Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Η Πορνεία στο Βυζάντιο - Οίκοι ανοχής, Λουτρά και Μωρά, Πορνεία στην Βυζαντινή Ιερή Γη

Η Ελληνορωμαϊκή οικιακή σεξουαλική δραστηριότητα στηριζόταν σε μία τριάδα: τη σύζυγο, την παλλακίδα και την εταίρα. Ο Αθηναίος ρήτορας του 4ου αι. ΠΚΕ Απολλόδωρος, στον λόγο του Κατά Νεαίρας, όπως μνημονεύεται από τον Δημοσθένη (59.122), αναφέρει ξεκάθαρα ότι «έχουμε τις εταίρες για την ηδονή και τις παλλακίδες για την καθημερινή περιποίηση του σώματος, αλλά τις συζύγους για να έχουμε νόμιμους
απογόνους και μια πιστή φύλακα της οικιακής περιουσίας».
Όποια κι αν ήταν η αλήθεια για αυτό το οικιακό μοντέλο της καθημερινής ζωής στην αρχαία Ελλάδα,[2] αυτός ο ιδιόμορφος τύπος ‘τριγώνου’ συνέχισε απρόσκοπτα την πορεία του κατά τη ρωμαϊκή περίοδο: η νόμιμη μονογαμία φαίνεται να ήταν μόνο ένα πρόσχημα για την πραγματική πολυγαμία.[3]
Η έλευση της Χριστιανοσύνης ανέτρεψε αυτή την εύθραυστη ισορροπία. Απαγορεύοντας στους έγγαμους άνδρες να διατηρούν παλλακίδες επί ποινή σωματικής τιμωρίας, το εκκλησιαστικό δίκαιο, όπως εξελίχθηκε μέσω των εκκλησιαστικών συνεδρίων, αφαίρεσε απ’ αυτό το τριγωνικό σύστημα ένα από τα τρία συστατικά του.[4] Εφεξής, παρέμειναν μόνο η σύζυγος και η εταίρα.
Εάν πιστέψουμε τους Βίους των όσιων μοναχών της Βυζαντινής Παλαιστίνης, η Ιερή Γη (ιδιαίτερα η Ιερή Πόλη της Ιερουσαλήμ, ο στόχος των προσκυνητών στην καρδιά της χριστιανοσύνης) ήταν γεμάτη από ‘κατοικίες λαγνείας’ και οι πόρνες συναντούσαν τους μοναχούς στις ερημικές τους σπηλιές κοντά στον Ιορδάνη Ποταμό. Έτσι, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα παράδοξο: την συνύπαρξη της ιερότητας και της ακολασίας, του Χριστιανικού ασκητισμού και της λαγνείας.

Από τον φόβο μήπως ξεχάσουμε ότι η αρετή καθίσταται άνευ σημασίας χωρίς την διαφθορά, ότι η ιερότητα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την χυδαιότητα, ένας Γνωστικός ύμνος του 5ου αι. από το Nag-Hammadi της Μέσης Αιγύπτου διακήρυττε:
«Είμαι Εκείνη που τιμάται και περιφρονείται.
Είμαι η Αγία και η πόρνη.
Είμαι η παρθένος και η σύζυγος.
Είμαι η γνώση και είμαι η άγνοια.
Είμαι η δύναμη και είμαι ο φόβος.
Είμαι άθεη και είμαι το Μεγαλείο του Θεού».
Στην Παλαιά Διαθήκη, η Ιερουσαλήμ εμφανιζόταν ως η Πόρνη σε έσχατη ανάγκη εξαγνισμού δια της θεϊκής τιμωρίας (Εζ. 16 και 23). Η κατάπτωσή της ερχόταν σε αντιπαράθεση με την αρχική της πίστη: «Πώς η πιστή πόλη έχει καταντήσει πόρνη, αυτή που ήταν η ίδια η δικαιοσύνη!» θρηνολογεί ο προφήτης Ησαΐας (1:21). Ο άγιος Ιωάννης χρησιμοποίησε το επίθετο Πόρνη «ντυμένη με ακριβό λινό και πορφυρό και κόκκινο, και επικαλυμμένη με χρυσάφι και πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια!» (Αποκ. 18.16-17) για την ειδωλολατρική Μεγάλη Πόλη, τη Βαβυλώνα, τη Ρώμη και τελικά για οποιαδήποτε μεγάλη πόλη.
Μια παρόμοια άποψη εκφράστηκε από τους ραββίνους του Βαβυλωνιακού Ταλμούδ τον 5ο αι. μ.Χ., οι οποίοι θεωρούσαν ότι ένας εργένης που κατάφερνε να παραμείνει αγνός σε μια μεγάλη πόλη ήταν χωρίς αμφιβολία ένας υπερβολικά ευσεβής άνθρωπος. Παρομοίως, οι μοναχοί της Νιτρίας (σημερινή Wadi Natrun), των Κελλιών και της Σκήτης στην Αίγυπτο και εκείνοι της Ερήμου της Ιουδαίας στην Παλαιστίνη, θεωρούσαν ότι η πόλη ήταν κατεξοχήν ένα άντρο ακολασίας, πειρασμού και αμαρτίας. Λιμάνια με διεθνείς θαλάσσιους εμπορικούς δεσμούς όπως η Αλεξάνδρεια και η Βηρυτός, και η οικουμενική Χριστιανική πρωτεύουσα Ιερουσαλήμ, παρείχαν στους πανδοχείς και στις πόρνες μια κοσμοπολίτικη πελατεία από κατοίκους, ταξιδιώτες και προσκυνητές.
Ελεύθερη πορνεία
Σε δρόμους: Τα βυζαντινά ερωτικά επιγράμματα, ιδιαίτερα εκείνα του Αγαθία Σχολαστικού του 6ου αιώνα, περιγράφουν γενικά συναντήσεις με πόρνες του δρόμου.[5] Τα ελικοειδή, σκοτεινά σοκάκια της Παλιάς Πόλης της Ιερουσαλήμ ήταν ιδιαζόντως κατάλληλα για αποπλάνηση από τις scortae erraticae ή τις ambulatrices. Παραμόνευαν κάτω από τις ψηλές αψίδες που γεφύρωναν τους δρόμους της Ιερής Πόλης και ανεβοκατέβαιναν την cardo maximus.
Στις μικρές πόλεις της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Παλαιστίνης, ωστόσο, φαίνεται ότι οι πλατείες (και όχι οι δρόμοι) αποτελούσαν τα αγαπημένα λημέρια των ιερόδουλων. Ο ραββί Judah σχολίασε: «Πόσο τέλεια είναι τα έργα αυτών των ανθρώπων [των Ρωμαίων] ! Έφτιαξαν δρόμους, έχτισαν γέφυρες, ίδρυσαν λουτρά!» Ο ραββί Yose παρέμεινε σιωπηλός. Ο ραββί Simeon ben Yohai απάντησε, «Ό,τι έφτιαξαν, το έφτιαξαν για τον εαυτό τους· οικοδόμησαν αγορές, για να εγκαταστήσουν πόρνες σε αυτές· λουτρά για να ξανανιώνουν· γέφυρες για να εισπράττουν διόδια» (Βαβυλωνιακό Ταλμούδ, Shabbat 33b).
Σε σπίτια: Κάποιες πόρνες εργάζονταν στο σπίτι, για λογαριασμό δικό τους, όπως η Μαρία η Αιγύπτια της οποίας τον Βίο κατέγραψε τον 6ο αιώνα ο Σωφρόνιος, ο τελευταίος Πατριάρχης της Ιερουσαλήμ πριν από την Αραβική Κατάκτηση, ή για κάποιον προαγωγό. Από τις μαρτυρίες της νομοθεσίας του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού στα μέσα του 6ου αιώνα, ιδιαίτερα στη Novella 14 εκ 535, καθίσταται φανερό ότι η παροχή στέγης ήταν μέρος της συμφωνίας που έκλειναν οι προαγωγοί της Κωνσταντινούπολης με τους πατεράδες των νεαρών κοριτσιών, στις αγορές της επαρχίας που τις αγόραζαν.
Στέγη δε σήμαινε απαραίτητα σπίτι, και συχνά δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια παράγκα, καλύβα ή δωμάτιο. Οι βυζαντινές ιερόδουλες περιορίζονταν στις ‘περιοχές με τα κόκκινα φανάρια’ με τον ίδιο τρόπο που οι πόρνες στην Ρώμη ζούσαν και εργάζονταν στην Subura και κοντά στο Circus Maximus, δηλαδή στα βόρεια και στα νότια της Αγοράς. Ο Λεόντιος επίσκοπος Νεαπόλεως περιγράφει, στο έργο Βίος Ιωάννου του Ελεήμονος, Πατριάρχου Αλεξανδρείας, στα τέλη του 6ου αιώνα, έναν μοναχό που έρχεται στην Τυρό για κάποια δουλειά.
Καθώς περνούσε από ‘το μέρος’, τον πλησίασε μια ιερόδουλη φωνάζοντας: «Σώσε με, Πατέρα, όπως ο Χριστός έσωσε την πόρνη», όπως αναφέρεται στο κατά Λουκά 7:37. Αυτές οι συνοικίες ήταν γενικά οι πιο φτωχικές περιοχές της πόλης. Το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (Pesahim 113b) αφηγείται πως ο ραββί Χανινά και ο ραββί Χοσάια, και οι δύο φτωχοί τσαγκάρηδες στη Γη του Ισραήλ, διέμεναν σε έναν δρόμο ιερόδουλων για τις οποίες έφτιαχναν παπούτσια. Οι ιερόδουλες είχαν τόσο εντυπωσιαστεί από την αγνότητα των ραββίνων (γιατί δε σήκωναν ούτε τα μάτια τους για να κοιτάξουν τα κορίτσια) που κατέληξαν να ορκίζονται ‘στη ζωή των αγίων ραββίνων του Ισραήλ’!
Σε ταβέρνες:  Στις ταβέρνες των πόλεων (tavernae) καθώς και στα σημεία που σταματούσαν για να αλλάξουν σέλες (mutationes) ή για να διανυκτερεύσουν (mansiones) κατά μήκος του επίσημου ρωμαϊκού οδικού δικτύου (cursus publicus), όλες οι ανάγκες των ταξιδιωτών καλύπτονταν από τις σερβιτόρες. Τους σέρβιραν κρασί, χόρευαν μαζί τους και συχνά τους οδηγούσαν στα δωμάτια του επάνω ορόφου. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Ιουστινιάνειο Κώδικα, μια σερβιτόρα δεν μπορούσε να διωχθεί για μοιχεία, εφόσον θεωρούνταν ούτως ή άλλως ότι ήταν ιερόδουλη (JC 9.9.28).
Για να εμποδίσουν τους χριστιανούς ταξιδιώτες να πέφτουν θύματα τέτοιου είδους σεξουαλικών κινδύνων, οι εκκλησιαστικοί κανόνες απαγόρευαν στους κληρικούς να εισέρχονται σε τέτοια ιδρύματα. Σύντομα, επομένως, εκκλησιαστικά ξενοδοχεία (xenodochia) και πανδοχεία ειδικά για προσκυνητές (pandocheia) που διευθύνονταν από μέλη του κλήρου άρχισαν να ξεπετάγονται κατά μήκος των διαδρομών των προσκυνητών.
Ιδρυματοποιημένη πορνεία
Οίκοι ανοχής: Η πορνεία ήταν, επίσης, ιδρυματοποιημένη με τη μορφή οίκων ανοχής, τους οποίους ο Γιουβενάλης ονόμαζε lupanaria (Σάτιρες 11.172-173) και ο Οράτιος fornices (Επιστολές 1.14.21). Τον έκτο αιώνα ο Ιωάννης Μόσχος περιέγραψε στο Λειμωνάριο ένα ‘σπίτι πορνείας’ στην Ιεριχώ ή ακόμα πιο ασαφώς μία ‘κατοικία λαγνείας’ στην Ιερουσαλήμ (Λειμών 17). Οι ιερόδουλες που εργάζονταν σε αυτά τα ιδρύματα ήταν σκλάβες και αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο του μαστροπού (leno) ή της ‘Μαντάμ’ (lena).
Το αποκαλύπτει το ίδιο το όνομα μιας πόρνης στην Τύρο που προσκάλεσε έναν μοναχό να τη σώσει – Κυρία Πορφυρία. Ήταν τόσο συνηθισμένη ως ‘Μαντάμ’ να διατάζει άλλες γυναίκες ώστε, αφού αναμορφώθηκε και έπεισε και άλλες πόρνες (προφανώς τα πρώην ‘κορίτσια’ της) να εγκαταλείψουν την πορνεία, τις οργάνωσε σε ένα γυναικείο κοινοβιακό μοναστήρι του οποίου έγινε η ηγουμένη – το κατοπτρικό είδωλο του οίκου ανοχής της.
Ένας Βυζαντινός οίκος ανοχής ήρθε πρόσφατα στο φως κατά τη διάρκεια ανασκαφών που διεξάγονταν στην BET She ‘an, την αρχαία Σκυθόπολη, πρωτεύουσα της Πρώτης Παλαιστίνης.[6] Στην καρδιά αυτής της ακμάζουσας μητρόπολης, ένα Ρωμαϊκό Ωδείο που ιδρύθηκε το δεύτερο μισό του δεύτερου αιώνα καταστράφηκε μερικώς τον έκτο αιώνα. Τα Βυζαντινά Λουτρά εφάπτονταν με τη δυτική του πλευρά. Στα νοτιοδυτικά, η δεύτερη σειρά μαγαζιών του δυτικού προστεγάσματος της εντυπωσιακής Οδού της Παλλάδος είχε επίσης κατεδαφιστεί ώστε να δημιουργηθεί χώρος για μια ημικυκλική εξέδρα (13x15m).
Κάθε ήμισυ της εξέδρας περιελάμβανε έξι τραπεζοειδή δωμάτια με εξώπορτες. Κάποια από αυτά τα δωμάτια άνοιγαν επίσης προς έναν διάδρομο ή ένα χολ στο πίσω μέρος του κτιρίου. Σε ένα δωμάτιο μια σκάλα οδηγούσε σε έναν άνω όροφο. Μερικά δωμάτια είχαν εσοχές με αυλάκια στους τοίχους για ξύλινα ράφια. Οι αψίδες και στα δύο άκρα της εξέδρας και στο κέντρο του ημικυκλίου, καθώς και οι προσόψεις των δωματίων, έφεραν επικάλυψη μαρμάρινων πλακών, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν χαθεί, μένοντας μόνο οι τρύπες των καρφιών που στήριζαν αυτές τις πλάκες στη θέση τους. Οι εσωτερικές όψεις των τοίχων αυτών των δωματίων αναδεικνύουν δύο στρώσεις χοντροκομμένου λευκού ασβεστοκονιάματος.
Το πάτωμα αυτών των δωματίων ήταν επιστρωμένο με ψηφιδωτά τα οποία απεικόνιζαν γεωμετρικά μοτίβα που ενέκλειαν ελληνικά ποιήματα, ζώα και φυτά, και τελικά, σε ένα έμβλημα, μια μεγαλειώδη Τύχη στεφανωμένη με τα τείχη της Σκυθόπολης, που κρατούσε Κέρας της Αμαλθείας. Τα επιδαπέδια ψηφιδωτά κάποιων δωματίων αντικαταστάθηκαν αργότερα από τούβλα ή από ένα στρώμα συνθλιμμένου ασβέστη. Ίχνη επιδιορθώσεων με ασβεστοκονίαμα στα ψηφιδωτά και η εισαγωγή ταβλών σε άλλα δωμάτια υποδηλώνουν ότι το κτίριο είχε περάσει από πολλά στάδια κατασκευής.
Ένα ημικυκλικό προαύλιο (21x30m) εκτεινόταν μπροστά από τα δώδεκα δωμάτια. Από τη μεριά του δρόμου είχε αποκλειστεί από μια σειρά δωματίων, τα οποία συσσωμάτωναν τα καταστήματα που βρίσκονταν πριν στο βόρειο άκρο του προστεγάσματος της Οδού της Παλλάδος, ενώ είχαν τεθεί σε διαφορετική χρήση. Αυτή η σειρά δωματίων πιθανότατα διακοπτόταν από την κύρια είσοδο του συγκροτήματος, που άνοιγε πάνω σε ένα προστέγασμα με ένα opus sectile πάτωμα με μαύρο και άσπρο μάρμαρο. Το περίπου δύο μέτρων πλάτους προστέγασμα επέτρεπε την πρόσβαση από τον δρόμο. Το προστέγασμα και τα δωμάτια είχαν οροφή από κεραμίδια. Η εξέδρα κατεδαφίστηκε στα τέλη του έκτου αιώνα ή στις αρχές του έβδομου αιώνα.
Οι θάλαμοι της εξέδρας της BET She an μιμούνταν τα κελιά του lupanarium της Πομπηίας, το οποίο αποτελούνταν από ισόγεια δωμάτια, το καθένα εξοπλισμένο με ένα πέτρινο κρεβάτι και μια μαξιλάρα. Μια εξωτερική σκάλα παρείχε πρόσβαση στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου στο οποίο άνοιγαν άλλα πέντε ευρύχωρα δωμάτια. Στην Bet She ‘an, οι πίσω πόρτες μερικών δωματίων στο ισόγειο επέτρεπαν στους πελάτες που ήθελαν να παραμείνουν ανώνυμοι να εισέλθουν σε μια κατοικία λαγνείας χωρίς να είναι ορατοί από την κύρια οδό και έτσι να ικανοποιήσουν λαθραία τις σεξουαλικές τους φαντασιώσεις.
Το προστέγασμα στο οποίο τα κορίτσια σεργιάνιζαν με την ελπίδα να προσελκύσουν περαστικούς από την oδό της Παλλάδος, καθώς επίσης και από τα γειτονικά Βυζαντινά Λουτρά, ήταν τμήμα ενός συναρπαστικού δικτύου: πλάνεμα στα Λουτρά, στο προστέγασμα και στην αυλή της εξέδρας, ακολουθούμενο από σεξ στους θαλάμους· στο πίσω μέρος του κτιρίου, ένα σύστημα εισόδου-εξόδου για υποτιθέμενους ‘αξιοσέβαστους πελάτες’.
Ιεραρχία και κανονισμοί στην πορνεία: Υπήρχαν δύο κατηγορίες βυζαντινών ιερόδουλων: από την μια μεριά, θεατρίνες και εταίρες (scenicae), από την άλλη, φτωχές ιερόδουλες (pornai) που δραπέτευαν από την αγροτική φτώχια και παγιδεύονταν στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη και η Ιερουσαλήμ. Εκεί, ακόμα μεγαλύτερη ένδεια της έσπρωχνε κατευθείαν στα αρπακτικά νύχια απατεώνων και μαστροπών.
Θεατρίνες και εταίρες:  Οι scenicae συμμετείχαν σε μια συντεχνία που στόχευε κυρίως στους θεατρόφιλους. Έχει περιγραφεί ως μια ‘κλειστή συντεχνία’, εφόσον οι κόρες αναλάμβαναν τη δουλειά των μανάδων. Το κλασικό παράδειγμα είναι αυτό της μητέρας της μέλλουσας Αυτοκράτειρας Θεοδώρας, η οποία έβαλε τις τρεις νεαρές κόρες της να παίξουν στη σκηνή ασελγή έργα. Ο ποιητής Οράτιος περιέγραψε στις Σάτιρές του (1.2.1) κορίτσια από τη Συρία (των οποίων το όνομα ambubaiae πιθανώς κατάγεται από την συριακή λέξη για τον αυλό, abbut ή ambut) που ζωντάνευαν τα συμπόσια χορεύοντας λάγνα με καστανιέτες κάτω από τον ήχο αυλών.
Ο Σουητόνιος απλά τις εξομοίωνε με πόρνες (Νέρων 27). Για αυτό το λόγο ο Ιάκωβος, Επίσκοπος της Σαρούγ (451-521) στη Μεσοποταμία, προειδοποιούσε στο Τρίτο του Κήρυγμα για τα Θεάματα του Θεάτρου ότι ο χορός είναι «η μητέρα κάθε λαγνείας» που «υποκινεί με ασελγείς χειρονομίες την διάπραξη απεχθών πράξεων». Ένα ψηφιδωτό του έκτου αιώνα στην Madaba στην Ιορδανία απεικονίζει μια χορεύτρια που χτυπά καστανιέτες ντυμένη με διάφανη μουσελίνα δίπλα σε έναν σάτυρο που είναι φανερά ερεθισμένος σεξουαλικά.[7]
Σύμφωνα με τους Βίους των Ανατολικών Αγίων του Επισκόπου Ιωάννη της Εφέσου του πέμπτου αιώνα, η σύζυγος του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού ήταν γνωστή στους Σύριους μοναχούς ως ‘η Θεοδώρα που προέρχεται από οίκο ανοχής’. Η καριέρα της αποδεικνύει ότι οι Βυζαντινές εταίρες όπως οι Αρχαίες Ελληνίδες εταίραι μπορούσαν να αναρριχηθούν σε θέσεις με επιρροή στις υψηλές σφαίρες της πολιτικής. Πολύ πριν την εφηβεία της η Θεοδώρα εργαζόταν σε έναν οίκο ανοχής της Κωνσταντινούπολης όπου, σύμφωνα με την Απόκρυφη Ιστορία του αυλικού-ιστορικού Προκόπιου Καισαρείας, απασχολούνταν με φτηνό μισθό από σκλάβους, καθώς το μόνο που μπορούσε να κάνει τότε ήταν να παίξει το ρόλο μιας ‘αρσενικής πόρνης’.
Μόλις έγινε σεξουαλικά ώριμη βγήκε στην σκηνή, αλλά εφόσον δεν ήξερε να παίζει ούτε αυλό ούτε άρπα, ούτε να χορεύει, έγινε μια κοινή εταίρα. Μόλις προήχθη στον βαθμό της θεατρίνας γδύθηκε μπροστά στους θεατές και ξάπλωσε πάνω στη σκηνή. Οι σκλάβοι άδειασαν κουβάδες με δημητριακά στα γεννητικά της όργανα, τα οποία ράμφιζαν χήνες. Παρέθετε συχνά συμπόσια επιμελώς, προσφέροντας τον εαυτό της σε όλους αδιακρίτως, ακόμα και στους χαμάληδες.
Ακολούθησε στη Λιβύη έναν εραστή που είχε διοριστεί Κυβερνήτης της Πεντάπολης. Σύντομα, ωστόσο, αυτός την ξεφορτώθηκε και αυτή εφάρμοσε τα ταλέντα της στην Αλεξάνδρεια και μετέπειτα σε όλη την Ανατολή. Μετά την επιστροφή της στην Κωνσταντινούπολη μάγεψε τον Ιουστινιανό, που τότε ήταν μόνο ο διάδοχος του αυτοκρατορικού θρόνου. Αυτός εξύψωσε την ερωμένη του στον βαθμό της Πατρικίας. Μετά τον θάνατο της Αυτοκράτειρας, θείας του και συζύγου του Ιουστίνου Β΄ (που δε θα επέτρεπε μια εταίρα στην αυλή), ο Ιουστινιανός εξανάγκασε τον θείο του Ιουστίνο Β΄ να ακυρώσει το νόμο που απαγόρευε στους συγκλητικούς να παντρεύονται εταίρες. Σύντομα έγινε συν-αυτοκράτορας με τον θείο του και μετά τον θάνατο του τελευταίου, ως μόνος αυτοκράτωρ, τοποθέτησε αμέσως την σύζυγό του στον θρόνο (Ανέκδοτα 9.1-10).
Φτωχές ιερόδουλες:  Μόνο λίγες εταίρες μπορούσαν να ανέλθουν την κοινωνική σκάλα με αυτό το πρωτοφανή τρόπο. Οι περισσότερες ιερόδουλες, που εργάζονταν σε οίκους ανοχής και ταβέρνες και αναφέρονται ως πόρναι, ήταν σκλάβες ή αγράμματες χωριατοπούλες, όπως η Μαρία η Αιγύπτια που αργότερα έγινε η άγια ερημίτισσα της ερήμου της Ιουδαίας.
Επειδή ούτε οι εταίραι ούτε οι πόρναι είχαν καμία νομική ιδιότητα, και εφόσον οι εταίραι ήταν επίσης σκλάβες που ανήκαν σε έναν προαγωγό ή σε έναν μεσίτη, η διάκριση μεταξύ των εταίρων και των πορνών βασιζόταν αποκλειστικά στην διαφορετική οικονομική τους αξία. Αυτή η όψη του εμπορίου ενυπήρχε στο λατινικό όνομα meretrix για την πορνεία, που σημαίνει ‘αυτή που βγάζει ΧΡΗΜΑΤΑ από το κορμί της’.
Τρία είδη τιμών θα πρέπει να λαμβάνονταν υπόψη: η ΤΙΜΗ αγοράς, η τιμή εξαγοράς και η τιμή μίσθωσης. Οι χωρικοί της επαρχίας της Κωνσταντινούπολης πουλούσαν τις κόρες τους σε μαστροπούς για μερικά χρυσά νομίσματα (σόλιδους). Ρούχα, παπούτσια και η καθημερινή διατροφή ήταν ο μόνος ‘μισθός’ αυτών των αξιοθρήνητων κοριτσιών. Η εξαγορά μιας νεαρής πόρνης στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού ήταν φθηνή (Novella 39.2).
Κόστιζε 5 σόλιδους, δηλαδή μόνο λίγο περισσότερο από το ποσό που χρειαζόταν για την αγορά μιας καμήλας (41/3 σόλιδους) και λίγο λιγότερο από ότι για μια γαϊδούρα (51/3 σόλιδους) ή ένα αγόρι-σκλάβο (6 σόλιδους) στη Νότια Παλαιστίνη στα τέλη του έκτου αιώνα ή στις αρχές του έβδομου αιώνα. Το ότι αυτές οι γυναίκες μπορούσαν να υποβιβαστούν τόσο ώστε να κατατάσσονται μαζί με τα υποζύγια μας λέει πολλά για την Βυζαντινή κοινωνία.
Στη Ρώμη και την Πομπηία οι υπηρεσίες μιας ‘πληβείας Αφροδίτης’ κόστιζαν γενικά δύο ασσάρια – όχι περισσότερο από ένα καρβέλι ψωμί ή δύο κούπες κρασί σε μια ταβέρνα. Αν και το πιο χυδαίο είδος πορνείας κόστιζε μόνο 1 ασσάριο (o Μαρτιάλης ισχυρίζεται στα Επιγράμματα 1.103.10: «Αγοράζεις βραστά ρεβίθια με 1 ασσάριο και επίσης κάνεις έρωτα με 1 ασσάριο»), ο R. Duncan-Jones σημειώνει ότι η χρέωση στην Πομπηία μπορούσε να φτάσει στα 16 ασσάρια ή 4 σηστέρσια[8].
Στην Αλεξάνδρεια των αρχών του έβδομου αιώνα το μέσο κόστος μίσθωσης μιας πόρνης δίνεται από τον Βίο του Ιωάννη του Ελεήμονος. Ως απλός εργάτης, ο μοναχός Βιτάλιος κέρδιζε καθημερινά 1 κεράτιον (το οποίο ισοδυναμούσε με 72 φόλλεις), των οποίων το μικρότερο μέρος (1 φόλλις) του επέτρεπε να φάει μια φασολάδα. Με τους υπόλοιπους 71 φόλλεις, πλήρωνε για τις υπηρεσίες μιας πόρνης, τις οποίες, όντας άγιος φυσικά, δε χρησιμοποιούσε, καθώς σκοπός του ήταν να τις προσηλυτίσει στη χριστιανική ζωή.
Η έλλειψη πελατών για πολλές μέρες σήμαινε φτώχεια και πείνα. Έτσι μια πόρνη στην Έμεσα, σημερινή Homs στην κεντρική Συρία, τρεφόταν μόνο με νερό για τρεις συνεχόμενες μέρες, έως ότου ο άγ. Συμεών Σαλός της έφερε μαγειρεμένο φαγητό, ψωμί και μια κανάτα κρασί. Τις μέρες που κέρδιζε πολλά η Μαρία η Αιγύπτια, πόρνη στην Αλεξάνδρεια, έτρωγε ψάρια, έπινε κρασί υπερβολικά και τραγουδούσε ακόλαστα τραγούδια πιθανώς σε συμπόσια.
Αποκηρύσσοντας τον αισχρό πόθο των Βυζαντινών εταίρων για χρυσάφι, ο ρήτορας του 6ου αιώνα Αγαθίας Σχολαστικός αντηχεί τους συγγραφείς της Αθηναϊκής Μέσης Κωμωδίας του 4ου αιώνα ΠΚΕ. Συγκεκριμένα, ο ποιητής Αλέξης ισχυρίζεται ότι «Πάνω από όλα, ενδιαφέρονται [οι ιερόδουλες] να κερδίζουν ΧΡΗΜΑΤΑ».[9] Μερικές φορές τα κοσμήματα των ιερόδουλων αποτελούσαν τη μόνη τους περιουσία. Όταν το 539 οι κάτοικοι της Έδεσσας, σημερινή Urfa στη νοτιοανατολική Τουρκία, αποφάσισαν να εξαγοράσουν την ελευθερία των συμπολιτών τους, οι οποίοι κρατούνταν αιχμάλωτοι από τους Πέρσες, οι ιερόδουλες (οι οποίες δεν είχαν αρκετά χρήματα) πρόσφεραν τα κοσμήματά τους (Προκόπιος Υπέρ των Πολέμων 2.13.4).
Ο λόγος που το χριστιανικό Βυζαντινό Κράτος έκανε τα στραβά μάτια ήταν πιθανόν ότι η πορνεία μπορούσε να είναι πολύ προσοδοφόρα περιστασιακά και ως εκ τούτου ευεργετική μέσω της φορολογίας. Από την εποχή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, σύμφωνα με τον Τάκιτο (Χρονικά II.85.1-2), οι άνδρες και οι γυναίκες πόρνες καταγράφονταν ονομαστικά σε καταλόγους οι οποίοι κρατούνταν υπό την εποπτεία του aediles. Από την εποχή του Καλιγούλα οι πόρνες φορολογούνταν (Σουητόνιος Καλιγούλας 40).
Η χριστιανική καταδίκη κάθε είδους μη-αναπαραγωγικής σεξουαλικής επαφής έθεσε εκτός νόμου την ομοφυλοφιλία στην Δυτική Αυτοκρατορία τον τρίτο αιώνα και κατά συνέπεια και την ανδρική πορνεία. Το 390 ένα διάταγμα του Αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α΄ απειλούσε με θανατική ποινή τον πειθαναγκασμό ή το εμπόριο ανδρών για πορνεία. (C. Th. 9.7.6). Πίσω από αυτό το διάταγμα δεν κρυβόταν η βδελυγμία για την πορνεία, αλλά το γεγονός ότι το σώμα ενός άνδρα θα χρησιμοποιείτο στην ομοφυλοφιλική επαφή με τον ίδιο τρόπο με αυτό της γυναίκας. Και αυτό ήταν απαράδεκτο, αφού όπως είχε δηλώσει και ο αγ. Αυγουστίνος «το σώμα ενός άνδρα είναι τόσο ανώτερο από αυτό μιας γυναίκας, όσο η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα» (Περί Ψεύδους 7.10).
Κατά την εφαρμογή του διατάγματος του Θεοδοσίου στην Ρώμη, οι πόρνοι σέρνονταν έξω από τα ανδρικά μπορντέλα και καίγονταν ζωντανοί μπροστά στα μάτια του όχλου που χειροκροτούσε. Παρόλα αυτά, η ανδρική πορνεία παρέμεινε νόμιμη στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας. Από την εποχή του Κωνσταντίνου Α΄ ένας αυτοκρατορικός φόρος επιβλήθηκε στην ομοφυλόφιλη πορνεία, αποτελώντας την νόμιμη εξασφάλιση εκείνων που μπορούσαν έτσι να ασχοληθούν με αυτήν ‘ατιμώρητα’.
Ο Ευάγριος τονίζει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του (3.39-41) ότι κανένας αυτοκράτορας δεν παρέλειψε ποτέ να συλλέξει αυτόν το φόρο. Η καταστολή του στις αρχές του έκτου αιώνα αφαίρεσε την αυτοκρατορική προστασία από την ανδρική πορνεία. Το 533 ο Ιουστινιανός έθεσε όλες τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις κάτω από την ίδια κατηγορία με την μοιχεία και υπέβαλε και για τα δύο τη θανατική ποινή (Inst. 4.18.4).
Ήδη το 529 ο Ιουστινιανός είχε επιχειρήσει να χαλιναγωγήσει την γυναικεία παιδική πορνεία επιβάλλοντας τιμωρία σε όσους εμπλέκονταν σε αυτό το εμπόριο, ιδιαίτερα τους ιδιοκτήτες των οίκων ανοχής (JC 8.51.3). Το 535 ακύρωσε τα συμβόλαια με τα οποία οι προαγωγοί της Κωνσταντινούπολης έβαζαν στη δουλειά χωριατοπούλες που είχαν αγοράσει από τους γονείς τους (Novella 14). Η πορνεία ενήλικων γυναικών, ωστόσο, δεν φαίνεται να ανησυχούσε ιδιαίτερα τον αυτοκρατορικό νομοθέτη.
Η τιμωρία που επιβλήθηκε στους προαγωγούς που διηύθυναν το δίκτυο της παιδικής πορνείας ποίκιλλε ανάλογα με την περιουσία και το κύρος τους. Παραδόξως, η Βυζαντινή διοίκηση θεωρούσε την θέση του Αυτοκρατορικού Επιθεωρητή Οίκων Ανοχής ως εξαιρετικά τιμητική, τόσο που το 630 η θέση αυτή ανατέθηκε στον Επίσκοπο του Παλέρμο.

Η στρατολόγηση των ιερόδουλων:  Τα στοιχεία της Ιουστινιάνειας νομοθεσίας φέρνουν στο φως μια αλλαγή της παιδικής πορνείας από τους ρωμαϊκούς χρόνους, όταν η παιδοφιλία που στόχευε σε μικρά αγόρια εξυμνούνταν τόσο από τον Τίβουλλο (Ελεγείες 1.9.53), στην Βυζαντινή περίοδο, όταν τα μικρά κορίτσια βρίσκονταν στο κέντρο του δικτύου πορνείας. Κάποιες από τις χωριατοπούλες στρατολογούνταν από μαστροπούς στην ενδοχώρα της Κωνσταντινούπολης, ενώ δεν ήταν ακόμα ούτε 10 χρονών. Η Αγία Μαρία η Αιγύπτια παραδέχεται ότι άφησε τους γονείς της και το χωριό της στην ηλικία των δώδεκα ετών και πήγε στην Αλεξάνδρεια όπου έχασε την παρθενιά της και την ΤΙΜΗ της εκδίδοντας τον εαυτό της (και απολαμβάνοντάς το, κάτι που στα μάτια των σεμνότυφων Βυζαντινών αποτελούσε την ύψιστη αμαρτία).
Τα εγκαταλελειμμένα παιδιά προμήθευαν σε έναν μεγάλο βαθμό την αγορά της πορνείας. Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας παρατήρησε ότι σχεδόν όλα τα νεογέννητα μωρά που εκθέτονταν, «τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια, θα χρησιμοποιηθούν ως ιερόδουλες» (1 Απολογία 27). Αυτό συνεπαγόταν τον κίνδυνο της αιμομιξίας που κατάτρυχε τους χριστιανούς θεολόγους: «Πόσοι πατεράδες, ξεχνώντας τα παιδιά που εγκατέλειψαν, ασυνείδητα έχουν σεξουαλικές σχέσεις με έναν γιο που είναι πόρνος ή μια κόρη που έγινε ιερόδουλη;», ρωτά ο Κλήμης Αλεξανδρείας (Παιδαγωγός 3.3).
Η πατερική και ραββινική απαγόρευση για τον έλεγχο των γεννήσεων, εκτός της αποχής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού, καθώς και η αποτυχία και των δύο να επιβάλλουν την τήρηση του εκκλησιαστικού ημερολογίου για τη συζυγική συνουσία ή της πλήρους αποχής όπως συνηγορούσε ο Λακτάντιος (Θείοι Θεσμοί 6.20.25), είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των ανεπιθύμητων βρεφών που κατέληγαν θύματα της ανέχειας στην Βυζαντινή αγορά πορνείας.
Το 329 ο Κωνσταντίνος Α΄ θέσπισε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο ένα νεογέννητο μπορούσε να πουληθεί από τους γονείς του σε περίπτωση έσχατης ένδειας. Ένας νόμος του 428 μνημονεύει πάλι την πενία ως την κύρια αιτία της εκμετάλλευσης φτωχών κοριτσιών από προαγωγούς. Έναν αιώνα αργότερα, ο Βυζαντινός ιστορικός Μαλάλας τονίζει ότι μόνο οι φτωχοί πουλούσαν τις κόρες τους στους προαγωγούς (Χρονογραφία 18). Επίσης, εξαιτίας της ανάγκης και της πείνας μια απελπισμένη εκχριστιανισμένη αράβισα γυναίκα πρόσφερε το κορμί της στον Πατέρα Σισσίνιο, έναν ερημίτη που ζούσε σε μια σπηλιά κοντά στον Ιορδάνη Ποταμό στα τέλη του έκτου αιώνα.
Όταν ο Σισσίνιος την ρώτησε γιατί εξέδιδε τον εαυτό της, η απάντησή της περιορίστηκε σε ένα παθητικό: «Επειδή πεινάω» (Μόσχος Λειμών 136). Παρομοίως, κατά τη διάρκεια του πολέμου 1914-1918 στην Παλαιστίνη, η πείνα ανάγκασε κορίτσια στην εφηβεία να πουληθούν στα Γερμανικά και Τουρκικά στρατεύματα.
Πορνεία, Λουτρά και αρρώστια: Διάσημες εταίρες και κοινές πόρνες, όλες συναντούνταν στα δημόσια Λουτρά, στα οποία σύχναζαν πόρνες και των δύο φύλων ήδη από την ρωμαϊκή περίοδο. Κάποια από αυτά τα λουτρά ήταν αποκλειστικά για ιερόδουλες και οι αξιοσέβαστες κυρίες δεν έπρεπε να θεαθούν κοντά σε αυτά (Μαρτιάλης Επιγράμματα 3.93). Οι άνδρες πήγαιναν εκεί όχι για να πλυθούν αλλά για να ψυχαγωγήσουν τις ερωμένες τους, όπως στα Ιταλικά bagnios του δέκατου έκτου αιώνα.
Τα Λουτρά του τετάρτου ως έκτου αιώνα που ανακαλύφθηκαν στην Ασκαλόν το 1986 από την αποστολή του Harvard-Chicago φαίνεται να ήταν τέτοιου είδους. Η υπόθεση των ανασκαφέων υποστηρίζεται από μια ελληνική προτροπή ‘Εισέλθετε και διασκεδάστε…’, η οποία είναι πανομοιότυπη με μια επιγραφή που βρέθηκε σε ένα Βυζαντινό μπουρδέλο στην Έφεσο, και από μια μακάβρια ανακάλυψη.[10]
Τα οστά σχεδόν 100 νηπίων ήταν στοιβαγμένα σε έναν υπόνομο κάτω από τα λουτρά, με την υδρορροή να τρέχει κατά μήκος του καλά-ασβεστωμένου πυθμένα του. Ο υπόνομος είχε φραγεί από απορρίμματα κάποια στιγμή τον έκτο αιώνα. Αναμεμειγμένα με οικιακά απορρίμματα – πήλινα θραύσματα, ζωικά οστά, όστρακα και νομίσματα – τα οστά των νηπίων ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους ανέπαφα. Τα οστά των νηπίων είναι εύθραυστα και τείνουν να θρυμματίζονται όταν διαταράσσονται ή μετακινούνται για δεύτερη κηδεία.
Η καλή κατάσταση των οστών των νηπίων της Ασκαλόν υποδηλώνει ότι τα βρέφη είχαν πεταχτεί στην αποχέτευση αμέσως μετά τον θάνατό τους, με τους μαλακούς ιστούς τους ακόμα άθικτους. Η εξέταση αυτών των οστών από την οστεολόγο της αποστολής, Καθηγήτρια Patricia Smith στην Ιατρική Σχολή της Hadassah – Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, αποκάλυψε ότι όλα τα βρέφη είχαν περίπου το ίδιο μέγεθος και είχαν τον ίδιο βαθμό οδοντικής ανάπτυξης. Οι νεογνικές γραμμές στα δόντια των μωρών αποδεικνύουν την επιβίωσή τους για περισσότερο από τρεις μέρες μετά τη γέννα. Η απουσία νεογνικών γραμμών στα δόντια των μωρών της Ασκάλωνας ενισχύει την υπόθεση του θανάτου στη γέννα.
Παρά την άποψη ότι τα βρέφη που βρέθηκαν στον οχετό πέθαναν κατά τη γέννα, ο αριθμός τους, η ηλικία τους και η κατάστασή τους υποδηλώνουν ισχυρά ότι αυτά δολοφονήθηκαν και πετάχτηκαν στον υπόνομο αμέσως μετά τη γέννα.[11] Ως εκ τούτου, οι ιερόδουλες της Ασκαλόν δε χρησιμοποιούσαν τα λουτρά μόνο για να ψαρεύουν πελάτες, αλλά και για να ξεφορτώνονται κρυφά τις ανεπιθύμητες γέννες υπό τον σάλαγο των συνωστισμένων αιθουσών των λουτρών. Είναι εύλογο ότι οι μοναχοί και οι ραββίνοι ήταν ενήμεροι του γεγονότος και ότι αυτό (και όχι μόνο ο φόβος του πειρασμού) ήταν η κύρια αιτία που εξομοίωναν τα λουτρά με τη λαγνεία.
Στα μάτια των ευσεβών Ιουδαίων της Βυζαντινής Παλαιστίνης, οποιαδήποτε δημόσια λουτρά που δεν χρησιμοποιούνταν για τελετουργικό εξαγνισμό (mikveh) ήταν μολυσμένα από την ειδωλολατρία, όχι μόνο επειδή ανήκαν στους Εθνικούς, αλλά και επειδή ένα άγαλμα της Αφροδίτης στεκόταν στην είσοδο πολλών λουτρών. Το άγαλμα της Αφροδίτης που χαιρετούσε τους χρήστες των Λουτρών της Αφροδίτης στην Ptolemais-Akko, στα οποία σύχναζε ο Εβραίος Πατριάρχης Γαμαλιήλ Β΄, επικαλέστηκε ο Φιλόσοφος Πρόκλος για να κατηγορήσει τον Γαμαλιήλ ως ειδωλολάτρη. Ο Πατριάρχης κατάφερε να αθωωθεί για αυτή την κατηγορία, καταδεικνύοντας ότι το άγαλμα της Αφροδίτης απλά διακοσμούσε τα Λουτρά και δεν αποτελούσε υπό καμία έννοια είδωλο (Μισνά, Abodah Zarah 3.4).
Παρόλα αυτά, η Αφροδίτη, στην οποία ο Λουκρήτιος (4.1071) πρόσθεσε το επίθετο Volgivaga – ‘η διαβάτισσα’, ήταν η προστάτιδα των ιερόδουλων και εορταζόταν στις 23 Απριλίου κατά την ύστερη Βυζαντινή εποχή. Αυτό επίσης, μπορεί να εξηγήσει την σφοδρή έχθρα μερικών ραββίνων για τα δημόσια λουτρά των Εθνικών στα οποία η θεά δέσποζε τόσο in marmore όσο και in corpore.
Από τις Βιβλικές εποχές, η λαγνεία συνδεόταν πάντα στενά με την ειδωλολατρική λατρεία της ashera – μια άτεχνη αναπαράσταση της Βαβυλωνιακής θεάς της γονιμότητας Ιστάρ, η οποία είχε μετεξελιχθεί στην Αστάρτη της Καναάν, της Σιδώνας και της Φιλισταίας και στην Αταργάτις της Συρίας (1 Βασ. 14.15) – καθώς και με το πράσινο δέντρο κάτω από το οποίο τοποθετούνταν το είδωλο (1 Βασ. 14.23; Εζ. 6.13). Έτσι δεν είχε κατηγορήσει και ο προφήτης Ιερεμίας (2.20) την Ιερουσαλήμ ότι εξέδιδε τον εαυτό της: «Ναι, πάνω από κάθε λόφο / και κάτω από κάθε πράσινο δέντρο / σκύβεις σαν πόρνη»;
Πορνεία και αμαρτία: Η ικανοποίηση των σεξουαλικών πειρασμών και συνεπώς η παραβίαση μιας απαγόρευσης αναπόφευκτα επέφερε την θεϊκή τιμωρία της οποίας κατεξοχήν προσωποποίηση ήταν η λέπρα. Επίμονα ενοχλούμενος από το ‘μιαρό πνεύμα’, ένας μοναχός εγκατέλειψε το μοναστήρι της Πενθούκλα στη βόρεια Κοιλάδα της Ιορδανίας και περπάτησε ως την Ιεριχώ, ώστε ‘να ικανοποιήσει τον διαβολικό του πόθο’ γράφει ο Ιωάννης Μόσχος (Λειμών 14). «Όταν εισήλθε στον οίκο ανοχής, αμέσως καλύφθηκε από στίγματα της λέπρας· και αφού συνειδητοποίησε πόσο απαίσιος έδειχνε, επέστρεψε αμέσως στο μοναστήρι του, ευχαριστώντας τον Θεό και λέγοντας: ‘ο Θεός μου προκάλεσε την ασθένεια, ώστε να σωθεί η ψυχή μου’».
Σύφιλη: Στην πραγματικότητα, το πιο πιθανό είναι να μην είχε κολλήσει λέπρα (η οποία δε μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή) αλλά σύφιλη, όπως ο Χέρων, ένας νεαρός μοναχός της Σκήτης, ο οποίος -φλεγόμενος- άφησε το κελί του στην έρημο και πήγε στην Αλεξάνδρεια όπου επισκέφτηκε μια ιερόδουλη. Η αφήγηση του Παλλάδιου στην Λαυσαϊκή Iστορία 26 συνεχίζει έτσι: «Ένας από τους όρχεις του προσβλήθηκε από άνθρακα, και ήταν τόσο άρρωστος για έξι μήνες που τα γεννητικά του όργανα έπαθαν γάγγραινα και αποκολλήθηκαν». Σύμφωνα με το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (Shabbat 33a), ο ραββί Hoshaia της Καισαρείας επίσης απείλησε με σύφιλη ‘τους μοιχούς’. Θα βγάλουν ‘βλεννώδεις πληγές από σύφιλη’ και επιπλέον θα κολλήσουν hydrocon – ένα οξύ πρήξιμο του πέους. Αυτά είναι ακριβώς τα συμπτώματα της πρωταρχικής φάσης της αφροδίσιας σύφιλης.
Υπάρχουν, φυσικά, δύο αντικρουόμενες θεωρίες αναφορικά με τη σύφιλη. Σύμφωνα με την Κολομβιανή ή Αμερικανική θεωρία, η σύφιλη (Treponema pallidum) εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Βαρκελώνη το 1493, την έφεραν μαζί τους από τις Δυτικές Ινδίες οι ναυτικοί που συνόδευαν τον Χριστόφορο Κολόμβο. Από την άλλη μεριά, η μονιστική θεωρία ισχυρίζεται ότι η ωχρή treponema υπάρχει από τις προϊστορικές εποχές και έχει διαδοθεί με τέσσερα διαφορετικά σχήματα: την pinta στην Αμερικανική ήπειρο, την pian στην Αφρική, την bejel στην Sahel, και τέλος την αφροδίσια σύφιλη, η οποία είναι η τελική μορφή μιας σπειροχαίτης με το εντυπωσιακό χάρισμα της μετάλλαξης και της προσαρμογής.
Η τελευταία υπόθεση υποστηρίζεται από μια πρόσφατη ανακάλυψη υψίστης σημασίας από το Εργαστήριο ανθρωπολογίας και προϊστορίας των χωρών της δυτικής Μεσογείου του CNRS στην Aix-en-Provence. Χαρακτηριστικά αλλοίωσης από σύφιλη ανιχνεύτηκαν σε ένα έμβρυο κυοφορούμενο από έγκυο γυναίκα που είχε θαφτεί μεταξύ του τρίτου και του πέμπτου αιώνα στη νεκρόπολη της Costobelle στην περιοχή Var. Η bejel είναι ακόμη ενδημική σε κάποιους πληθυσμούς της Ανατολικής Μεσογείου.
Μερικές περιπτώσεις έχουν καταγραφεί από αρχαιολόγους σε σκελετούς Βεδουίνων εποίκων Αράβων της Οθωμανικής Παλαιστίνης. Περιοριζόμενη στην παιδική ηλικία, η bejel μεταδίδεται με φυσική αλλά όχι απαραίτητα με σεξουαλική επαφή, ενώ η σύφιλη είναι ασθένεια των ενηλίκων και μεταδίδεται μόνο σεξουαλικά. Και στις δύο περιπτώσεις, η φθορά των οστών καθώς και τα συμπτώματα και η πρόοδος της ασθένειας είναι πανομοιότυπα.
Εντούτοις, μόνο η αφροδίσια σύφιλη έχει την ικανότητα να διαπερνά τον πλακούντα και να προσβάλλει το έμβρυο. Η μητέρα του κυήματος της Costobelle θα πρέπει επομένως να υπέφερε από αφροδίσια σύφιλη. Αυτό θα επιβεβαίωνε την άποψη των σύγχρονων παθολόγων ότι η αφροδίσια σύφιλη υπήρχε ήδη στην Αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη.
Η αμαρτία της σεξουαλικής απόλαυσης: Εκτός από την αμαρτία της λαγνείας που τιμωρούνταν με την αρρώστια με την οποία οι ιερόδουλες προσέβαλαν όσους τις πλησίαζαν σαρκικά, οι πόρνες ενσάρκωναν επίσης και την αμαρτία της σεξουαλικής απόλαυσης αναμεμειγμένη με εκείνη του μη-αναπαραγωγικού έρωτα που καταδικάζονταν από τους Εκκλησιαστικούς Πατέρες. Οι Αποστολικές Εντολες (7.2) απαγόρευαν κάθε μη-αναπαραγωγική γενετήσια πράξη, συμπεριλαμβανομένου του πρωκτικού και του στοματικού έρωτα.
Η τέχνη που επιδείκνυαν οι ιερόδουλες αφορούσε ακριβώς την πλήρη χρήση των σεξουαλικών τεχνικών που αύξαναν την απόλαυση των πελατών τους. Δεν εκπλήσσει, επομένως, το γεγονός ότι ο Λακτάντιος καταδίκαζε μαζί τον σοδομισμό, τον στοματικό έρωτα και την πορνεία (Θείοι Θεσμοί 5.9.17).
Μια τεχνική που τελειοποιήθηκε από τις ιερόδουλες πετύχαινε διπλό στόχο: αύξανε την απόλαυση των παρτενέρ τους και ήταν αντισυλληπτική. Την περιγραφή του Λουκρήτιου για τις πόρνες που περιστρέφονταν κατά τη διάρκεια της συνουσίας (Περί φύσεως πραγμάτων 4.1269-1275) απηχεί το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (Ketuboth 37a): «ο ραββί Γιοσέ είναι της άποψης ότι μια γυναίκα που εκδίδει τον εαυτό της περιστρέφεται για να αποφύγει τη σύλληψη».
Αντισύλληψη: Στα κηρύγματα των Εκκλησιαστικών Πατέρων η αντισύλληψη και η πορνεία αποτελούσαν ένα δίδυμο που μπορούσε μόνο να φέρει θάνατο. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έκραζε στο Κήρυγμα 24 της Δ΄ Επιστολής προς Ρωμαίους: «Για σας, μια εταίρα δεν είναι μόνο μια εταίρα· την μετατρέπετε και σε δολοφόνο. Δεν μπορείτε να δείτε τη σύνδεση: μετά την κραιπάλη, συνουσία· μετά τη συνουσία, μοιχεία· μετά τη μοιχεία, φόνος;».
Σύμφωνα με τον Πλαύτο η άμβλωση ήταν μια πολύ πιθανή επιλογή για μια εγκυμονούσα πόρνη (Truc. 179), είτε -όπως υπονοεί ο Οβίδιος- πίνοντας δηλητήρια ή κάνοντας παρακέντηση με ένα αιχμηρό εργαλείο που ονομαζόταν εμβρυοκτόνο στον αμνιακό σάκο που περιβάλλει το έμβρυο (Amor. 2.14). Ο Προκόπιος Καισαρείας δηλώνει εμφατικά ότι όταν ήταν ιερόδουλη, η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα γνώριζε όλες τις μεθόδους που θα προκαλούσαν άμεσα άμβλωση (Ανέκδοτα 9.20).
Στο ίδιο πνεύμα η Αποστολική Διδασκαλία (2.2) καταδίκαζε τόσο την άμβλωση όσο και την βρεφοκτονία: «Δε θα σκοτώνετε το παιδί με άμβλωση και δε θα το δολοφονείτε αφού γεννηθεί». Το 374 ένα διάταγμα των Αυτοκρατόρων Βαλεντιανού Α΄ και Βαλέντιου απαγόρευσε τη βρεφοκτονία επί ποινή θανάτου (C. Th. 9.14.1). Παρόλα ταύτα, η συνήθης πρακτική κατά τη ρωμαϊκή περίοδο συνεχίστηκε. Για αυτό η Tosephta (Oholoth 18.8) επαναλαμβάνει τον τέταρτο αιώνα την προειδοποίηση του Μίσνα του δεύτερου αιώνα: «οι κατοικίες των Εθνικών είναι μιαρές…Τι εξετάζουν [οι ραββίνοι]; Τους βαθείς υπονόμους και το γεμάτο νερό». Αυτό υπαινίσσεται ότι οι Εθνικοί πέταγαν τα έμβρυα από τις αμβλώσεις στους υπονόμους των σπιτιών τους.
Τα νεογέννητα μωρά που δολοφονούνταν και ρίχνονταν στον υπόνομο των Λουτρών της Ασκάλωνας ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος αγόρια.[12] Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη δήλωση του W. Petersen ότι «η βρεφοκτονία … σχετίζεται με την μεγαλύτερη αποτίμηση των αρσενικών».[13] Σύμφωνα με αυτόν, όποτε εφαρμόζονται η βρεφοκτονία, τα κορίτσια είναι τα πρώτα που εξοντώνονται, ακολουθούμενα από τα δύσμορφα και φιλάσθενα παιδιά, τους απογόνους που είναι ανεπιθύμητοι για λόγους μαγείας (όπως οι πολλαπλές γέννες, δίδυμα ή τρίδυμα) ή κοινωνικού εξοβελισμού (όπως τα νόθα). Πέρα από το βιολογικό δεδομένο ότι γεννιούνται περισσότερα αγόρια παρά κορίτσια, η αρσενική κυριαρχία στο πρότυπο της βρεφοκτονίας της Ασκαλόν μπορεί να απορρέει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το ίδιο το επάγγελμα των μανάδων αυτών των νεογέννητων παιδιών.
Σύμφωνα με το Κατά Νεαίρας του Απολλόδωρου, οι ελληνίδες εταίρες κατά κύριο λόγο ανέτρεφαν νεαρές σκλάβες ή υιοθετούσαν νεογέννητα κορίτσια που έβρισκαν εκτεθειμένα. Τις εκπαίδευαν στο επάγγελμα της πορνείας και τις περιόριζαν στους οίκους ανοχής, έως ότου αυτά τα κορίτσια έφταναν στην κατάλληλη ηλικία ώστε να εξασκήσουν το επάγγελμά τους μόνες τους και να θρέψουν τις μητριές τους στα γεράματά τους. Συνεπώς, σε μια κοινωνία ιερόδουλων, η ‘φυσική’ επιλογή του Petersen δε θα είχε αντιστραφεί;
Τα θηλυκά βρέφη θα έμεναν ζωντανά και θα ανατρέφονταν στους οίκους ανοχής, ώστε τελικά να συνεχίσουν το επάγγελμα των μανάδων τους όταν τα θέλγητρα των τελευταίων θα είχαν σβήσει. Δεν θα ήταν δυνατόν να αναθρέψουν αρσενικά βρέφη με τον ίδιο τρόπο [14].
Μιασμένες από την αμαρτία της λαγνείας, της σεξουαλικής απόλαυσης και της δολοφονίας, οι Βυζαντινές ιερόδουλες, εντούτοις, δε ‘στιγματίστηκαν’ ποτέ, αντίθετα με τις Ρωμαίες ιερόδουλες, που έπρεπε σύμφωνα με το νόμο να φαίνονται διαφορετικές από τις ευυπόληπτες κοπέλες και κυρίες και ως εκ τούτου υποχρεώνονταν να φορούν την τήβεννο (toga), την οποία φορούσαν μόνο άντρες (Οράτιος Σάτιρες 1.2.63)· αντίθετα, επίσης, με τις μεσαιωνικές πόρνες της Δυτικής Ευρώπης που απεικονίζονται πάντα να φορούν ριγέ φορέματα, καθώς οι ρίγες αποτελούσαν το εικονογραφικό γνώρισμα των ‘παράνομων’ όπως οι λεπροί και οι αιρετικοί [15].
Οι περιγραφές της φυσικής όψης των Βυζαντινών ιερόδουλων είναι στην καλύτερη περίπτωση αδρές, όπως ‘ντυμένη σαν εταίρα’ στο Midrash Genesis Rabbah (23.2). Μπορούμε μόνο να φανταστούμε την εμφάνισή τους από αποσπασματικές μαρτυρίες, όπως η μπλε φαγιάντσα διακοσμημένη με ιερόδουλες που φορούν διχτυωτά φορέματα στην Αρχαία Αίγυπτο, της οποίας πολλά κομμάτια βρίσκονται στο Μουσείο Weingreen Βιβλικής Αρχαιολογίας του Κολεγίου Τρίνιτι στο Δουβλίνο.
Πορνεία – μια κοινωνική νομοτέλεια: «Εξοστρακίστε τις πόρνες και θα καταντήσετε την κοινωνία σε χάος εξαιτίας του ανικανοποίητου πόθου», προειδοποιούσε ο άγ. Αυγουστίνος (Περί Θείας Πρόνοιας 2.12). Κήρυττε, εξάλλου, ότι «ο αφύσικος έρωτας είναι ειδεχθής εάν διαπράττεται με μια πόρνη, ακόμα πιο ειδεχθής δε εάν διαπράττεται με μια σύζυγο… Εάν ένας άντρας επιθυμεί να χρησιμοποιήσει ένα μέρος του γυναικείου σώματος το οποίο απαγορεύεται να χρησιμοποιήσει για αυτό το λόγο, είναι περισσότερο επαίσχυντο για τη σύζυγο να επιτρέψει να διαπραχθεί ένα τέτοιο έγκλημα στο σώμα της παρά να επιτρέψει να γίνει σε μια άλλη γυναίκα» (Περί του αγαθού του γάμου 11.12).
Έτσι, στον καλά οργανωμένο κόσμο της Πολιτείας του Θεού δεν υπήρχε απολύτως καμία ανάγκη για ενδο-οικογενειακή αντισύλληψη. Εάν ένας άντρας καταλαμβανόταν από μια ακατανίκητη μη-αναπαραγωγική ανάγκη έπρεπε απλά να πάει σε μια πόρνη και να χύσει το σπέρμα του, αλλά στον κόλπο αφού η διακεκομμένη συνουσία απαγορευόταν αυστηρά. Η πόρνη επομένως έπαιζε το ρόλο μιας ‘φυσικής’ αντισύλληψης.
Ως αποτέλεσμα μιας αλυσίδας λανθασμένης λογικής, η σεξουαλική καταπίεση που υπαγορεύτηκε από τους Εκκλησιαστικούς Πατέρες οδήγησε τον ερωτισμό καθεαυτό στα χέρια των ιερόδουλων. Ενώ η ελεγχόμενη αναπαραγωγική σεξουαλικότητα παρέμενε χαλιναγωγημένη στο σπίτι, η απόλαυση ανθοφορούσε ανάμεσα στις πόρνες. Το Midrash Genesis Rabbah (23.2) εξηγούσε ότι κατά την εποχή της Μεγάλης Πλημμύρας συνηθίζονταν ο άνδρας να παντρεύεται δύο γυναίκες, μια για να του κάνει παιδιά και μια άλλη για σεξουαλική επαφή μόνο.
Η τελευταία έπαιρνε ένα ‘αφέψημα από ρίζες’ για να καταστήσει τον εαυτό της στείρα και συνήθιζε να του κρατάει συντροφιά ντυμένη σαν εταίρα. Δε θυμίζει αυτό την τριάδα του Απολλόδωρου με ακρωτηριασμένη την παλλακίδα; Δεν είχαν αλλάξει επομένως οι αξίες, παρά την έλευση του Ιουδαιοχριστιανικού πολιτισμού;
Στην πραγματικότητα, οι αξίες είχαν αλλάξει αλλά σε αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο προς το χειρότερο. Η ειλικρίνεια είχε παραχωρήσει τη θέση της στην σεμνότυφη ατιμία επιδεικνυόμενη τόσο από Ραββινικό Ιουδαϊσμό όσο και από τον Πατερικό Χριστιανισμό. Σε αυτόν τον πουριτανισμό οφείλεται ασφαλώς η εξάπλωση της βυζαντινής πορνείας και στα αχνάρια της η αύξηση του αριθμού των εγκαταλελειμμένων παιδιών. Η κακοπιστία που μοιράζονταν ο Αυγουστίνος και ο Ιερώνυμος στο θέμα της πορνείας ενθάρρυνε την πορνεία με τον ίδιο τρόπο που το Βικτοριανό μπορντέλο ήταν, σύμφωνα με τον Michel Foucault, το παραβλάστημα του πουριτανισμού.[16]
Σημειώσεις
[1] Αυτό το άρθρο βασίζεται σε μια εργασία που δόθηκε στο Σεμινάριο Κλασικών Σπουδών του Δουβλίνου, στο τμήμα Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Δουβλίνου στις 25 Απριλίου 1995, μετά από πρόσκληση του διοργανωτή του, Dr A. Erskine. Μετάφραση: Ανδρονίκη Μαστοράκη
[2] Συγκεκριμένα, βλ. τη συζήτηση στο M. Lloyd, Euripides Andromache (Warminster, 1995), σσ. 6 ff.
[3] P. Salmon, Population et dépopulation dans l’ empire romain Bruxelles, 1974, σ. 45. [4] Συγκεκριμένα ο Κανόνας 87 της εν Τρούλω Συνόδου το 692. Βλ. C.J. Héfélé και H. Leclercq, Histoire des Conciles, T. III.[1] (Paris, 1909), σ. 573.
[5] Παλατινή Ανθολογία (Π.Α.) 5.46; 5.101; 5.302 και 5.308. Βλ. επίσης, R.C. McCail, ‘The Erotic and Ascetic Poetry of Agathias Scholasticus’, Byzantion 41 (1971), σ. 215. Είμαστε ευγνώμονες στον Dr R.C. McCail του Τμήματος Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου που μας σύστησε την ερωτική ποίηση του Αγαθία που συνδέεται με την πορνεία.
[6] G. Mazor, ‘City Center of Ancient BET Shean – South’, Excavations and SURVEYS in Israel 1987/88, Vol. 6 (1987), σσ. 18 ff.; R. Bar-Nathan and G. Mazor, ‘City Center (South) and Tel Iztabba Area. Excavations of the Antiquities Authority Expedition, The Bet She an Excavation Project (1989-1991)’, Excavations and SURVEYS in Israel , Vol. 11 (1993), σσ. 43 ff.
[7] M. Piccirillo, Madaba le chiese e is mosaici (Milano, 1989), σσ. 134 ff.
[8] R. Duncan-Jones, The Economy of the Roman Empire. Quantitative Studies (Cambridge, 1982, 2nd ed), σ. 246.
[9] Αγαθίας, Π.Α. 5.302; Alexis, fr. 103 (Athenaeus XIII 568a), Kassel-Austin ed.
[10] L.E. Stager, ‘Eroticism and Infanticide at Ashkelon’, Biblical Archaeology Review XVII, No. 4 (July-August 1991), σσ. 50 ff.
[11] P. Smith and G. Kahila, ‘Bones of a Hundred Infants Found in Ashkelon Sewer’, Biblical Archaeology Review XVII, No. 4 (July-August 1991), σ. 51.
[12] Ευχαριστίες οφείλονται στην καθ. P. Smith που μας ενημερώσε στις 11 Νοεμβρίου 1994 για τα τελευταία αποτελέσματα της παλαιοανθρωπολογικής της μελέτης.
[13] Population (New York-London, 3rd ed., 1975), σ. 205.
[14] Dr M. Lloyd του Τμήματος Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Δουβλίνου συζήτησε μαζί μας εκτενώς τις διάφορες όψεις αυτού του προβλήματος και που μας πρότεινε αυτή την υπόθεση.
[15] J.-Cl. Schmitt, ‘Prostituées, Lépreux, Hérétiques: les rayures de l ‘infamie’, L Histoire No. 148 (Octobre 1991), σ. 89.
[16] Histoire de la Sexualité. 1. La volonté de savoir (Paris, 1976) σ. 11.
Αναρτήθηκε από   //  25 Οκτωβρίου 2014  //  
ΠΗΓΗ =  http://www.terrapapers.com/?p=63640#                                                                   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου