. Ήδη το 1892 ο Γάλλος Leon Lafoscade δημοσιεύει
ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Ανεπιφύλακτα αναφέρει ότι στην Ελλάδα από
τον 2ο αιώνα π.Χ. έως τον 4ο μ.Χ., πέρα γενικών επιδράσεων, βρίσκει
κανείς και πραγματικές προόδους της λατινικής γλώσσας, γεγονότα μερικά
και τοπικά, αλλά απτά και αποδεδειγμένα [11]. Μετέπειτα με σειρά
δημοσιευμάτων εγκρίτων επιστημόνων, ακαδημαϊκών και καθηγητών
πανεπιστημίων, π.χ. Phlippide [12], Skok [13], Densusianu [14],
Brătianu [15], Lozovan [16], Marrou [17] κ.α., προτείνονται διευρύνσεις
της λατινικής ζώνης βορειότερα σ’ όλο το μήκος της ελληνικής χερσονήσου,
χωρίς να εξαιρείται και η Πελοπόννησος, όπου βέβαια η επείσακτη γλώσσα
δεν αντέχει [18]. Ακριβέστερα γένεση Βλάχων στην Πίνδο και στις λοιπές
εστίες τους της χερσονήσου από τους χρόνους της ρωμαϊκής κατακτήσεως,
δηλαδή την εντοπιότητα, δέχθηκαν και οι διασημότεροι Ρουμάνοι
επιστήμονες Xenopol [19], Pârvan [20], Vulpe [21], Puscariu [22],
Procopovici [23], Maniu [24], μάλιστα και ο θεωρητικός της διεκδικήσεως
των βαλκανίων Βλάχων από την Ρουμανία καθηγητής του Πανεπιστημίου
Βουκουρεστίου και τακτικό μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας Th. Capidan στο
κύκνειο άσμα του, σύγγραμμα, του οποίου μόνον ο τίτλος θυμίζει την επί
μισό αιώνα επιστημονικοφανή προπαγάνδα του Οι Μακεδονορουμάνοι
[25]! Εφεξής επισημαίνει στο ιδίωμα [26], όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει,
των Βλάχων την ύπαρξη αρχαίων ελληνικών δομικών στοιχείων, π.χ. του
απλού και τετελεσμένου μέλλοντος και των δυνητικών εγκλίσεων της αρχαίας
ελληνικής γλώσσας, τα οποία, κατά τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Σόφιας
και ακαδημαϊκό Vl. Georgiev [27] δεν δανείζονται, οπότε οι χρήστες
είναι ελληνικής καταγωγής.
Εξ άλλου την
αυτοχθονία των Βλάχων της Ελλάδος είχε καταστήσει γνωστή ο Αρμένιος
διοικητής του θέματος Ελλάδος (Θεσσαλίας) Κεκαυμένος, του οποίου το
χρονικό πολλοί επικαλέσθηκαν για δήθεν κάθοδο των Βλάχων από Δακία. Αλλά
χάρη στον καθηγητή του Πανεπιστημίου Σορβόννης Paul Lemerle [28]
αποδείχθηκε ότι ο Κεκαυμένος βεβαιώνει την αυτοχθονία των Βλάχων, τους
οποίους διακρίνει σε αστούς, γαιοκτήμονες, κτηνοτρόφους.
Μετέπειτα
Βυζαντινοί χρονογράφοι, οι Ιωάννης Σκυλίτσης – Γεώργιος Κεδρηνός [29] το
976 μνημονεύουν τους Βλάχους επί της Εγνατίας οδού, στην οποία ο
καθηγητής του Πανεπιστημίου Nancy Fréderic Taillez [30] ορίζει την
παρουσία τους από τα χρόνια της επισκέψεως του Αποστόλου Παύλου στην
Μακεδονία! Ο Γεώργιος Παχυμέρης (1240-1310) δέχεται την ελληνικότητα και
την εντοπιότητα των Βλάχων Θεσσαλίας γράφοντας «…τους γαρ το παλαιόν
Έλληνας, ους Αχιλλεύς ήγε, Μεγαλοβλαχίτας καλών επεφέρετο» [31]. Ειδικά ο
Νικήτας Χωνιάτης στα περί Ισαακίου Αγγέλου ιστορούμενα (Ι, 237)
αποσαφηνίζει τον όρο Βλάχοι ως δηλωτικό της γλωσσικής ιδιαιτερότητας
εξηγώντας ότι «πάντας τους οπωσδήποτε… λαλούντας μίαν των Ρωμανικών
διαλέκτων καλούσι Βλάχους». Η δε Άννα Κομνηνή [32] μας πληροφορεί για
σημασία πρόσθετη του όρου Βλάχος, ήτοι βοσκός.
Κατά τον
καθηγητή του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου και Bochum Γερμανίας, γενικό
γραμματέα του Ινστιτούτου Ρουμανικών Σπουδών στο Παρίσι «Κάρολος ο Α΄»,
Cicerone Poghirc αρκούν τα λατινογενή τοπωνύμια του Ελλαδικού χώρου ως
απόδειξη ότι οι Βλάχοι είναι παρόντες στην σημερινή περιοχή τους κατά
τρόπο μόνιμο και αδιάκοπο από την Αρχαιότητα έως τις ημέρες μας [33].
Προγενέστερα ο Poghirc είχε εκπονήσει διδακτορική διατριβή στο
Πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ και επαλήθευσε την ελληνικότητα της αρχαίας
μακεδονικής διαλέκτου [34], πείθοντας και τον Georgiev, ο οποίος άλλοτε
συσχέτιζε την γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων με την ιλλυρική [35], ενώ
έχει διακηρύξει ότι «στην Ήπειρο τα τοπωνύμια είναι αρχαιότατα και μόνο
ελληνικά» [36]. Μία άλλωστε διετία ενωρίτερα ο P. Cabanes θεωρεί την
ανθρωπωνυμία των Ηπειρωτών αναμφισβήτητα ελληνική, καθώς και την
ηπειρωτική διάλεκτό τους [37].
Πάντως
απλούστερα και ασφαλέστερα η ελληνική καταγωγή των Βλάχων του ελλαδικού
χώρου και της αποδημίας τους συνάγεται πρωτίστως με βάση τα ρωμαϊκά
θέσμια, τα οποία απαρέγκλιτα εφαρμόσθηκαν μετά την ήττα του βασιλιά των
Μακεδόνων Περσέα στο συνέδριο της Αμφιπόλεως [38]. Εκεί πρώτος έχει
ομιλήσει ο νικητής, ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, ο οποίος, μολονότι ήταν
ελληνομαθής, φέρεται δε και καταγωγής ελληνικής [39], χρησιμοποιεί την
λατινική γλώσσα, πράξη δηλωτική της επιβολής της ρωμαϊκής κυριαρχίας.
Δεύτερος ομιλητής ήταν ο υπαρχηγός του ρωμαϊκού εκστρατευτικού σώματος, ο
ύπατος Οκτάβιος, ο οποίος μεταφράζοντας στην ελληνική γλώσσα την ομιλία
του αρχηγού καθιστά φανερή την ελληνικότητα των ακροατών, νέων υπηκόων
της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας [40]. Αν το ακροατήριο ήταν άλλης εθνότητας ο
ύπατος θα μετέφραζε στην αντίστοιχη γλώσσα, π.χ. ιλλυρική, δαρδανική,
δακική.
Η μη
ελληνικότητα των Βλάχων επινοήθηκε από την αψβουργική αυτοκρατορία της
Βιέννης το 1848 με δεδομένη χρονική διάρκεια, «επί του παρόντος», όπως
έχει βεβαιώσει ο M. Kogălniceanu [41]. Όμως διαιωνίζεται. Διότι κατά την
Συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου η Ελλάδα παρουσιάσθηκε απροετοίμαστη επί
του θέματος και ανυποψίαστη. Δεν έθεσε το θέμα και προ πάντων άφησε
αναξιοποίητη και την άσβηστη φιλοπατρία του πλέον αρμοδίου προσώπου των
κρισίμων στιγμών Ν. Μισσίου [42], με βαρύτατες εθνικά συνέπειες, τις
οποίες έχουν καταγγείλει οι τότε πανεπιστημιακοί καθηγητές Ν.Σαρίπολος
[43], Παύλος Καρολίδης [44], προ πάντων δε ο τέλειος γνώστης του
ζητήματος Αντ. Θ. Σπηλιωτόπουλος [45]. Τα μετέπειτα ιστορεί ο Ευάγγελος
Αβέρωφ στο πρώτο βιβλίο του, επιγραφόμενο Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήματος,
το οποίο προλογίζει ο Σοφοκλής Ελ. Βενιζέλος, αναγνωρίζοντας ότι οι
Βλάχοι «απεδύθησαν μόνοι, ακαθοδήγητοι και παλαίοντες συχνά εναντίον
πανίσχυρου ξένου δυνάστου».
Η βλαχολογική
συγγραφή προφανέστατα επηρέασε και το αρμόδιο υπουργείο, των Εξωτερικών,
που αναζητούσε επιστημονική μελέτη επί του θέματος προς αντίκρουση
αποστομωτική της αναζωπυρημένης προπαγάνδας αφελληνισμού των Βλάχων.
Έσπευσε δε στην κάλυψη της δαπάνης για μετάφραση σε ξένη γλώσσα και
έκδοσή της από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ), του οποίου
οι επιστημονικοί συνεργάτες είχαν γνωρίσει και επιδοκιμάσει το ελληνικό
πρωτότυπο [46] συνιστώντας έντονα την επενέκδοση σε ξένη γλώσσα, όπως
από τους πρώτους έπραξε ο Αθανάσιος Καραθανάσης: «Σας ευχαριστώ
θερμότατα για την αποστολή του βιβλίου σας «Η Αρωμουνική». Το διάβασα
με πολύ ενδιαφέρον (κυρίως το ιστορικό μέρος) και νομίζω ότι όλοι μας,
όσοι ασχολούμαστε με την εποχή και τα θέματα αυτά και ιδιαίτερα με τους
Βλάχους μας, πρέπει να σας ευχαριστήσουμε από καρδιάς για τον μόχθο σας,
που οπωσδήποτε είχε τόσο λαμπρά αποτελέσματα. Με τον ίδιο ενθουσιασμό
είδαν την «Αρωμουνική» και άλλοι συνάδελφοι που τους το παρουσίασα. Δεν
ξέρω αν συμφωνείτε για μία μετάφρασή του (στα αγγλικά ας πούμε), που θα
την ανελάμβανε ένα επιστημονικό ίδρυμα της χώρας μας» [47].
Ο Διευθυντής
του ΙΜΧΑ και καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Κάρολος Μητσάκης γράφει: «Όσο πιο πολύ διαβάζω «την Αρωμουνική» σας τόσο
πιο πολύ αισθάνομαι την ανάγκη να σας σφίξω θερμά το χέρι και να σας
βεβαιώσω ότι έχετε προσφέρει με την διατριβή σας αυτή σπουδαία υπηρεσία
στην επιστήμη και στο έθνος» [48].
Ο καθηγητής του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Χαράλαμπος Παπαστάθης
συγχαίρει για το λαμπρό βιβλίο ομολογώντας: «Βέβαια, το γλωσσολογικό του
τμήμα δεν είμαι αρμόδιος να το κρίνω. Αλλά το ιστορικό του μέρος με
ενθουσίασε. Επί τέλους, έχουμε ένα υπεύθυνο επιστημονικό βιβλίο για το
θέμα αυτό» [49]. Κατά τον Μιχ. Πολέμη, «…είναι η πιο ολοκληρωμένη
δουλειά που εγώ τουλάχιστον έχω διαβάσει γι’αυτό το θέμα, τόσο από
πλευράς βιβλιογραφίας, όσο και σαν τεκμηριωμένη ανάπτυξη θεωρίας και
πιστεύω ότι τα δεδομένα σας και ο τρόπος που τα αναπτύσσετε θα πρέπει
πραγματικά να αποτελέσουν την οριστική απάντηση της ελληνικής επιστήμης
στο πρόβλημα των Αρωμούνων», των Βλάχων Ελλάδος [50].
Ο επιστημονικός
συνεργάτης του Κέντρου Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών Σταύρος
Μάνεσης συγχαίρει και επισημαίνει: «Τα εγκάρδια συγχαρητήριά μου για την
πληρότητα της (Διατριβής) στην εξονυχιστική έρευνα, στην τέλεια γνώση
του θέματος και στην κριτική εξέταση κάθε σχετικής πληροφορίας και
ερμηνείας που δίνετε. Ακόμα για την γεωμετρική αρτιότητα της γραφής, την
σαφήνεια και την γάργαρη ροή της γλωσσικής έκφρασης.
Ύστερα από σας νομίζω πως κάθε αντίθετη γνώμη πρέπει να βουβαθή!» [51].
Εξ ίσου
επιδοκιμάζουν την μεταφρασμένη στην γαλλική γλώσσα διατριβή και ξένοι
ειδικοί επιστήμονες: ο καθηγητής του Πανεπιστήμιου Βιέννης Max Demeter
Peyfuss γράφει: «Από την πρώτην αίσθησιν μου φαίνεται ότι έχετε γράψει
το πρώτο επιστημονικό έργο για αυτήν την γλώσσαν στην Ελλάδα. Η
βιβλιογραφία είναι αληθώς διεθνής και η μέθοδος καίριη» [52] (τα
ελληνικά δικά του). Η ακαδημαϊκός και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου
Βελιγραδίου F. Papazoglou-Ostrogorsky, προβαίνει στις επόμενες
εκτιμήσεις: «Η διατριβή σας μου έκανε εντύπωση εξαιρετικά σοβαρής,
θεμελιώδους και αληθινά επιστημονικής μελέτης… Τα γλωσσολογικά
επιχειρήματα με τα οποία υποστηρίζετε την γνώμην σας για την ελληνική
καταγωγή των Βλάχων μου φαίνονται πειστικά» [53]. Όταν δε διάβασε και
την έκδοση του ΙΜΧΑ στην γαλλική γλώσσα, έδωσε και την πληροφορία, ότι
μόλις είχε τελειώσει την συγγραφή της για τους Βλάχους υποστηρίζοντας
την ελληνικότητά τους.
Ο Πρόεδρος του
4ου Πανεπιστημίου Σορβόννης Cl. Margueron κρίνει ως εξής: «Μου φαίνεται
ότι δεν αφήσατε τίποτε αναποκάλυπτο, στην σκια των προβλημάτων, που
θέτει η αρωμουνική καθώς και ότι η συγγραφή σας, συνδυάζοντας την
ανάλυση και την σύνθεση, συνιστά ένα σύνολο εξαντλητικό» [54]. Ο δε
πρύτανις του Πανεπιστημίου Λωζάννης Francois Lassere αξιολογεί ως εξής:
«Η διατριβή σας της αυτοχθονίας και της διγλωσσίας μου προξένησε
τεράστιο ενδιάφερον και εξ ίσου με έπεισε, προ πάντων επειδή η
αυστηρότητα της μεθόδου της δίνουν πολλή δύναμη, τόσο κατά την εξέταση
των ιστορικών δεδομένων όσο και κατά την ανάλυση των στοιχείων της
γλώσσας… Γι’αυτό το σύγγραμμά σας θα είναι απαραίτητο σε ένα ευρύ
κοινό…» [55].
Στην τελευταία συγγραφή της η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ελευθερία Ι. Νικολαϊδου, Η Ρουμανική Προπαγάνδα στο βιλαέτι των Ιωαννίνων και στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου,
(μέσα 19ου αιώνα-1900), τ.Α΄, εκδ. Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών,
Ιωάννινα 1995, σ.22 σημειώνει: «Την θέση αυτή, που διατύπωσε πρώτος ο
Κων. Κούμας, Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, τ.12, Βιέννη 1832, σσ. 520-521, υποστηρίζει σθεναρά κι ο Απ. Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ.1, Θεσσαλονίκη 1974, β΄ εκδ., σ.35 και επαναβεβαιώνει με σοβαρά επιχειρήματα ο Λαζάρου, Η Αρωμουνική, ο.π., σσ.91-114, και η Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Συμβολή στην έρευνα για την εθνολογική κατάσταση της Μακεδονίας πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, Δωδώνη, τευχ. Α΄, τ.20 (1991), σ.351» [56].
Ο πρώτος για την Αρωμουνική
του δευτέρου έχει γράψει: «Νομίζω πως είναι η καλύτερη εργασία που έχει
δώσει ως σήμερα η ελληνική γλωσσική επιστήμη επάνω στο θέμα αυτό.
Γι’αυτό και θα γίνη και θα μείνη η βασική εργασία, που θα πρέπει πάντα
να την έχει κανείς υπ’ όψιν» [57]. Επιπρόσθετα ο Βακαλόπουλος ως επόπτης
- συντονιστής συμμετέχει σε συλλογική επίτομη συγγραφή με μελέτημά του
επιγραφόμενο «Ο γλωσσικός εκλατινισμός των κατοίκων της ηπειρωτικής
Ελλάδας». Διερευνώντας δε τους χώρους, στους οποίους ασκήθηκε ρωμαϊκή
επίδραση τονίζει: «Έτσι από τα χρόνια της πρώτης εισβολής των Ρωμαίων
στη Μακεδονία ως την εποχή του Ιουστινιανού διέρρευσαν 700 περίπου
χρόνια ρωμαϊκής πολιτιστικής ακτινιβολίας, που μαζί με τις επιδράσεις
των εγκατεστημένων στην Ελλάδα εποικισμών και διοικητικών αρχών δεν ήταν
δυνατόν να μην επηρεάσει τους κατοίκους της. Την απόδειξη μας την
δίνει ο σύγχρονος του Ιουστινιανού Ιωάννης Λυδός…Την άποψη εκλατινισμού
των εντόπιων ελληνικών πληθυσμών την διατύπωσε πριν από 150 χρόνια
κιόλας ο πρώτος Νεοέλληνας ιστορικός, ο Κωνσταντίνος Κούμας (1777-1836)
με πολύ απλούς και πειστικούς συλλογισμούς, αλλά το έργο του δεν
μελετήθηκε έκτοτε συστηματικά και οι παρατηρήσεις του πέρασαν
απαρατήρητες και ανεκμετάλλευτες» [58]. Εξ ίσου πειστικά διαπιστώθηκε η
ελληνικότητα των Βλάχων Θεσσαλίας–Μακεδονιας-Ηπείρου και εν λίθοις
φθεγγομένοις! Μετά μακρόχρονη και επισταμένη συλλογική έρευνα και μελέτη
του επιγραφικού υλικού Θεσσαλίας, ακριβέστερα των περιοχών Περραιβίας
και αρχαίων Φερών (Βελεστίνου), ο καθηγητής του 2ου Πανεπιστημίου Λυών
Bruno Helly έχει τεκμηριώσει λατινομάθεια Θεσσαλών [59]. Ο δε διευθυντής
του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος του Εθνικού Ιδρύματος
Ερευνών Μιλτιάδης Χατζόπουλος [60] με βάση επιγραφές της ηπειρωτικής
πόλεως Φωτική και του Αρχαιολογικού Μουσείου Βέροιας Μακεδονίας
επαλήθευσε και τα πορίσματα της Αρωμουνικής μου, για την οποία ο
καθηγητής της Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Μπαμπινιώτης έχει
γράψει και τα επόμενα: «πρόκειται περί σοβαρού επιστημονικού έργου, το
οποίον δύναται να αποτελή εφεξής εις τας γενικάς του γραμμάς την
επίσημον επιστημονικήν θέσιν της Ελλάδος επί του ζητήματος της καταγωγής
και της ιστορικής προελεύσεως των Βλαχοφώνων Ελλήνων». Αναφερόμενος δε
στον συγγραφέα τονίζει: «…είναι ο πρώτος, όσον γνωρίζω, μελετητής, ο
οποίος θεμελιώνει επιστημονικώς την απευθείας εκ της Λατινικής και ουχί
εκ της Ρουμανικής καταγωγήν της γλώσσης των Βλαχοφώνων Ελλήνων και την
στενήν δομικήν συγγένειαν αυτής προς την Ελληνικήν, επίσης είναι ο
πρώτος μελετητής, ο οποίος και από ιστορικής πλευράς συστηματοποιεί τα
μέχρι τούδε λεχθέντα, συμπληρώνει και αποδεικνύει βάσει ισχυράς
επιχειρηματολογίας την και άλλοθεν υποστηριχθείσαν ελληνικότητα της
καταγωγής των Αρωμούνων [Ελλαδικών Βλάχων] [61]».
Εύλογα δεν
αδιαφόρησε διόλου για το ζήτημα των Βλάχων και η Ακαδημία Αθηνών. Έχει
βραβεύσει τον συγγραφέα της «Αρωμανικής» επισημαίνοντας ότι το
συγγραφικό έργο του «έχει ως επίκεντρο τους Βλάχους, ιδίως στην Ελλάδα,
τους οποίους βάσει συστηματικής έρευνας, τεκμηριωμένης
επιχειρηματολογίας και με χρήση εκτενούς ξένης και ελληνικής
βιβλιογραφίας, χαρακτηρίζει ως Ελληνοβλάχους, αντικρούοντας την εκδοχή
ότι αποτελούν ιδιαίτερη εθνότητα και εντεύθεν βλαχική μειονότητα».
Προσθέτει δε και τα εξής: «Η συναφής ενασχόλησή του έχει παραμέτρους
ιστορικές, λαογραφικές, γλωσσολογικές, φιλολογικές, εθνολογικές» [62].
Δεν απουσιάζουν και ανθρωπολογικές. Ακριβώς επικαλείται και τον Βούλγαρο
ανθρωπολόγο Peter Boev, του οποίου τα πορίσματα ειδικής έρευνας επί
ελληνικού εδάφους παραδέχεται και αναδημοσιεύει ο πρόεδρος της Ελληνικής
Ανθρωπολογικής Εταιρείας και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Θεόδωρος Κ. Πίτσιος: «Ιδιαίτερα για τους Έλληνες Βλάχους, έχει
παρατηρήσει ότι δεν διαφέρουν ανθρωπολογικά από τους γειτονικούς τους μη
βλάχικους πληθυσμούς του ελλαδικού χώρου. Επίσης, σύμφωνα, με τα
συμπεράσματα του Βούλγαρου ανθρωπολόγου Peter Boev, με τα οποία
συμφωνούν και οι προσωπικές παρατηρήσεις του συγγραφέα στην περιοχή του
Κεφαλόβρυσου Πωγωνίου, οι διαφορετικές εθνογραφικές ομάδες της
Ηπείρου-Βλάχοι, Σαρακατσάνοι και Ηπειρώτες χαρακτηρίζονται από κοινούς
ανθρωπολογικούς τύπους και την ίδια ανθρωπολογική σύνθεση» [63].
Ενώ έφθανε στο
τέλος η συγγραφή του παρόντος άρθρου, κατέφθασε από τον υπερατλαντικό
Ακρίτα του Ελληνισμού Γεώργιο Τσάπανο και με μικρή διαφορά χρόνου από
την συνάδελφο Ευαγγελία Αναστασίου, τ.πρόεδρο της Ομοσπονδίας Συλλόγων
Ορεινής Περιοχής Καλαμπάκας, διαδικτυακό κείμενο [64], κατά το οποίο οι
αμφισβητίες της ελληνικότητας των Βλάχων, ο Γερμανός σπουδαρχίδης Thede
Kahl, διερμηνέας και καθηγητής γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο του Μύνστερ
Γερμανίας και ο δικηγόρος-στέλεχος του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών
Ομάδων (ΚΕΜΟ) [65] Λάμπρος Μπαλτσιώτης επανεμφανίσθηκαν αδιόρθωτοι!
Τον πρώτο
αποστομώνει ο γνωστός στους Έλληνες Γερμανός καθηγητής Ιστορίας στο
Πανεπιστήμιο Mannheim Heinz Riehter: «Δεν είναι αποδεκτή η ύπαρξη
αρωμουνικής (αρμανικής, βλαχικής) μειονότητας. Υπάρχουν Έλληνες
αρωμουνικής η καλύτερα Βλαχικής καταγωγής. Σε καμμιά περίπτωση δεν
πρόκειται για μειονότητα…Οι Βλάχοι είναι από κάθε άποψη Έλληνες…» [66].
Τον δεύτερο συγυρίζει ο Αντώνης Καρκαγιάνης, εκδότης τότε της εφημερίδας
Η Καθημερινή: «Οι Βλάχοι δεν είναι μειονότητα ούτε μειονοτική ομάδα.
Είναι δίγλωσσοι και δυστυχώς (και με τις δικές σας προσπάθειες) θα είναι
συνεχώς και λιγότερο. Είναι διάσπαρτοι σε όλη την Ελλάδα και
συμμετέχουν ισοτίμως στην ελληνική ζωή και παιδεία, χωρίς να έχουν
σκεφτεί ποτέ ότι συμμετέχουν κατά παραχώρηση μειονοτικών δικαιωμάτων…»
[67]. Ενημερώνει δε και τους αναγνώστες αποκαλύπτοντας: «Ερήμην, λοιπόν,
των Βλάχων, το ΚΕΜΟ οργανώνει στην Λάρισα ένα παράδοξο συνέδριο μελέτης
της βλάχικης γλώσσας. Το συνέδριο ήταν σχεδόν μυστικό και οπωσδήποτε
συνωμοτικό…» [68].
Εν τέλει
συνιστούμε στους αναγνώστες και για τους δύο (Kahl-Μπαλτσιώτη) να τους
αναζητήσουν βλέποντας τα Ευρετήρια ονομάτων της τετράτομης συγγραφής Αχ.
Γ. Λαζάρου, Ελληνισμός και λαοί νοτιανατολικής Ευρώπης, Αθήνα 2009-2010.
1. Revue des Etudes Roumaines, 7-8, 1961, 251·
2. Αντ. Δ. Κεραμόπουλλος, Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι. Εν Αθήναις 1939, 20
3. Ι. Γ. Μωραλίδης, Βλάχος. (Το έτυμο και η σημασία του ονόματος), οι Καιροί (Βεροίας), 21.10.1994.
4. Caes. B.G. 6, 24, 1-3, 7, 64, 7, 4.
5. Strabonis Geografica, tom. II, Roma 1970, Δ1, 12, 116-7.
6. Sp. Papageorges, Les Koutzovalaques, Athènes, 1908, 9.
7. Ioannes Leunclavius Nobilis, Annales Sultanorum Othomanidarum…, Francofurdi MDXCVI, edition altera, 146-147.
8. Antonia
Bernard, Jernej Kopitar et les langues balkaniques, Bulletin de liaison.
Nο 12, Centre d’ Etudes Balkaniques. INALCO, Paris 1994, 28. Βλ. και M.
D. Peyfuss, Aromunen um Kopitar, Österreichische Osthefte 36, 1994,
439-453.
9. Κ. Μ.
Κούμας, Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, 12, Βιέννη 1832, 530-531.
Αιώνες άλλως τε ενωρίτερα του Κούμα Έλληνες είναι οι Βλάχοι και κατά τον
Μαρτίνο Κρούσιο, Τουρκογραικία, 210.
10.
M.Dubuisson,Ya-t-il une politique linguistique romaine?, Ktema, 7, 1982,
195 σημ. 41. Βλ. και E. Flintoff, Varro in the Works of John of Lydia,
Atti Congresso Internazionale Studi Verroniani, Rieti 1976, 365-372.
11. L.Lafoscade, Influence du latin sur le grec, εν J. Psichari, Etudes de Philologie néo-grecque. Paris 1892, 100-101.
12. Al. Philippide, Originea românilor, I. Iasi 1925,70-72.
13. P. Skok, Byzance comme centre d’ irradiation pour les mots latins des langues balkaniques, Byzantion, 6, 1931, 371.
14. O. Densusianu, Histoire de la langue roumaine, I. Les origines, Paris 1901, 6.
15. G. I. Bratianu, Une énigme et un miracle historique: le peuple roumain. Bucarest 1942, 67.
16. E. Lozovan, Romains et barbares sur le Moyen Danube, εν F. Altheim, Geschichte dem Hunnen. II. Berlin 1960, 229.
17. H. I. Marrou, Histoire de l’éducation dans l’antiquité. Paris 1965, 347, και Ελλ. μτφρ. 358, όπου και Χάρτης.
18. Α. Lazarou,
Peut-on parler d’une survivance romaine en Péleponnèse? Ανάτυπο από τα
Πρακτικά του Α Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, 3, 1976,
114-123.
19. A. D. Xenopol, Istoria Românilor din Dacia Traină.II, Bucuresti 1914, 133.
20. V. Parvan, Sulle origini della civiltà romena, Roma 1922, 4.
21. R. Vulpe, Gli Illiri dell’Italia imperiale romana, Ephemeris Dacoromana, 3, 1925, 166-167.
22. S.
Puscariu, Ancienneté des établissement macédo-roumains, Balcania, 1,
1938, 22-24, και Limba română, I, Bucuresti 1940, 270.
23. A. Procopovici, La romanité balkanique, Balcania, 1, 1938, 59-69.
24. Cahiers Sextil Puscariu, 1, 1952, 213.
25. Th.
Capidan, Les Macédoroumains, Bucarest 1943, 159. Βλ. επίσης Langue et
Littérature, 2, 1943, 243 κ.ε., αυτόθι, 3, 1946, 5 κ. ε., και Limba si
Cultura, Bucuresti 1944, 290.
26. Balcania, 1, 1938, 49.
27. Studia Albanica, 1, 1969, 146.
28. P. Lemerle, Prolégomènes à une édition critique et commentée des «Conseils et Récits» de Kékauménos, Bruxelles 1960, 75
29. Πβ. Κεδρ.2, 435. Βλ. και M.Gyοni, Skylitzès et les Valaques, Revue d’ Histore Comparée, 25, 1947, 164.
30. Fr. Taillez, Rusaliile, les Rosalies et la rose, Cahiers Sextil Puscariu, 1, 1952, 317.
31. I, 30, 2. Βλ. Σπ. Λάμπρος, Η υπό των Φράγκων κατάκτησις της Ελλάδος, Νέος Ελληνομνήμων, 20, 1925, 76.
32. Leib III,
135 και ΙΙ, 193-194. Βλ.και Μ. Gyοni, Le nom de Βλάχοι dans l’ Alexiade
d’ Anne Comnène, Byzantinische Zeitschhrift, 44, 1951, 241-252. Για τον
χρόνο προσκτήσεως της νέας σημασίας βλ. Revue Roumaine d’ Histoire, 4,
1965, 996, όπου o V. Bulgaru ορίζει με πιθανότητα τους 7ο -9ο αιώνες,
και C. Poghirc, Romanisation linguistique et culturelle dans les
Balkans, Les Aroumains, INALCO, 1989, 21, 35, όπου υποστηρίζει ότι είναι
ταυτόχρονη με την γένεση των Βλάχων, φρουρών συνόρων η οδικών
διαβάσεων, στους οποίους παραχωρείται και εδαφική έκταση για
γεωργοκτηνοτροφική εκμετάλλευση. Παρόμοια άποψη είχε διατυπώσει και ο
Κεραμόπουλλος, ε. α, 13.
33. Πβ.
Poghirc, Romanisation…, 36: «Les faits cités plus haut suffisent à notre
avis à démontrer la présence d’ Aroumains (Βλάχων Ελλάδος) dans leur
région actuelle de manière constante et ininterrompue depuis l’
Antiquité jusqu’ à nos jours».
34. Βλ.
Μακεδονική Ζωή, 45, 1970, 15, με τίτλο: « Η ελληνικότης της γλώσσης των
αρχαίων Μακεδόνων. Επιστημονική μαρτυρία διαπρεπούς Ρουμάνου καθηγητού».
Επίσης βλ. εφημ. Αθηνών Εστία, 15.1.1970, με τίτλο: «Ελληνική διάλεκτος
η αρχαία μακεδονική. Αδιάσειστοι αποδείξεις».
35. Βλ. Ν. Π. Ανδριώτη, Οι Προέλληνες, Θεσσαλονίκη, 1957, 17 κ. ε.
36. Πβ. Actes
du premier Symposium International de Thracologie (Rome, 14-16 novembre
1977), Milano 1978, 157: «…dans l’ Epire les toponymes sont très anciens
et uniquement d’ origine grecque».
37. P. Cabanes, L’ Epire et la mort de Pyrrhos à la conquĕte romaine (272- 16 av. J.C.), Paris, 1976, 530.
38. Αχ. Γ.
Λαζάρου, Το Συνέδριο της Αμφιπόλεως (άνοιξη του 167 π.Χ.), Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών), Αθήνα, 1974, 126.
39. Πβ. Π.
Γυιόκα, «Αι δύο επιστολαί προς Θεσσαλονικείς του Αποστόλου Παύλου»,
Χρονικά (Μακεδονικής Αδερφότητος) 2, 1980, σσ. «…ο Ρωμαίος νικητής του
Περσέως εις την Πύδναν Αιμίλιος Παύλος, Έλλην την καταγωγήν».
40.
Αγόρω-Ελισάβετ Λαζάρου, Η απομονή Ρωμαϊκής Πολιτείας στους Έλληνες
Μακεδονίας-Ηπείρου κατά την προχριστιανική περίοδο, Διδακτορική
Διατριβή, Αθήνα 2000, και Νομική Θεώρηση απαρχών του αρμανικού ζητήματος
η της λατινοφωνίας στην Ήπειρο-Μακεδονία, Ανακοίνωση στο Διεθνές
Επιστημονικό Συμπόσιο: «Οι Βλάχοι στην ιστορία του Ελληνισμού:
παρελθόν-προοπτικές», Βέροια, 25-26 Ιουνίου 1994. Ανάτυπο από την
συλλογική έκδοση της Ενώσεως Βλάχων Επιστημόνων και της Επιτροπής
Ενημερώσεως επί των Εθνικών Θεμάτων Οι Ελληνογενείς Βλάχοι, Αθήνα 2005,
239-270.
41. Βλ.
Enciclopedia istoriografiei românesti. Bucuresti, 1978, 191-193. Αχ. Γ.
Λαζάρου, Συμβολή της ρουμανικής επιστήμης στην ορθή λύση του ζητήματος
των Βλάχων Ελλάδος. Εκδόσεις Επιτροπής Εθνικής Ενημερώσεως, Αθήνα 2007,
23-24 και Ελληνισμός και λαοί νοτιοανατολικής Ευρώπης, Αθήνα, 2009, τ.
Α΄, 47-48, 495-496.
42. Βλ. Γ.
Ρούσσος, Ο Βενιζέλος και η εποχή του, Το Βήμα, 18.6.1961. Τηλ. Μ.
Κατσουγιάννης, Περί των Βλάχων των ελληνικών χωρών (Δημοσιεύματα της
Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, 22), Θεσσαλονίκη, Β΄, 1966, 49, 80.
43.
Συνταγματικόν Δίκαιον, Β΄, 276 σημ. Βλ. και Ηλ. Γ. Κυριακοπούλου,
Βουκουρεστίου Συνθήκαι, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια – «Πυρσός», 7,
615γ.
44. Πβ. Κ.
Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (συμπλήρωμα Καρολίδου),
ΣΤ΄, β΄, 153-154 και σημ.153: «Ο Έλλην πρωθυπουργός ουδεμίαν είχεν
εξουσίαν του λύσαι τοιούτον ζήτημα, αλλ’ ευρεθείς προ απροόπτου
ηναγκάσθη να δώση εις την Ρουμανίαν την ευθυνήν ταύτην νίκην, βασισμένην
επί αορίστων και εφημέρων προνομίων, όπως επιτύχη, ει δυνατόν,
περισσοτέρας ωφελείας εκ της συνθήκης του Βουκουρεστίου». Προσθέτει δε
και τα εξής: «Το Κουτσοβλαχικόν ζήτημα, το οποίον επί ήμισυ αιώνα
απησχόλησε την όλην Εκκλησίαν και προεκάλεσε συνόδους και όρους συνόδων,
ελύετο δι’ ανταλλαγής επιστολών μεταξύ δύο πρωθυπουργών χωρίς να υπάρχη
προς τούτο και άδεια εκκλησιαστική, ουδέ γνώσις της Μεγάλης Εκκλησίας…
Ούτω ελύθη οριστικώς το από μακρού χρόνου οχληρόν κουτσοβλαχικόν
εκκλησιαστικόν ζήτημα, όλως τεχνητώς δημιουργηθέν και τοσαύτας
προκαλέσαν εκατέρωθεν (μεταξύ Ελλάδος και Ρουμανίας) προστριβάς».
45. Αντ. Θ.
Σπηλιωτόπουλος, Τα κακοποιά πνεύματα της ελληνικής ιστορίας από των
αρχαίων χρόνων μέχρι της σήμερον, εν Αθήναις, 1925, 185, με σκληρή
γλώσσα. Βλ. Λαζάρου, Ελληνισμός και λαοί…, Β΄, 321 σημ. 110. Κατά δε τον
Almaz (Μαζαράκη-Αινιάνα), Αι ιστορικαί περιπέτειαι της Μακεδονίας,
Αθήνησι 1912, 160-161: «Δυστυχώς …δεν υπήρξε και απέναντι του νέου
τούτου εχθρού (της ρουμανικής προπαγάνδας) προσήκουσα πάντοτε η πολιτεία
των ιθυνόντων το έθνος και την εκκλησίαν και των εν Μακεδονία
αντιπροσώπων αυτών…».
46. Αχ. Γ.
Λαζάρου, Η Αρωμουνική και αι μετά της ελληνικής σχέσεις αυτής. Διατριβή
επί διδακτορία. Εν Αθήναις 1976. Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία των
Θεσσαλών. Θεσσαλική Βιβλιοθήκη-Σειρά διατριβών και μελετημάτων 1.
47. Βλ. Επιτροπή Εθνικής Ενημερώσεως (ΕΕΕ), Αθήνα 2004, 34.
48. ΕΕΕ, 34.
49. ΕΕΕ, 34-35.
50. ΕΕΕ, 36.
51. ΕΕΕ, 37.
52. ΕΕΕ, 35.
53. ΕΕΕ, 34.
54. Λαζάρου, Ελληνισμός…, Α΄, 73-74.
55. Λαζάρου, ε.α., 74
56. Η
Νικολαΐδου στην σελίδα 21 σημειώνει: «Στις εργασίες του Λαζάρου
δημοσιεύεται πλήρης ελληνική και ξένη βιβλιογραφία γύρω από κάθε πτυχή
του Κουτσοβλαχικού ζητήματος. Συντριπτικά επιχειρήματα για «αντίπαλες»
θέσεις περιέχει η πρόσφατη μελέτη του Καταγωγή και επίτομη ιστορία των
Βλάχων της Αλβανίας, Ηπειρωτικό Ημερολόγιο, 15, 1993-1994, 427 κ.ε. Τα
επιχειρήματά του αναφέρονται τόσο στην καταγωγή των Κουτσοβλάχων όσο και
στην πληθυσμιακή κατανομή τους, ιδιαίτερα στον χώρο της Αλβανίας». Όμως
το ΕΛΙΑΜΕΠ επί προεδρίας Βερέμη διέπραξε το έγκλημα διαχωρισμού των
Βλάχων από τον Ελληνισμό, όταν μάλιστα από το πλέον αρμόδιο Ίδρυμα
υπευνθυμίζονται: «Τα Ζωγράφεια Διδασκαλεία από την μία μεριά και τα
περίφημα σχολεία του Αργυροκάστρου, της Κορυτσάς, της Μοσχοπόλεως, της
Χειμάρρας, της Πρεμετής, του Λαμπόβου, της Πολύτσανης, της Σωπικής, της
Δρόβιανης, του Δελβίνου κτλ. συνολικά 360, ανδρωμένα με τις γενναίες
επιχορηγήσεις των μεγάλων ευεργετών Αδελφών Ζάππα, Αρσάκη, Σίνα,
Ζωγράφου, Μπάγκα, Δούκα και άλλων, με τους 25.000 μαθητές τους, φέρανε
μία πραγματική άνθηση της παιδείας και των γραμμάτων στην περιοχή,
δημιούργησαν μία ακτινοβολία έξω και πέρα απ’ αυτή, και άφησαν μία
λαμπρή παράδοση παιδείας, μοναδική για ένα τόσο μικρό τόπο σε τέτοια
εποχή». (Κων. Ι. Κίτσος, Τα Ζωγράφεια Διδασκαλεία… Εκδόσεις ΙΒΕ Ιωάννινα
1985, 8). Ποιός ευεργέτης δεν είναι Βλάχος; Σε αντίθεση με το ΕΛΙΑΜΕΠ ο
ακραιφνέστατος Αλβανός, Σκυπιτάρος, μεγαλοτιτλούχος, εθνικιστής και
αγωνιστής για την πατρίδα του Αλβανία Basri-bey διαλαλεί την αλήθεια:
«Αναγνωρίζομε τον ελληνικό χαρακτήρα της Νότιας Αλβανίας, όπου το
υπεραιωνόβιο πολιτισμικό έργο των σχολών της κυριαρχεί ηθικά και
εθνικά». (Basri-bey, Ancien Député au Parlement ottoman. Président du
second Gouvernement national albanais et Chef du Pouvoir Exécutif ad
interim (1915-1916). Interné dans les garnisons austrohongroises
(1916-1918), L’ Orient débalkanisé et l’ Albanie. Origine des dernières
Guerres et Paix future, 5.
57. EEE, 35.
58. Ιστορία της
Μακεδονίας από τα προϊστορικά χρόνια ως το 1912. Εταιρεία Μακεδονικών
Σπουδών. Μακεδονική Βιβλιοθήκη, αρ. 63, Θεσσαλονίκη 1983, 49-50.
59. Br. Helly,
Θεσσαλία , Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 6, 1976,
183, Βλ. και Αχ. Γ. Λαζάρου, Ελληνισμός και λαοί…, Α΄ 607 σημ. 72.
60. Μ.
Hatzopoulos, Photicè colonie romaine en Thesprotie et les destinées de
la latinité épirote, Balkan Studies, 21, 1980, 90 και σημ. 7, 102-103.
61. Λαζάρου, ε.α, 73.
62. Λαζάρου, ε.α., 47.
63. Θ. Κ. Πίτσιος, Εξελικτική Ανθρωπολογία και βασικές έννοιες της σύγχρονης ανθρωπολογικής έρευνας, Αθήνα, 2003, 526.
64.
Επιγραφόμενο Βλάχοι: οι διαδρομές ενός βαλκανικού λαού, στον χώρο και
τον χρόνο με ημερομηνία αρχικής δημοσιεύσεως 31/5/2009 και
ξαναζεσταμένο 15/4/2013.
65. Βλ. Μελέτης
Η. Μελετόπουλος, Το Ζήτημα του Πατριωτισμού. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα
2010, 44, όπου κεφάλαιο «Κατασκευή μειονοτήτων», πρωτιά ευρωπαϊκή!
Λαζάρου, ε.α., Α΄ 67.
66. Athener Zeitung, 1.11.1994.
67. Αγόρω
(Ρίτα) - Ελισάβετ Λαζάρου – Αχ. Γ. Λαζάρου, Εθνικά και μειονοτικά
θέματα. Εκδοτικός οίκος Κυρομάνος. Θεσσαλονίκη 2004, 280 σημ. 249. Βλ.
και Ελευθεροτυπία, 1.4.1994, 56, και Οικονομικός Ταχυδρόμος, 7.4.1994,
30. Αχ. Λαζάρου, Ελληνισμός και λαοί…, Γ΄ 563.
68. Μελετόπουλος, ε.α., 45-46.
ΠΗΓΗ = http://vlahofonoi.blogspot.gr/2013/05/blog-post_30.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου