Ο Γρηγόριος Ε΄. Τοιχογραφία Ιεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου.
Έργο Ιωάννου Τσολάκου.
|
Γράφει ο δημοσιογράφος Ανδρέας Μακρίδης
Την Κυριακή 13 Μαρτίου του 1821, σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Γρηγόριος ο Ε’, εκφωνεί επισήμως τον αφορισμό των δύο εμφανιζόμενων πρωταγωνιστών της ελληνικής εξέγερσης στη Μολδοβλαχία: Του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας, Αλέξανδρου Υψηλάντη και του συνεργάτη του Μιχαήλ (Βόδα) Σούτσου, Ηγεμόνα της Μολδαβίας.
Αν η επαναστατική προκήρυξη του Υψηλάντη, «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», διεκδικεί την διάκριση του πρώτου και πλέον προοδευτικού μανιφέστου της μεταναπολεόντειας εποχής, ο αφορισμός του διακινητή της και όσων των ακολουθούσαν, αποτελεί εκ πρώτης όψεως το άκρως αντίθετό του: Έναν κατάπτυστο ύμνο στο ραγιαδισμό και την εθελοδουλία.
Η δεύτερη έκδοση της «Χριστιανικής Απολογίας» του Πάριου, αυτή τη φορά ιδίοις πόροις και αλογόκριτη, στη Σαξονία |
Συντεταγμένος στις 11 Μαρτίου του ’21, ο αφορισμός εμφανίζεται έκτοτε, ως τεκμήριο του αντιδραστικού ρόλου της Εκκλησίας κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά και αργότερα. Οι κατήγοροι του Γρηγορίου ωστόσο, είτε αγνοούν, είτε ηθελημένα αποσιωπούν, πως την απόφαση για αφορισμό δεν την έλαβε κάποιος συνειδητά αντεπαναστάτης Πατριάρχης, αλλά ένα Σώμα εβδομήντα δύο εκπροσώπων της Ρωμιοσύνης της Κωνσταντινούπολης – ιερείς, πολιτικοί, αρχιτεχνίτες – αρκετοί εκ των οποίων ήσαν μυημένοι στο επαναστατικό εγχείρημα. Και σχεδόν πάντα, την ίδια ώρα που ο Γρηγόριος απαγχονίζεται εκ νέου από τους ομοφύλους του, αποσιωπείται όλο το κρίσιμο παρασκήνιο, που έκανε τον ίδιο τον Υψηλάντη να μιλά για «το άγιο αίμα του Πατριάρχη» μετά απ’ τον απαγχονισμό του.
Όσοι έχουν παρακολουθήσει τις μέχρι τώρα εξιστορήσεις μας, γνωρίζουνε, το πώς η επαναστατική προπαγάνδα της Φιλικής Εταιρείας, βασίστηκε στην χίμαιρα της «ρωσικής επέμβασης» - και όσοι διαβάσουν το επερχόμενο αφιέρωμά μας στο «μύθο του Κρυφού Σχολειού», θα δούνε αναλυτικά, το πώς χρησιμοποιήθηκε ο όρος «σχολείο», ή «ελληνομουσείο», ως κωδικός για την ίδρυση των κατά τόπους Εφοριών της επαναστατικής Οργάνωσης. Όλα αυτά, μετά την 1η Μαρτίου 1821 μοιάζουν παρελθόν, και καταρρέουν μπροστά στις διαβεβαιώσεις του ρώσου πρέσβη βαρώνου Στρογγανώφ, πως η Ρωσία καταδικάζει απερίφραστα το Κίνημα του Υψηλάντη. Τις συνέπειες της αποκάλυψης αυτής, μπορεί κανείς να εικάσει. Απ’ όσους έζησαν από κοντά ωστόσο, τις εσωτερικές διεργασίες στην ελληνική κοινότητα της Πόλης και τις δραματικές ώρες που χώρισαν την ελπίδα από την συντριβή, ελάχιστοι θέλησαν να μιλήσουν αναλυτικά. Ας προσπαθήσουμε να τις σκιαγραφήσουμε, με βάση το υπάρχον υλικό…
Όσοι έχουν παρακολουθήσει τις μέχρι τώρα εξιστορήσεις μας, γνωρίζουνε, το πώς η επαναστατική προπαγάνδα της Φιλικής Εταιρείας, βασίστηκε στην χίμαιρα της «ρωσικής επέμβασης» - και όσοι διαβάσουν το επερχόμενο αφιέρωμά μας στο «μύθο του Κρυφού Σχολειού», θα δούνε αναλυτικά, το πώς χρησιμοποιήθηκε ο όρος «σχολείο», ή «ελληνομουσείο», ως κωδικός για την ίδρυση των κατά τόπους Εφοριών της επαναστατικής Οργάνωσης. Όλα αυτά, μετά την 1η Μαρτίου 1821 μοιάζουν παρελθόν, και καταρρέουν μπροστά στις διαβεβαιώσεις του ρώσου πρέσβη βαρώνου Στρογγανώφ, πως η Ρωσία καταδικάζει απερίφραστα το Κίνημα του Υψηλάντη. Τις συνέπειες της αποκάλυψης αυτής, μπορεί κανείς να εικάσει. Απ’ όσους έζησαν από κοντά ωστόσο, τις εσωτερικές διεργασίες στην ελληνική κοινότητα της Πόλης και τις δραματικές ώρες που χώρισαν την ελπίδα από την συντριβή, ελάχιστοι θέλησαν να μιλήσουν αναλυτικά. Ας προσπαθήσουμε να τις σκιαγραφήσουμε, με βάση το υπάρχον υλικό…
Το εγχειρίδιο Ιστορίας του Πατριαρχείου προς χρήσιν των ελληνικών σχολείων – διασκευή συγγράμματος του Jean Cornand de Lacroze |
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε’: Ο ΑΥΤΑΡΧΙΚΟΣ ΑΛΛΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ
Όταν ο Δημητσανίτης Γρηγόριος ο Ε’, κατά κόσμον Γεωργάκης Αγγελόπουλος, αναλάμβανε στα 47 του χρόνια την Πατριαρχία της Κωνσταντινούπολης και την τυπική εθναρχία στο πλαίσιο του οθωμανικού βασιλείου, δεν θα μπορούσε να φανταστεί τα διλήμματα που θα είχε να αντιμετωπίσει αργότερα. Παρά ταύτα, ακόμα και στα 1797, τα σύννεφα του νεωτερισμού είχαν ήδη ταράξει τον μικρόκοσμο του Πατριαρχείου: Βασικότερο πολιτικοθρησκευτικό ζήτημα που είχε να αντιμετωπίσει, ήταν αναμφίβολα ο απόηχος της γαλλικής επανάστασης, με τις φιλελεύθερες ιδέες της, αλλά και την αθεΐα της και τις αντικληρικαλικές της μυστικές εταιρείες. Δεύτερο ζήτημα, οπωσδήποτε συνδεδεμένο με το πρώτο, ήσαν οι προοπτικές του ίδιου του Γένους, εντός της επικράτειας του Σουλτάνου.
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1768-1774, που έληξε με την Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, απελευθέρωσε όλες εκείνες τις δυνάμεις της Ρωμιοσύνης, που ανδρώνονταν σταδιακά, εγκλωβισμένες επί αιώνες στο κέλυφος της υποταγής. Η Ρωσία έγινε ο εγγυητής των δικαιωμάτων των ορθοδόξων χριστιανών, απελευθερώθηκε η ελληνική ναυτιλία, το εμπόριο – και άρα και η παιδεία – με αποτέλεσμα να έρθουν σε επαφή κομμάτια του Γένους που πρωτύτερα ενδεχομένως να αγνοούσαν το ένα την ύπαρξη του άλλου. Ένας χάρτης κράτους ελληνικού, σταδιακά σχηματιζόταν στις συνειδήσεις των μορφωμένων Ρωμιών και δύο δρόμοι έμοιαζαν να φτάνουν ως αυτόν: Ο ένας ήταν ο δρόμος της καταφυγής στα όπλα, με την βοήθεια μιας ξένης δύναμης. Ο άλλος ήταν ο δρόμος της επιδίωξης μιας ισονομίας στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα έφερνε τους Έλληνες στα ανώτατα αξιώματά της, ως ισότιμους υπηκόους της. Ο πρώτος δρόμος, είναι ο δρόμος που ακολουθεί ο Ρήγας, ο πρώην γραμματικός του Φαναριώτη ηγεμόνα, Νικολάου Μαυρογένη. Ο δεύτερος δρόμος, είναι ο δρόμος που ακολουθούν οι Φαναριώτες, συμβιβασμένοι ως τα τότε με την δουλεία τους ως αξιωματούχοι του Σουλτάνου, αλλά με αναπτερωμένο το ηθικό. Η προοπτική της εκ των έσω άλωσης της Αυτοκρατορίας, θα ενταφιασθεί ιστορικά το 1807, με την ανατροπή του Σελήμ του Γ’ – του πλέον φιλελεύθερου Σουλτάνου που είχε περάσει απ’ το τιμόνι της – πριμοδοτώντας την επαναστατική εκδοχή του ελληνικού σεναρίου.
Ο Γρηγόριος, όπως και οι υπόλοιποι Πατριάρχες, ανεβαίνει στον θρόνο του ως προστατευόμενος μιας φαναριώτικης φαμίλιας και στο πλαίσιο ενός αδυσώπητου ανταγωνισμού. Προστάτης του είναι ο Κωνσταντίνος Χατζερής - κι η άνοδός του δείχνει να σηματοδοτεί την ανάδυση μιας «ρωσίζουσας» φατρίας στο χώρο του Φαναρίου, με επικεφαλής τους Υψηλάντηδες και τους Μουρούζηδες, ενάντια στην γαλλίζουσα φατρία των Σούτσων.
«Ο λαός ένοπλος ωρκίσθησαν, ή να ζήσωσιν ελεύθεροι, ή να αποθάνωσι»: Μαθήματα γαλλικής επανάστασης από το Πατριαρχείο, στα 1808…
|
Με προφανή εντολή των Φαναριωτών πολιτικών, ο Γρηγόριος θα συνδράμει τις προσπάθειές τους για απόκρουση της ναπολεόντειας επιρροής στην Ανατολή, εκδίδοντας λογοκριμένη επί το ηπιότερο, την «Χριστιανική Απολογία» του αντιδραστικού μυστικιστή Αθανάσιου Πάριου, επιτρέποντας στην Κωνσταντινούπολη την έκδοση της «Πατρικής Διδασκαλίας» - ενός εξόχως αντεπαναστατικού συγγράμματος με δηλούμενο συγγραφέα του τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων – και αφ’ ετέρου με πατριαρχική εγκύκλιο του 1797, στην οποία καλεί τους Επτανησίους να στραφούν ενάντια στους Γάλλους. Η επιβράβευση της αντιγαλλικής στάσης των Ιονίων, θα ήταν όμως, «να απολαύσουν της ελευθερίας και των αρχαίων προνομίων των» και να διαλέξουν οι ίδιοι την διοίκησή τους, με την εγγύηση του Σουλτάνου. Οι φαινομενικά αντεπαναστατικές, αλλά συντονισμένες κινήσεις του Φαναρίου, κατορθώνουν να εγκαθιδρύσουν το πρώτο ελληνικό κράτος στη νεώτερη Ιστορία: Την μονίμως αγνοούμενη, Επτανήσιο Πολιτεία, με την μικρή, επτάχρονη, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πορεία.
Αυταρχικός και πείσμων ο Γρηγόριος, θα υπερβεί με τον αντι-γαλλικό του ζήλο τα όρια των εντολέων του, δημιουργώντας παρεξηγήσεις και αντιδράσεις. Η «ρωσική» φατρία θα τον αντικαταστήσει στα 1799 με τον Νεόφυτο Ζ’ – και ο Γρηγόριος θα αποσυρθεί στο Άγιο Όρος. Ο Νεόφυτος θα πέσει και πάλι από μηχανορραφίες των Σούτσων, για να έρθει στη θέση του ο Καλλίνικος Δ', για να πέσει κι αυτός στη συνέχεια, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα συμμαχήσει με την Γαλλία, ενάντια στον συνασπισμό Αγγλίας-Ρωσίας. Στα πράγματα έρχονται τότε οι «γαλλίζοντες» Σούτσοι, οι οποίοι θα ξεχάσουν την παλαιότερη αντιπαράθεσή τους με τον Γρηγόριο (η οποία φυσικά, δεν ήταν προσωπική, αλλά αντιπαράθεση συμφερόντων) και θα τον επαναφέρουν στο προσκήνιο στα 1806. Το Πατριαρχείο, θα ευθυγραμμιστεί με την νέα κατάσταση – και τα συγγράμματα ή οι εγκύκλιοι κατά των «αθέων Γάλλων» και των ανατρεπτικών ιδεών, θα δώσουν την θέση τους σε ένα σύγγραμμα, που εκδίδεται από το Πατριαρχείο προς χρήσιν των μαθητών των ελληνικών σχολείων, με δέκα σελίδες αναλυτικό αφιέρωμα…στη Γαλλική Επανάσταση!
Σκαρλάτος Καλλιμάχης: Ο πρώην Δραγουμάνος που συνέταξε την αναφορά της υποταγής στο Σουλτάνο |
Στα 1807, η Επτανήσιος Πολιτεία δέχεται την επίθεση του Αλή Πασά – και ο επικεφαλής της Πολιτείας, Ιωάννης Καποδίστριας, καλεί τους έλληνες οπλαρχηγούς προς υπεράσπισή της. Σύμφωνα με έγκυρες μαρτυρίες, ο Καποδίστριας στην Λευκάδα υπόσχεται την στήριξη της Ρωσίας σε εξέγερση των Ελλήνων το επόμενο έτος – και οι αρματολοί ορκίζονται από τον Μητροπολίτη Άρτας, Ιγνάτιο, να ξεκινήσουνε του χρόνου την επανάσταση από το Καστρί, στους πρόποδες του Ολύμπου. Καθώς οι μάχες των ευρωπαίων ηγεμόνων εναντίων του Ναπολέοντα συνεχίζονται, η Ρωσία εισβάλει στη Μολδαβία. Είναι η ώρα του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, πατέρα του Αλέξανδρου, ν’ αυτομολήσει στη Ρωσία.
Η συμμαχία Ναπολέοντα και Σουλτάνου, δεν έμελε να κρατήσει για πολύ. Το ίδιο άλλωστε και οι ελπίδες των Ελλήνων. Η συνθήκη του Τιλσίτ στα 1807, ματαιώνει τις υποσχέσεις του Καποδίστρια για ελληνική εξέγερση στη Θεσσαλία. Και όσοι πίστεψαν στις διαβεβαιώσεις των Ρώσων, το πλήρωσαν για μία ακόμη φορά ακριβά.
Γράφει σχετικά ο γραμματέας του Δημητρίου Υψηλάντη, Ιωάννης Φιλήμων: «Ο Σινιάβιν, ναύαρχος του ρωσσικού στόλου, καταστρέφει εκείνον των Τούρκων κατά το Αιγαίον, οι δε Έλληνες θεωρούσαν ήδη την προωρισμένην ώραν της σωτηρίας των από την μάστιγαν της οθωμανικής τυραννίας. Τι απολαμβάνουν όμως, ενώ η μεταξύ της Γαλλίας και Ρωσσίας ειρήνη του Τιλσίτ, αφήσασα ήσυχον την Ήπειρον επέφερε την ανακωχήν της Σλαβοΐας (12/08/1807); Οι Τούρκοι εκδικούνται την προς τους Ρώσσους αφοσίωσιν τούτων. Σφάζονται και άλλοι και ο γηραιός Αλέξανδρος Υψηλάντης, πατήρ του επαναστάτου Κωνσταντίνου και αρπάζονται αι περιουσίαι διαφόρων εις την Στερεάν προ πάντων».
Η λήξη της γαλλο-ρωσικής συμμαχίας, οδηγεί στην νέα έξωση του Γρηγορίου από τον πατριαρχικό θρόνο και των «γαλλιζόντων» Φαναριωτών απ’ τα αξιώματα της Αυτοκρατορίας. Ο ηγέτης της «γαλλίζουσας» μερίδας Αλέξανδρος Μ. Σούτσος καρατομείται και οι «ρωσίζοντες» επανέρχονται στις πρότερες θέσεις τους. Επωφελείται και πάλι ο Καλλίνικος ο Ε’, ο οποίος καταλαμβάνει το θρόνο δίνοντας ένα γερό μπαξίσι στον μεγάλο βεζύρη. Η εξέγερση των Γενιτσάρων στα 1807 θα ρίξει τον ήπιο σουλτάνο Σελήμ Γ’ και θα ματαιώσει τις ελπίδες για συνδιαχείριση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους χριστιανούς. Στον πατριαρχικό θρόνο ανεβαίνει ο Ιερεμίας ο Δ’ από την Κρήτη, ένας αγράμματος ιεράρχης, ο οποίος, έχοντας τουλάχιστον συναίσθηση της αδυναμίας του, στηρίζει ιδιαίτερα την παιδεία. Η σύναψη της ρωσο-τουρκικής συνθήκης ειρήνης του Βουκουρεστίου το 1812, οδηγεί τους «ρωσίζοντες» βασικούς διαπραγματευτές της Πύλης, Παναγιώτη και Δημήτριο Μουρούζη, στον θάνατο δι’ αποκεφαλισμού. Στα 1813, πέφτει ο Ιερεμίας και ανεβαίνει στο θρόνο ο Κύριλλος ο ΣΤ’, για να πέσει μετά από πέντε χρόνια, προς όφελος του Γρηγόριου.
Λίγο πριν χριστεί για τρίτη και τελευταία φορά Πατριάρχης, ο Γρηγόριος θα δεχθεί στο ασκητικό του κελί στο Άγιο Όρος, την επίσκεψη του κορυφαίου Φιλικού, Ιωάννη Φαρμάκη, ο οποίος θα τον «κατηχήσει» στην Φιλική Εταιρεία, σύμφωνα με την διήγηση του Ξάνθου: «Περί τα μέσα του 1818 (ενώ ο Γρηγόριος Ε, ως εξόριστος, βρισκόταν στον Άθωνα) μεταβάς εις Άγιον Όρος ο Ιωάννης Φαρμάκης ανεκοίνωσεν εις τον Πατριάρχην τα της Φιλικής Εταιρείας. Ακούσας ο Πατριάρχης έδειξε ευθύς ζωηρότατον ενθουσιασμόν υπέρ του πνεύματος αυτής. Όταν ανέπτυξεν κατήχησιν και εζήτησεν Όρκον, ο Πατριάρχης ηρνήθη ειπών: εμένα μ' έχετε που μ' έχετε και υπέδειξε ότι δεν ηδύνατο να ορκισθή ως κληρικός και ότι τοιούτος όρκος ηδύνατο να βλάψη».
Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΙΚΟΙ
Ο εθνομάρτυρας επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας |
Ο Γρηγόριος αρνείται να δώσει τον όρκο της μύησης στους Φιλικούς, αν και δέχεται την «κατήχησή» τους, που στην περίπτωσή του λαμβάνει χαρακτήρα απλής ενημέρωσης. Είναι σαφές πως ο ίδιος δεν έχει εμπιστοσύνη στους τρεις άσημους εμπόρους της Οδησσού – και δεν είναι ο μόνος. Δεν τους αποθαρρύνει ωστόσο. Δηλώνει σύμφωνος με τον τελικό προορισμό, αν και όχι κατ’ ανάγκην με το όχημα. Άλλωστε, ο όρκος των Φιλικών, περιλαμβάνει και την υπακοή στην άγνωστη «Υπέρτατη Αρχή», μια υπακοή που φθάνει μέχρι και της υποχρέωσης δολοφονίας ενός αποστάτη, κι ο Πατριάρχης δεν είναι διατεθειμένος να δώσει όρκο υπακοής σε κάποιον άγνωστο.
Τρία χρόνια κρατά η ηγεσία της Εκκλησίας το τετρασφράγιστο μυστικό στα συρτάρια της, χωρίς να το αποκαλύψει. Θα το μάθουν αργότερα και άλλοι δύο Πατριάρχες: Ο ένας είναι ο Πολύκαρπος Ιεροσολύμων, ο οποίος θα ενημερωθεί από τον Περραιβό κατ’ εντολήν του Παπαφλέσα. Ο άλλος, είναι ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, Θεόφιλος Β’, ο οποίος θα υψώσει και την σημαία της Επανάστασης στην πατρογενέθλια γη του, την Πάτμο.
Η σφραγίδα της Φιλικής Εταιρείας |
Η εικόνα της Φιλικής Εταιρείας, θ’ αλλάξει για τον Γρηγόριο, όπως και για το Φανάρι εν γένει, όταν θα μαθευτεί στα μέσα του 1819, πως επικεφαλής της Οργάνωσης, έχει ταχθεί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Την εικόνα αυτή, περιγράφει παραστατικά, ο αδελφός του Αρχηγού, Νικόλαος, αναφερόμενος σε σχετική ενημερωτική επιστολή του Υψηλάντη, που επεδείκνυαν τα μέλη της Φιλικής στους έλληνες αξιωματούχους: «…γίνηκε γνωστή σε όλους τους Έλληνες και ίσως ακόμη σε όλη την Κωνσταντινούπολη. Από το κύρος αυτής της επιστολής, αμέσως, ο Κωστάκης Μουρούζης, ο Χαντζερής, ο γραμματεύς του Πατριάρχου, αρκετοί επίσκοποι, όπως ο Εφέσου, ο Φιλιππουπόλεως κλπ, έσπευσαν να λάβουν μέρος. Και αργότερα, μετά την επικοινωνία του γραμματέως, ο ίδιος ο πατριάρχης μ’ έναν ατελείωτο αριθμό άλλων φαναριωτών εξεδήλωσαν μεγάλη διάθεση να γίνουν μέλη. Είναι μία απόδειξις ότι, αν μέχρι τότε όλοι αυτοί οι κύριοι δεν είχαν γίνει εταιρισταί, ήταν από το φόβο μήπως προδοθούν, αλλά μια και έμαθαν ότι μία προσωπικότης τόσο διακεκριμένη, όπως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ήταν ο πρώτος διευθυντής της Εταιρείας, είναι ολοφάνερο ότι τίποτε δεν τους εμπόδιζε να εταιρισθούν. Η οικογένεια Υψηλάντη φυλάει επιμελώς την αλληλογραφία και τα ντοκουμέντα μερικών απ’ αυτούς τους κυρίους, που μπορούν να επιβεβαιώσουν την πιστότητα της επιχειρήσεώς τους. Ως προς την ύπαρξη μιας επιστολής σαν αυτήν του Αλέξανδρου Υψηλάντη, εκτός από τη μαρτυρία των Εφόρων της Κωνσταντινουπόλεως, επικαλούμαι ακόμη τη μαρτυρία του Γαβριήλ Κατρακάζη, ακολούθου τότε της ρωσικής πρεσβείας. Μόλις είδε την υπογραφή του Αλ. Υψηλάντη στην επιστολή, πήρε τέτοιο φόβο, που δεν τόλμησε επί δύο μήνες να βγει από το σπίτι του. Και επί του θέματος αυτού (μια και αγνοούσε όλα όσα είχαν διαδραματιστεί στην Πετρούπολη) είχε γράψει στον Αλ. Υψηλάντη ότι βρισκόταν σε πλάνη, ότι εξετίθετο άσχημα μ’ αυτά, ότι δεν έπρεπε ν’ αφήνει ν’ άγεται από αγύρτες».
Βεβαίως, θα ήταν άστοχο να λάβει κανείς τοις μετρητοίς, την διαβεβαίωση του Νικολάου Υψηλάντη, πως ο μεγάλος δραγουμάνος της Πύλης, Κωνσταντίνος Μουρούζης, ή ο Πατριάρχης Γρηγόριος, ήσαν μέλη της Εταιρείας, με τις ίδιες υποχρεώσεις των απλών μελών. Αυτό που μπορούμε να κρατήσουμε, είναι πως μεγάλη μερίδα του Φαναρίου, (μεταξύ της οποίας και ο ίδιος ο Πατριάρχης), δηλώνει πως συμπαρατάσσεται με τον Υψηλάντη και πως συμμετέχει, με διαφορετικό βαθμό ενθουσιασμού, στο επαναστατικό εγχείρημα με την βασική του προϋπόθεση: Την συμπαράσταση της γνωστής-άγνωστης «Μεγάλης Δυνάμεως».
Ο Γρηγόριος βεβαίως, δεν συγκαταλέγεται στους φύσει ενθουσιώδεις ρομαντικούς που θα έσπευδαν να πλαισιώσουν το μεγάλο εγχείρημα. Είναι ήδη σε βαθύ γήρας (οι πλέον συντηρητικές εκτιμήσεις τον θέλουν στα 70, ενώ ο ίδιος δηλώνει πλέον των 90 ετών κατά την ανάκρισή του) και έχει ζήσει το κίνημα του Κατσώνη, τα Ορλωφικά, την κατάληξη της προσπάθειας του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, όταν επικεφαλής 3400 Ελλήνων συμπαρατάχθηκε με τον Τσάρο. Η προσπάθεια του γιού του τελευταίου, δείχνει βεβαίως πιο σοβαρή, δείχνει να διακλαδώνεται παντού και να φθάνει μέχρι τον Καποδίστρια, αλλά και πάλι κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος…
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης |
Αν ο Γρηγόριος κάνει ορισμένα δειλά βήματα προς την κατεύθυνση της Φιλικής Εταιρείας, η Εταιρεία κάνει πολύ περισσότερα προς την κατεύθυνση του Πατριαρχείου. Κλειδί στην όλη διελκυνστίδα, είναι οι δύο από τους τέσσερις Εφόρους της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη: Πρόκειται για τον Μεγάλο Γραμματικό του Πατριάρχη, Γεώργιο Αφθονίδη, ο οποίος λαμβάνει ενθουσιωδώς μέρος στο συντονισμό της επαναστατικής προετοιμασίας στην Ελλάδα και τη Μολδοβλαχία και για τον λόγιο Νικόλαο Λογάδη, υπεύθυνο έκδοσης της «Κιβωτού της Ελληνικής Γλώσσας» - του Λεξικού των ελληνικών που ξεκίνησε να εκδίδει το Πατριαρχείο στο τυπογραφείο του. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του ταμία της Φιλικής Εταιρείας, Παναγιώτη Σέκερη, σε επιστολή του προς τον συναρχηγό της Οργάνωσης, Αντώνιο Κομιζόπουλο:«…Σας πληροφορώ ότι εδώ εδιωρίσθησαν έφοροι δύο εκ των ελλογίμων ο Διδάσκαλος Ν. Λογάδης και ο μέγας γραμματικός του Πατριάρχου Ι. Ελευθεριάδης (σ.σ. πρόκειται για τον Γ. Αφθονίδη) και δύο εκ των εμπόρων, ο Βελισσάριος Διογενίδης και ο Π. Σέκερης. Προς αυτούς είναι αναγκαίον ένα γράμμα. Και αν αποφασισθή να τους σταλθή, ή αν ήλθε κανένα εις χείρας σας, να τους το στείλετε μέσον του αδελφού σας γραφέως. Με ανυπομονησίαν προσμένομεν να ιδούμεν επιτυχίαν του Θωμαΐδους (προς τον οποίον παρακαλώ να στείλετε την έσωθεν γραφήν μου) εις την οποίαν φαίνεται ότι θέλει σταθή όλη η βάσις». (σ.σ.: «Θωμαΐδης» είναι το επαναστατικό ψευδώνυμο του Ξάνθου).
Στην τελευταία φάση εκδήλωσης του επαναστατικού σχεδιασμού, ο Υψηλάντης αναπροσαρμόζει την Εφορία της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, αντικαθιστώντας την αρχική τετράδα με τους τότε μεγαλεμπόρους, Κυριάκο Κουμπάρη, Σπυρίδωνα Μαύρο και Ιωάννη Μπάρμπη. Στο στάδιο αυτό, η Εφορία παίζει κυρίως ρόλο χρηματοδότη, καθώς απέρριψε μια ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη πτυχή του ανατρεπτικού εγχειρήματος που αφορούσε την Πόλη. Πρόκειται για το λεγόμενο «Μερικόν περί Κωνσταντινουπόλεως σχέδιον», ένα εξωφρενικά παράτολμο σενάριο, που προέβλεπε την κήρυξη της Επανάστασης από τον Γρηγόριο, πυρπόληση του τουρκικού στόλου και εξέγερση των Ρωμιών της Πόλης. Ο Φιλήμων αναφέρει πως οι αρχικοί υπερφίαλοι σχεδιασμοί περιορίστηκαν στην απλή πυρπόληση του τουρκικού στόλου, για να ματαιωθεί και αυτό το εγχείρημα, κατόπιν διαμαρτυριών των Εφόρων της Πόλης πως είναι τελείως ανέφικτο.
ΤΟ ΛΕΓΟΜΕΝΟ «ΜΕΡΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΣΧΕΔΙΟ» - ΟΙ ΠΡΟΤΡΟΠΕΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΓΙΑ «ΣΥΝΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΟΧΗ»
«Δια να ενωθώσι όλοι οι ημέτεροι ομογενείς με ημάς, όσον τάχος, ο Ναύαρχος, καθ’ ην ώραν κυριεύση τον στόλον, αμέσως πρέπει να στείλη έναν άνθρωπον με γράμμα εις τον Πατριάρχην, διαλαμβάνον, ότι η ζωή του κοινού λαού και η σωτηρία του ήρτηται από αυτόν, και ας εκλέξη, η να αποθάνη από τους ασεβείς εις την επανάστασιν, ή δια την παρακοήν να καή αυτός και το ποίμνιόν του μετά των αλλοφύλων, εάν δεν ενδώσουν αυτοί και υποταχθούν. Λοιπόν, Σε διωρίζομεν (να τον λέγη) να στείλης πανταχόσε της πόλεως ιερωμένους και λαϊκούς, καθ’ ους ηξεύρεις τρόπους η Παναγιότης σου, τον μεν εκλεκτόν λαόν να διεγείρης, τους δε ασεβείς να εκφοβίσης κηρύττων ότι, εάν δεν ησυχάσουν και παραιτήσουν τα όπλα, θέλουν χαθή κατά κράτος…»
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο στο συγκεκριμένο αυτό τεκμήριο, η γνησιότητα του οποίου έχει βασίμως αμφισβητηθεί. Σίγουρο είναι ωστόσο, πως ο Υψηλάντης επέμενε τουλάχιστον στην πυρπόληση του οθωμανικού στόλου, παρακινημένος πιθανότατα από φανταστικές πληροφορίες που έφταναν μέχρις αυτόν και πως έφθασε μέχρι του σημείου να απειλήσει και με παραίτηση, εάν δεν έβλεπε τους Φιλικούς της Πόλης να κινητοποιούνται δραστικά. Οι Έφοροι της Κωνσταντινούπολης ωστόσο, ζήτησαν οικονομική βοήθεια από Οδησσό και Μόσχα, όπως επίσης και την αποστολή τριών εμπειροπόλεμων πολεμάρχων - δύο της ξηράς και έναν θαλασσόλυκο. Την εντιμότητα των προθέσεών τους είναι δύσκολο να την αμφισβητήσουμε, καθώς το αδύνατο του εγχειρήματος πιστοποίησε ακόμα και ο ριψοκίνδυνος Παπαφλέσας, όπως και ο έμπειρος Χριστόφορος Περραιβός, που απεστάλη ειδικά για τον λόγο αυτό στην Κωνσταντινούπολη. Σε κάθε περίπτωση, η προδοσία του μυστικού της Εταιρείας που έγινε στις αρχές του ’21, ματαίωσε οριστικά κάθε κινητοποίηση στην Πόλη, καθώς πλέον, οι οθωμανικές αρχές είχαν αρχίσει να γίνονται εξαιρετικά καχύποπτες κι η μυστικότητα έπρεπε πάση θυσία να διατηρηθεί.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Γρηγόριος κρατά στάση αναμονής και δεν παύει να συμβουλεύει τους Φιλικούς που τον περιτριγυρίζουν, για «προσοχή και σύνεση». Ο Πατριάρχης βλέπει το ποτήρι μισοάδειο: Συντηρητικός και διόλου φίλος των επαναστάσεων, προτιμά να διακρίνει τους κινδύνους από έναν ενδεχόμενα αποτυχημένο καθολικό ξεσηκωμό του Γένους, παρά τα οφέλη από μία ενδεχόμενη μερική νίκη του. Το βλέμμα του Πατριάρχη εξακολουθεί να είναι «ρωμιοκεντρικό»: Σαν τον δικέφαλο βυζαντινό αετό, εδράζεται στην υπόδουλη Κωνσταντινούπολη και ατενίζει τα εδάφη προς Ανατολάς και προς Δυσμάς που κάποια μέρα θα ξαναγίνονταν ρωμέικα. Δεν είναι «ελληνοκεντρικό», δεν ατενίζει την Πόλη από κάποια επαρχία της παλιάς Ελλάδας που ζητά την αποσκίρτησή της…
Στο πλαίσιο των εκκλήσεών του για «προσοχή και σύνεση», ο Γρηγόριος ενημερώνει τον Ξάνθο για το ποιόν του Παπαφλέσα, λίγο πριν την αναχώρηση του τελευταίου για την Ελλάδα. Η Εφορία της Κωνσταντινούπολης έχει αναγκαστεί να ξοδέψει ένα τεράστιο ποσό προκειμένου να δωροδοκήσει την αστυνομία του Σουλτάνου και να γλυτώσει τον Παπαφλέσσα από τα νύχια της, μόνο και μόνο επειδή εκείνος είχε ξυλοκοπήσει τον Τούρκο υπηρέτη του. Προφανώς ο Πατριάρχης, είχε και άλλα ακόμα στοιχεία στο συρτάρι του. Ο ιδρυτής της Φιλικής, ζητά εξηγήσεις από τον Παπαφλέσα, ο οποίος σπεύδει να διαψεύσει τον Γρηγόριο, σε επιστολή του της 15ης Νοεμβρίου του 1820: «Τα του παλαιοτέρου ήτον ψευδή για τον αρμόδιον».(«Αρμόδιος» βάσει του συνωμοτικού κωδικού ήταν ο Παπαφλέσας και «παλαιότερος» ο Πατριάρχης).
Άλλο τόσο, σε επιστολή του της 28ης Δεκεμβρίου 1820, προς τον αργότερα εθνομάρτυρα, επίσκοπο Ησαΐα Σαλώνων, ο Γρηγόριος αξιώνει «εχεμύθεια και προφύλαξη», καθώς «κακό πολλοί μηχανώνται δια το της φιλοπλουτείας έγκλημα». Στην ίδια επιστολή, ο Πατριάρχης σχολιάζει την επαναστατική δραστηριότητα του παπα-Ανδρέα, ενός αγωνιστή απ’ την Άμφισσα, ο οποίος, σύμφωνα με τον καθ. Ν. Βέη, «διεκρίνετο επί ευτολμία και προσωπική ανδρεία, πολλάκις ερεθίζων τους Τούρκους και υπ’ αυτών καταδιωκόμενος»:
«Η του Παπανδρέου πράξις πατριωτική μεν τοις γινώσκουσι τα μύχια, κατακρίνουσι δε οι μη ειδότες τον άνδρα. Κρύφα υπερασπίζου αυτόν, εν φανερώ δ’ άγνοιαν υποκρίνου, έστι δ’ ότε και επίκρινε τοις θεοσεβέσιν αδελφοίς και αλλοφύλοις ιδία.
Άσπασαι, συν ταις εμαίς ευχαίς, τους ανδρείους αδελφούς, προτρέπων εις κρυψίνοιαν δια τον φόβον των Ιουδαίων. Ανδρωθήτωσαν ώσπερ λέοντες και η ευλογία του Κυρίου κρατυνεί αυτούς, εγγύς δ’ έστι, το του Σωτήρος πάσχα» γράφει ο Γρηγόριος προς τον Ησαΐα Σαλώνων.
Είναι φανερό πως ο Γρηγόριος περιμένει «το του Σωτήρος πάσχα» το οποίο «εγγύς έστι». Η μεταφορά είναι φυσικά βιβλική και θυμίζει την εισαγωγή του κατά Λουκάν Ευαγγελίου για το μυστικό δείπνο: «Ήγγιζε δε η εορτή των αζύμων η λεγομένη πάσχα» (κεφάλαιο κβ’, εδάφιο 1). Μέχρι το «πάσχα του Σωτήρος» ωστόσο, ο Ησαΐας θα πρέπει να «ασπάζεται τους ανδρείους αδελφούς», προτρέποντάς τους σε «κρυψίνοια». Και όσο και αν θα πρέπει να εύχεται, «οι ανδρείοι αδελφοί να ανδρωθούν σαν τα λιοντάρια και η ευλογία του Κυρίου να τους διαπεράσει», τον παπα-Ανδρέα θα πρέπει να τον επικρίνει δημόσια, κυρίως ενώπιον των Οθωμανών, και να τον υπερασπίζεται μονάχα στα κρυφά.
Γνωρίζοντας την αδυναμία της, η Εφορία της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, μπορεί τουλάχιστον να ενημερώνει τον Υψηλάντη σε πρώτο χρόνο, για τις πιέσεις που δέχεται το Πατριαρχείο. Αυτό συμβαίνει, μόλις ενεργοποιείται η παράμετρος του γενικού επαναστατικού σχεδίου, (βλ. το σχετικό αφιέρωμά μας στην παρούσα ιστοσελίδα), που αφορά τον δελεασμό του Αλή Πασά να κηρύξει αποστασία ενάντια στην Πύλη. Στις 12 Ιανουαρίου του 1821, η Εφορία αποστέλλει επιστολή προς τον Υψηλάντη, για να τον ενημερώσει, πως ο Σουλτάνος έχει παραγγείλει στον Πατριάρχη να εκδώσει αφορισμούς σε όσους Σουλιώτες συνδράμουν τον Αλή: «Η Πόρτα, μαθούσα παρά των εν Ιωαννίνοις διοικητών αυτής, την μετά του Αλή Πασσά συμμαχίαν των Σουλιωτών και των περιχώρων και τον ακροβολισμόν αυτών κατά των βασιλικών, εμήνυσε τη Εκκλησία και έγιναν δις σφοδροί αφορισμοί κατά των ρηθέντων και όσων προσέτι φρονούσι τα υπέρ του αποστάτου και εναντίων των βασιλικών». Για τον λόγο αυτό, ο Υψηλάντης διαμηνύει στον Κολοκοτρώνη οκτώ μέρες αργότερα: «Ο μεν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου».
Ο Υψηλάντης γνωρίζει τον τρόπο λειτουργίας του οθωμανικού κράτους. Ο παππούς του και ο πατέρας του υπήρξαν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Σουλτάνου – δεν χρειαζόταν την ενημέρωση της Εφορίας γι’ αυτό που αναμενόταν να συμβεί. Οι επιστολές ωστόσο, είναι αξιοσημείωτες, καθώς τεκμηριώνουν την επικοινωνία μεταξύ του στρατοπέδου των επαναστατών και της Εφορίας της Πόλης, η οποία στην πλέον κρίσιμη περίοδο ανάπτυξης της Φιλικής Εταιρείας, στελεχωνόταν από τους δύο στενούς συνεργάτες του Γρηγορίου.
Η επικοινωνία αυτή, μαρτυρείται ακόμα και από σφοδρούς επικριτές του Πατριάρχη. Αναφερόμαστε στον αγωνιστή Παναγιώτη Καλεβρά, ο οποίος στο βιβλίο του με τίτλο «Η εν Ελλάδι πολυκέφαλος Πολιτική Λερναία Ύδρα», δηλώνει ιερολοχίτης, λοχαγός της βασιλικής φάλαγγας και γραμματικός του Γκούρα, χωρίς να υπάρχει κανένα στοιχείο που να πιστοποιεί τους ισχυρισμούς του αυτούς. Ο Καλεβράς, αν και φαίνεται να αγνοεί την διάρθρωση της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, κατηγορεί τον Γρηγόριο ότι απέτρεψε την εφαρμογή του «μερικού επαναστατικού σχεδίου»:
«Η επαναστατική προς τους Έλληνας προκήρυξις του Αλεξ. Υψηλάντου έφθασεν εις Κωνσταντινούπολιν προς τον Πατριάρχην τον Φεβρουάριον του 1821 έτους. Ταυτοχρόνως δε, εστάλησαν και οδηγίαι εις τον Πατριάρχην υπό του Υψηλάντου και υπό του εν Οδησσώ Συμβουλίου των Εταιριστών, εξαιτουμένων να φανή γενναίος, να ευλογήση την σημαίαν της επαναστάσεως, να δώση εις τους συνωμότας το σύνθημα και έπειτα, εάν ήθελε ν’ αναχωρήση εις Πελοπόννησον, ή εις Οδησσόν, δι’ ό και πλοίον υπήρχεν έτοιμον και τεσσαράκοντα χιλιάδας γρόσια δι’ έξοδα αυτού. Μάτην ανέμενεν ο Κωνσταντίν-βεης, Υδραίος, γενικός διοικητής του τουρκικού στόλου, αποπλέων, το παρά του Πατριάρχου ελπιζόμενον σύνθημα, ίνα ορμήση μετά 700 γενναίων ναυτών, ωρκισμένων προς τούτο, ανδρών ικανών ίνα επιπέσωσι και κυριεύσωσιν όλον τον τουρκικόν στόλον αμαχητί, διότι έκαστον πλοίον είχε μόνον 15 έως 30 ναύτας απειροπολέμους, υπηρέτας ως ειπείν της καθαριότητος. Μάτην επίσης ανέμενον το σύνθημα και της ξηράς γενναία της Εταιρείας πολυάριθμα μέλη, όπως ρίψωσι πυρ εις τέσσαρα πέντε μέρη της Κωνσταντινουπόλεως, καθ’ ότι, κατά την έκπαλαι συνήθειαν, ο Σουλτάνος μετά των υπουργών του ώφειλε να εξέλθη ως επί πάσης πυρκαϊάς, προς απόσβεσιν. Κατ’ εκείνην την περίστασιν ήσαν ωρισμένοι, οι μεν της Εταιρείας των Φιλικών, γενναιώτεροι άνδρες να εξορμήσωσι δια ξιφιδίων και να φονεύσωσιν αυτούς, οι δε άλλοι να αρπάσωσιν όλα τα όπλα από της οπλοθήκης, να τα διανείμωσιν εις τους συνωμότας της Εταιρείας και λοιπούς, διότι όλοι οι Τούρκοι ήσαν αμέριμνοι και ουδ’ εγχειρίδιον είχον μεθεαυτών (…) Ο Πατριάρχης Γρηγόριος δυστυχώς, εμπόδιζε λέγων: «Μη κινηθήτε ακόμη, διότι περιμένω απάντησιν από της Ρωσίας…». Αγνοείται πώς εξέλαβε την προκήρυξιν του Υψηλάντου. Μη ειδώς δε τα διατρέξαντα κατά την εν Λαϊμπάχ σύνοδον των ευρωπαϊκών δυνάμεων και νομίσας αυτά ως ραδιουργίας τινών, εμπόδιζε παν κίνημα. Αλλά και η Ρωσσία, φοβούμενη μη ανακαλυφθή και συλληφθή επ’ αυτοφώρω βοηθούσα τους Έλληνας και ως εκ τούτου ακυρωθή το πρωτόκολλον της ουδετερότητος, δεν τον απήντησεν ουδαμώς…»
Δεν θεωρούμε τον Καλεβρά αξιόπιστη πηγή – κι ας τον έχει αναδείξει ο Κορδάτος ως τέτοιον στην δική του, μαρξίζουσα ανάλυση της Επανάστασης. Η αντίληψή του Καλεβρά, πως θα ήταν δυνατόν ο Σουλτάνος με τους υπουργούς του να σπεύσουν να κατασβήσουν οι ίδιοι την φωτιά που θα άναβαν οι Έλληνες στον τουρκικό ναύσταθμο, ώστε να τον σφάξουν οι Έλληνες με ξιφίδια, είναι κατά την γνώμη μας καταγέλαστη, όπως και πολλές άλλες καταθέσεις που πραγματοποιεί στα βιβλία του. Άλλο τόσο αδιανόητο θα ήταν να δραπέτευε ο Πατριάρχης απ’ την Κωνσταντινούπολη, αδιαφορώντας για την τύχη των δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων της Πόλης που θα άφηνε πίσω του. Το ενδιαφέρον ωστόσο, εστιάζεται στο γεγονός, πως ακόμα και την εποχή που οι αγωνιστές ήσαν ακόμα ζωντανοί, ακόμα και ανάμεσα σε επικριτές του Γρηγορίου, αναγνωρίζεται ως καταλύτης των εξελίξεων, η αγωνία της Κωνσταντινούπολης για την επέμβαση της Ρωσίας και η σιωπή της τελευταίας…
ΑΠΑΝΩΤΕΣ ΣΥΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΡΩΣΙΚΕΣ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ – Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Όταν οι ειδήσεις για το κίνημα του Υψηλάντη φθάνουνε στην Πόλη, πλήττουν την Υψηλή Πύλη ως κεραυνός εν αιθρία. Αυτό, όπως έχουμε δείξει σε προηγούμενη ανάρτησή μας, γίνεται την 1η Μαρτίου, με επίσημες διαβεβαιώσεις του βαρόνου Στρογγανώφ πως η Ρωσία καταδικάζει την Επανάσταση και διαβεβαιώνει για την μη ανάμειξή της, σε περίπτωση που ο Σουλτάνος αναλάβει να καταστείλει την εξέγερση μονάχος. Το κλίμα στο παλάτι του Σουλτάνου, το περιγράφει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο, ο «εθνικός» ιστοριογράφος των Οθωμανών, Αχμέτ Ντζεβντέτ Πασά, στο έργο του «Γεγονότα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας»:
Σύμφωνα με τον Ντζεβντέτ Πασά, η οργή του Σουλτάνου στρέφεται κυρίως ενάντια στον αρχιγραμματέα του Ντιβανίου (υπουργικού συμβουλίου του Σουλτάνου), Χαλέτ Εφέντη, ο οποίος διαχειριζόταν τις υποθέσεις της Αυτοκρατορίας και τις σχέσεις του με το Φανάρι, σχεδόν εν λευκώ. Την 5η και την 7η Μαρτίου, πραγματοποιούνται δύο απανωτές συσκέψεις των οθωμανών αξιωματούχων, η πρώτη στην Υψηλή Πύλη και η δεύτερη στο μέγαρο του θρησκευτικού ηγέτη των Οθωμανών (Σεϊχουλισλάμη), Χαλίλ Εφέντη, χωρίς να ληφθεί καμία απόφαση. Μια μέρα μετά, την 8η Μαρτίου, ο Σουλτάνος καλεί εκ νέου τον Μέγα Βεζύρη, τον αρχιγραμματέα του Ντιβανίου, τον Σεϊχουλισλάμη και τον αρχηγό των Γενιτσάρων (Γενιτσάρ αγά) σε σύσκεψη. «Ο Μαχμούτ, μανιώδης εξ οργής, διέταξε την σφαγήν όλων των Ελλήνων και υπέδειξε το τι πρέπει να πράξη ο γενιτσάρ-αγάς εν Κωνσταντινουπόλει και εις τα περίχωρα. Ούτος δε, προσκυνήσας εδαφιαίως εδήλωσεν ότι θα υπακούση κατά γράμμα, ενώ ο Μέγας Βεζύρης, κατάπληκτος δεν ηδυνήθη να αρθρώση λέξιν. Ο δε Χαλέτ εφέντης, ο οποίος, ως είναι γνωστόν και εκ της κατασχεθείσης μυστικής αλληλογραφίας του μετά του μπερμπέρ-μπασή (αρχικουρέως) του Σουλτάνου, ήτο η αιτία όλων αυτών των συμφορών, αντελήφθη ότι το ζήτημα τούτο θα σημάνη το τέλος του και ότι η μόνη οδός σωτηρίας δι’ αυτόν, ήτο κάποια μεγάλη αναστάτωσις, η οποία δεν θα άφινε καιρόν να σκεφθή ο κόσμος περί των ανοσιουργημάτων του, και έδωκε δια της στάσεώς του να εννοηθή, ότι ενέκρινε την απόφασιν ταύτην.
Ο Σεϊχουλισλάμης Χαλίλ εφέντης όμως, άνθρωπος μορφωθείς εις την σχολήν του σουλτανικού ανακτόρου, γνωρίζων τα καθέκαστά του και διατελέσας επιμελητής του σουλτανικού ταμείου, ετόλμησε να ζητήση αναστολήν ημερών τινών, όπως χωρισθούν οι ένοχοι από τους αθώους και μελετηθή το ζήτημα κατά βάθος, ούτως ώστε όλα να γίνουν συμφώνως προς τον ιερόν νόμον. Ο δε Μέγας Βεζύρης, λαβών θάρρος, υπεστήριξε την γνώμην του Σεϊχουλισλάμου και ούτω, λαβόντες την έγκρισιν του Σουλτάνου, εξήλθον εκ των ανακτόρων. Συνεπεία τούτου και εις το ζήτημα αυτό, ως και εις το του Αλή πασά, ανεφύη διάστασις μεταξύ Χαλέτ και Σεϊχουλισλάμου».
Ο Μοχαμέτ Σαΐντ Χαλέτ Εφέντη στην ενθρόνιση του Ναπολέοντα |
Ο πρώην στρατιωτικός και τώρα θρησκευτικός ηγέτης των Τούρκων, Χαλίλ εφέντης, δεν εγκρίνει τις ομαδικές σφαγές και επιρρίπτει την πλήρη ευθύνη για το ξέσπασμα της εξέγερσης στον αρχιγραμματέα του Ντιβανίου, κατηγορώντας τον πως με τις επιλογές του, έσπρωξε μεγάλη μερίδα του Φαναρίου στο περιθώριο, εξωθώντας την στα άκρα. «Με την απόλυτον θέλησίν σου ελύπησες τόσους ανθρώπους αξίους εμπιστοσύνης. Έφερες τα πράγματα εις αυτό το σημείον» κατηγορεί ο Σεϊχουλισλάμης τον αρχιγραμματέα. «Ο Χαλέτ απήντησεν εις ύφος επίσης απότομον. Διεπληκτίσθησαν αρκετήν ώραν και εχωρίσθησαν ωργισμένοι. Από της στιγμής εκείνης, ο Χαλέτ εφέντης απεφάσισε ν’ ανατρέψη τον Σεϊχουλισλάμην και, όπως σωθή ο ίδιος, προσεπάθησε να προσελκύση με το μέρος του τας τάξεις εκείνας των γενιτσάρων, επί των οποίων εστηρίζετο. Ούτω ο μεν Χαλίλ εφέντης, ανελθών εις το αξίωμα θρησκευτικού αρχηγού από αγάς των ανακτόρων, εξετέλει παρ’ ελπίδα έργον ιερόν και έγινεν άξιος μεγάλου επαίνου, ενώ ο Χαλέτ, με την φήμην του «εφέντη», έχων θέσιν βεζύρου και δίδων γνώμην δια τα πάντα, επροτίμησεν, όπως λησμονηθούν τα ιδικά του έκτροπα, να κατέλθη μέχρι πράξεως σκληράς και τυραννικής, εφελκύσας ούτω την αποστροφήν και το μίσος».
Είναι σαφές πως ο Σεϊχουλισλάμης, Χαλίλ εφέντης, δεν έχει κι αυτός αντιληφθεί το μέγεθος της συνωμοσίας και τα βαθύτερα αίτια που έχουν οδηγήσει μεγάλη μερίδα της αριστοκρατίας της Ρωμιοσύνης κοντά στην Φιλική Εταιρεία. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, είναι άνθρωπος «άξιος μεγάλου επαίνου» - και στον εσωτερικό ανταγωνισμό των Οθωμανών, κερδίζει πόντους σε βάρους του Χαλέτ. Ο μεγάλος βεζύρης στέκει μάλλον αμήχανος, ενώ ο Γενιτσάρ αγάς δηλώνει έτοιμος για όλα (την κρίσιμη όμως, στιγμή, θα αρνηθεί να ηγηθεί του Τάγματός του ενάντια στην επαναστατημένη Ελλάδα). Ο Χαλέτ, θα προσεγγίσει τον γενιτσάρ αγά, τοκίζοντας στην ένταση για να επιβιώσει.
Η απόφαση ωστόσο του Σουλτάνου για γενικευμένη σφαγή των Ρωμιών στην Πόλη, ή όπου αλλού ο ίδιος επέλεγε, δεν έχει ακυρωθεί. Έχει απλώς δοθεί παράταση, προκειμένου να δοκιμαστεί και η εκδοχή της «σώφρονος διαχείρισης», που εκπροσωπεί ο Σεϊχουλισλάμης και ο μεγάλος βεζύρης. Στο πλαίσιο αυτό, η σκυτάλη των αποφάσεων, θα περάσει και από την ηγεσία των Ρωμιών.
«ΩΣ ΠΡΟΒΑΤΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΛΥΚΩΝ»…
Σύμφωνα με τον οθωμανό ιστοριογράφο Ντζεβντέτ Πασά, «φρόνιμοι τινες λειτουργοί του κράτους», προέτρεψαν τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’, να δηλώσει υποταγή στον Σουλτάνο και να διαβεβαιώσει πως «οι χρηστοί και πιστοί υπήκοοί του δεν ήσαν αναμεμιγμένοι εις τοιαύτην επαναστατικήν κίνησιν, ούτε και εγνώριζον το ελάχιστον περί αυτών, προσπίπτονες δε, συν γυναιξί και τέκνοις εις τους πόδας του, ικετεύουν αυτόν να τους λυπηθή και τους μεταχειρισθή με ευσπλαχνίαν».
«Κατόπιν της αναφοράς ταύτης, εξεδόθη αυτοκρατορικόν διάταγμα (ιραδές) διατάσσον να εξακριβώνεται εις το εξής ποίοι ενέχονται εις την επανάστασιν και τιμωρηθούν αμέσως, να μην ενοχληθούν δε καθόλου οι αθώοι. Συμφώνως προς το διάταγμα τούτο, ανεκοινώθη εις το Πατριαρχείον σχετική βεζυρική διαταγή αναγνωσθείσα ενώπιον του «έθνους», μεθ’ ο, ο Πατριάρχης εξέδωκεν εγκύκλιον καταδικάζουσαν το κίνημα, καταρωμένην και αφορίζουσαν τον Υψηλάντην και τον Σούτσον και δίδουσαν τας απαιτουμένας παραινέσεις και συμβουλάς».
Δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά, που το Πατριαρχείο θα προσέφευγε στην θρησκευτική ποινή του αφορισμού. Η ποινή αυτή, υπήρχε ως δικαίωμα, του Πατριαρχείου, προκειμένου να ρυθμίζει τις εσωτερικές υποθέσεις των Ρωμιών αντί της τουρκικής δικαιοσύνης – και το Πατριαρχείο, όφειλε βάσει των αρχικών συμφωνιών του Μωάμεθ Β’ με τον Γεννάδιο Σχολάριο, να κρατά τους ορθοδόξους πειθήνιους πάση θυσία. Αφορισμός σήμαινε αποκοπή απ’ το θρησκευτικό, άρα και εθνικό σώμα, μια απόφαση έσχατης απαξίας για το μέλος μιας κοινότητας που προσδιοριζόταν και αυτοπροσδιοριζόταν πρωτίστως θρησκευτικά. Ουδέποτε ωστόσο μέχρι τότε, είχε κληθεί το Πατριαρχείο να αφορίσει προσωπικότητες τόσο υψηλές όπως ο Σούτσος ή ο Υψηλάντης, που αίρονταν υπεράνω των παλαιών ανταγωνισμών των οικογενειών τους για την μεγάλη αφύπνιση του Ρωμέικου γένους - αλλά και εμμέσως, πρόσωπα που τους ακολουθούσαν και ήσαν σάρκες εκ της σαρκός της ρωμέικης αριστοκρατίας, όπως ο Αναστάσιος Καλλιάρχης, Έφορος του Μιχαήλ Σούτσου και αδελφός του πατριαρχικού συνοδικού ιεράρχη Διονυσίου Καλλιάρχη, ή ο Γεώργιος Μάνος, συνεργάτης του Υψηλάντη και συγγενής του πρώην Δραγουμάνου του Στόλου, Μιχαήλ Μάνου.
Οι στιγμές έχουν χαρακτήρα τραγικό. Είναι προφανές πως ο Πατριάρχης βρίσκεται μπροστά σε διλήμματα που τον υπερβαίνουν και καταστάσεις που αδυνατεί να χειριστεί μονάχος. Η εμπλοκή δε, ακόμα και ανθρώπων του στενού του περίγυρου, με την επαναστατική προετοιμασία, χειροτερεύει τα δεδομένα. Κατόπιν των προτροπών των μετριοπαθών τούρκων αξιωματούχων, αποφασίζει να συγκαλέσει σε σύσκεψη το άτυπο Συμβούλιο των Ρωμιών, που συνεδρίαζε όποτε χρειαζόταν λήψη κρίσιμων αποφάσεων.
Η αντεπαναστατική «Πατρική Διδασκαλία» του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Άνθιμου |
Όπως αναφέρει ο γραμματέας του Δημητρίου Υψηλάντη, Ιωάννης Φιλήμων, «εθνικού ήδη επικειμένου του ολέθρου, συνήλθον, ου μόνον οι τεταγμένοι έγκριτοι και οι εν τέλει πολιτικοί, ως ο ηγεμών Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο μέγας διερμηνεύς της πύλης, ο ιδιαίτερος του στόλου και άλλοι, αλλά και άπαντες οι παρεπιδημούντες πατριάρχαι και αρχιερείς, οι μεγαλέμποροι και αρχιτεχνίται και όλων των συντεχνιών οι προϊστάμενοι». Κατά την συνεδρίαση, απεσταλμένος του Σουλτάνου ανέγνωσε εις επήκοον όλων, δύο κείμενα: Το πρώτο αφορούσε την αμνηστία των μη ενεχομένων στην εξέγερση και το δεύτερο, απευθυνόμενο «προς το Γένος και τον Πατριάρχην» καθιστούσε τον Γρηγόριο υπόλογο για την αποτελεσματική εφαρμογή των διαταγών. «Εν τω δεινώ άρα διλήμματι τούτω της επιτυχίας ή αποτυχίας, οι μεν λαϊκοί, τεσσαράκοντα εννέα τον αριθμόν, ανηνέχθησαν τη πύλη, του Καλλιμάχου συντάξαντος τουρκιστί την αναφοράν, δι ής και την ελαχίστην γνώσιν του γένους περί της επαναστατικής εταιρίας ηρνούντο, ως έργον δε απονοίας ιδίας το κήρυγμα του Υψηλάντου απεσκοράκιζον, την δ’ αμετακίνητον υποταγήν όλων των επαρχιών, αφιερουμένων τη συνήθει καλοκαγαθία του σουλτάνου, εβεβαίουν, και πάσαν την ετοιμοτέραν συνδρομήν εαυτών υπέρ των κυβερνητικών μέτρων ωμολόγουν. Οι δε κληρικοί συνέθεντο την πράξιν εκείνην, αφ’ ης αποστρέφει το πρόσωπον αυτής, η θεία και ανθρωπίνη δικαιοσύνη».
Σαράντα εννέα λαϊκοί και εικοσιτρείς αρχιερείς, ένα σύνολο εβδομήντα δύο προσώπων, αναλαμβάνουν να κατευνάσουν τον Σουλτάνο, μπροστά στην διαφαινόμενη ήττα της εξέγερσης, ύστερα από την καταδίκη της Ρωσίας. Ο παλαίμαχος Δραγουμάνος, Σκαρλάτος Καλλιμάχης, πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν ισχυρότατες ενδείξεις συνεργασίας με την Φιλική Εταιρεία, αναλαμβάνει να συντάξει στα τουρκικά την αναφορά με την οποία, οι Ρωμιοί ισχυρίζονται παντελή άγνοια για την ύπαρξη της επαναστατικής Οργάνωσης, δηλώνουν την υποταγή την δική τους και όλων των επαρχιών στον «καλοκάγαθο» Σουλτάνο και διαβεβαιώνουν πως είναι έτοιμοι να παράσχουν κάθε δυνατή συνδρομή υπέρ των κυβερνητικών μέτρων ενάντια στους επαναστάτες. Ο δε Γρηγόριος, αναλαμβάνει να προβεί στον διαβόητο αφορισμό, στην πράξη «αφ’ ης αποστρέφει το πρόσωπον αυτής, η θεία και ανθρωπίνη δικαιοσύνη», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ιωάννης Φιλήμων. Το κείμενο του αφορισμού, τις συνοδευτικές του επιστολές, καθώς και τις συνέπειές του, θα εξετάσουμε στο δεύτερο μέρος του αφιερώματός μας…
Ανδρέας Μακρίδης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Ιωάννου Φιλήμονος: Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως (τόμος Α’)
2) Κωνσταντίνου Κούμα: Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων (τόμος 12ος )
3) Νικηφόρου Μοσχόπουλου: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους, Αθήναι 1960.
4) Ν. Σπηλιάδη: Απομνημονεύματα
5) Απομνημονεύματα του πρίγκηπος Νικολάου Υψηλάντη / μετάφραση-προλεγόμενα και σχόλια Ελευθέριος Μωραϊτίνης – Πατριαρχέας
6) Μανουήλ Γεδεών: Πατριαρχικοί πίνακες : Ειδήσεις ιστορικαί, βιογραφικαί περί των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως από Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Γ ́ του από Θεσσαλονίκης
7) Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια: Λήμμα του Μ. Γεδεών για τον Διονήσιο Καλλιάρχη
8) Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη: Λήμμα του καθ. Ν. Βέη για τον παπα-Ανδρέα
9) Παναγιώτη Καλεβρά: Η εν Ελλάδι πολυκέφαλος Πολιτική Λερναία Ύδρα
10) Ιωάννη Μελετόπουλου: Η Φιλική Εταιρεία – Αρχείον Π. Σέκερη
11) Γ. Παπαδόπουλου και Γ. Π. Αγγελόπουλου: Τα κατά τον αοίδιμον πρωταθλητήν του ιερού των Ελλήνωναγώνος τον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον τον Ε’
12) Ζαχαρίας Μαθάς: Κατάλογος ιστορικός των πρώτων επισκόπων και των εφεξής πατριαρχών της εν Κωνσταντινουπόλει Αγίας και Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
13) Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου: Γρηγόριος Ε’, ο Εθνάρχης της Οδύνης
14) Πέτρος Γεωργαντζής: Ο «αφορισμός» του Αλέξανδρου Υψηλάντη
15) Robert Walsh: Constantinople and the scenery of the seven churches of Asia Minor
16) Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου
17) Στρ. Πάτροκλου Κοντογιάννη: Κοντογιανναίοι – Κλέφτες, Αρματωλοί, Αγωνισταί
18) Παναγιώτης Σούτσος: Λόγος εκφωνηθείς τη 19 Ιουλίου 1864 εις το προαύλιον της Μητροπόλεως Αθηνών κατά την άφιξιν των Πληρεξουσίων της Επτανήσου
19) Δημοσθένης Κουνιάκης: Ο Καποδίστριας και η συγκέντρωση των κλεφτοαρματωλών στου Μαγεμένου στη Λευκάδα το 1807.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου