[αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Μετασχηματισμοί της συλλογικής ταυτότητας των Πομάκων»
Εκδόσεις Σπανίδη, Ξάνθη 2006, σελίδες 221-290]
ΟΙ ΠΟΜΑΚΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΡΟΔΟΠΗΣ
Νικόλαος Θ. Κόκκας
Γυναίκες στο Ρίμπνοβο
(φωτογραφία Ν.Θ. Κόκκας)
Η μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού των Πομάκων στο βουλγαρικό τμήμα της Ροδόπης
μπορεί να συμβάλλει στην κατανόηση των κοινωνικών και πολιτιστικών οσμώσεων στα Βαλκάνια αλλά αποτελεί επίσης κλειδί για την ερμηνεία της ιστορικής διαδρομής των Πομάκων και στο ελληνικό τμήμα της Ροδόπης. Οι Πομάκοι της Κεντρικής Ροδόπης αποτελούν την πιο συμπαγή ομάδα σλαβόφωνων μουσουλμάνων. Τους συναντάμε κατά μήκος του ποταμού Άρδα στις περιοχές Σμόλιαν, Ντέβιν, Νευροκόπι (Γκότσε Ντέλτσεβ) και μέχρι την Πέστερα και το Ασένοβγκραντ (Στενήμαχο). Στο δυτικό τμήμα της Ροδόπης οι Πομάκοι φτάνουν την κοιλάδα του Νέστου και το όρος Πιρίν ενώ στα ανατολικά η διαχωριστική γραμμή με τους Τούρκους του Κίρτζαλη περνάει από το Άρντινο και το Ζλάτογκραντ, αν και μεμονωμένα πομακοχώρια συναντάμε και μέχρι τον ποταμό Έβρο. H αριθμητική δύναμη των Πομάκων το 1989 είχε υπολογιστεί από το Υπουργείο Εσωτερικών της Βουλγαρίας σε 268.971 άτομα (1).
μπορεί να συμβάλλει στην κατανόηση των κοινωνικών και πολιτιστικών οσμώσεων στα Βαλκάνια αλλά αποτελεί επίσης κλειδί για την ερμηνεία της ιστορικής διαδρομής των Πομάκων και στο ελληνικό τμήμα της Ροδόπης. Οι Πομάκοι της Κεντρικής Ροδόπης αποτελούν την πιο συμπαγή ομάδα σλαβόφωνων μουσουλμάνων. Τους συναντάμε κατά μήκος του ποταμού Άρδα στις περιοχές Σμόλιαν, Ντέβιν, Νευροκόπι (Γκότσε Ντέλτσεβ) και μέχρι την Πέστερα και το Ασένοβγκραντ (Στενήμαχο). Στο δυτικό τμήμα της Ροδόπης οι Πομάκοι φτάνουν την κοιλάδα του Νέστου και το όρος Πιρίν ενώ στα ανατολικά η διαχωριστική γραμμή με τους Τούρκους του Κίρτζαλη περνάει από το Άρντινο και το Ζλάτογκραντ, αν και μεμονωμένα πομακοχώρια συναντάμε και μέχρι τον ποταμό Έβρο. H αριθμητική δύναμη των Πομάκων το 1989 είχε υπολογιστεί από το Υπουργείο Εσωτερικών της Βουλγαρίας σε 268.971 άτομα (1).
Για να εξετάσουμε τη σημερινή θέση των Πομάκων στα πλαίσια του Βουλγαρικού έθνους-κράτους και ιδιαίτερα αναφορικά με το μετασχηματισμό των ομαδικών τους ταυτοτήτων είναι αναγκαίο να δούμε την ιστορική κληρονομιά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με το σύστημα της θρησκευτικής ανεκτικότητας των millet (2) και τους μηχανισμούς με τους οποίους διαμορφώθηκαν τα εθνικά κράτη των Βαλκανίων. Στην ιστορική πορεία της διαμόρφωσης του Βουλγαρικού έθνους – κράτους, βασικό κριτήριο απετέλεσε η γλώσσα και λιγότερο η θρησκεία. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη κραταίωση του βουλγαρικού κράτους θεωρήθηκε η αποποίηση του οθωμανικού παρελθόντος. Η θρησκευτική διαφοροποίηση των Πομάκων από τους χριστιανούς συντοπίτες τους δεν ήταν συνήθως αρκετή στο να δημιουργήσει μια ενιαία πομακική ταυτότητα. Σημειώνεται πως το τουρκόφωνο τμήμα των μουσουλμάνων της Βουλγαρίας ήταν το πρώτο που τις πρώτες δεκαετίες μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίζει εθνικές διεκδικήσεις, κάτω από την επίδραση του τουρκικού εθνικισμού, πράγμα που δε συνέβη και με τους Πομάκους.
Η Αμερικανίδα ανθρωπολόγος Mary Neuburger επισημαίνει πως η προσπάθεια να ομαδοποιήσουμε το ανομοιογενές σύνολο των σλαβόφωνων μουσουλμάνων της Νότιας Βαλκανικής σε μια ενιαία αφήγηση ίσως οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα καθώς «οι Πομάκοι δεν είναι ένα αυτο-ανακηρυχθέν έθνος ή εθνοτική ομάδα με ξεχωριστή μαζική συνείδηση της ομάδας» (3). Η Neuburger συνεχίζει πως ποτέ δεν υπήρξε μια σημαντική μαζική κίνηση ή τάση εκ μέρους των Πομάκων για να εκφράσουν ή να επιδιώξουν δικαιώματα που βασίζονται πάνω στην “πομακικότητά” τους. Έτσι η ιστορική μελέτη του ζητήματος των Πομάκων είναι αναγκαστικά «η μελέτη του Πομακικού προσώπου σε μια Βαλκανική αίθουσα με καθρέφτες».
Για να ερμηνεύσουμε την εξέλιξη της ιστορίας των Πομάκων της Ροδόπης αλλά και τη σημερινή τους θέση θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας παράγοντες όπως η δημογραφική συμπεριφορά (μέγεθος οικογένειας, το περίκλειστο του ορεινού εδάφους, τον τύπο κατοικίας), την εθνοτική ενδογαμία, τη συμπεριφορά της ομάδας σε σχέση με την απασχόληση και τους επίσημους φορείς, την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση και τη συνύπαρξη πολλαπλών ταυτοτήτων που εξελίσσονται μέσα στο χρόνο. Μία από τις νεώτερες προσεγγίσεις που έχουν διατυπωθεί στην ανάλυση της ιστορίας των Πομάκων ως εθνοτικής ομάδας είναι η διάκριση βουνού / πεδιάδας όπως αυτή αντανακλά την αντίθεση πρωτόγονης κοινωνίας / αστικοποιημένου πολιτισμού. Ο Ulf Brunnbauer επισημαίνει (4) πως το 19ο αιώνα οι Πομάκοι και οι Βούλγαροι διέφεραν μεταξύ τους ως προς τις κύριες οικονομικές δραστηριότητες. Συνδεδεμένοι με αυτή τη διαφορά ήταν και οι διαφορετικοί ρόλοι των νοικοκυριών στην οργάνωση της εργασίας. Στην οικονομία των Πομάκων το νοικοκυριό παρέμενε η βασική μονάδα οικονομικής οργάνωσης. Η οικονομία των χριστιανών Βουλγάρων ήταν κυρίως οργανωμένη σύμφωνα με επαγγελματικά κριτήρια. Ο καταμερισμός της εργασίας ήταν μεγαλύτερος και οι οικονομικές σχέσεις δεν εξαρτώνταν κατ’ ανάγκη από την οργάνωση του νοικοκυριού. Ως προς τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και τους τρόπους κοινωνικής ένταξης Πομάκων και Βούλγαρων ο Brunnbauer επισημαίνει σημαντικές διαφορές:
- Η συχνότητα των σύνθετων νοικοκυριών ήταν πολύ μεγαλύτερη στους Πομάκους απ’ ότι στους Βούλγαρους.
- Η ηλικία κατά τον πρώτο γάμο ήταν πολύ μικρότερη για τους Πομάκους (13-14 χρονών για τα κορίτσια και γύρω στα δύο χρόνια μεγαλύτερη για τα αγόρια)
- Η εγκατάσταση μετά το γάμο ήταν για μεν τους Πομάκους πατρο-ανδρο-τοπική, ενώ για τους Βούλγαρους νεοτοπική.
Από άποψη μεγέθους τα νοικοκυριά των Πομάκων δεν ήταν μεγαλύτερα από αυτά των Βουλγάρων. Και στις δύο περιπτώσεις ήταν μεταξύ πέντε και έξι μελών. Τα διευρυμένα νοικοκυριά των Πομάκων περιελάμβαναν γονείς και έναν ή περισσότερους παντρεμένους γιους ή έναν παντρεμένο γιο και ένα γονιό. Συνεπώς, τα νοικοκυριά σχηματίζονταν γύρω από τον πυρήνα συγγενών πρώτου βαθμού του αρχηγού τους (γονείς, σύζυγοι, αδέλφια και παιδιά) (5).
Παιδιά στο Ρίμπνοβο
(Φωτογραφία Ν.Θ. Κόκκας)
Στην οροσειρά της Ροδόπης μπορούμε να διακρίνουμε διάφορα επίπεδα κοινωνικής ενσωμάτωσης μεταξύ των νοικοκυριών: τη συγγένεια, τη γειτονιά, την κοινότητα του χωριού. Τα χωριά των Πομάκων λειτουργούσαν τόσο ως φορείς ηθικού ελέγχου και αναπαραγωγής των κοινοτικών αξιών όσο ως χώροι ανάπτυξης του ομαδικού πνεύματος και της συνεργασίας. Ως προς το αξιακό σύστημα (6) των πομακικών ορεινών κοινοτήτων της Ροδόπης, όπως αυτό καθρεφτίζεται στην προφορική τους παράδοση και ειδικότερα στα παραμύθια τους, επισημαίνεται ότι οι παραδοσιακές αξίες ενσωματώνονται στην αφηγματική πράξη. Η πίστη στο Θεό και στη δύναμη του πεπρωμένου, η προσμονή της ανταπόδοσης και της κοσμικής δικαιοσύνης, οι αρετές της υπομονής, της τιμιότητας, της εργατικότητας, της αξιοπρέπειας, αλλά και της σωματικής ομορφιάς, παράλληλα με την πίστη στη ζωή και την αξία της οικογένειας καθρεφτίζονται μέσα στα παραμύθια των Πομάκων, ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία αυτά μπορούν να ενταχθούν.
Ιδιότυπα χαρακτηριστικά παρατηρούνται επίσης στον υλικό πολιτισμό (7) και στις ασχολίες των κατοίκων της Ροδόπης. Για τον πληθυσμό της Ροδόπης μια πολύ σημαντική ασχολία από παλιά είναι η κτηνοτροφία. Ειδικότερα η βοσκή προβάτων επηρέασε σημαντικά τον τρόπο ζωής των κατοίκων της Ροδόπης. Κύριο χαρακτηριστικό της η εποχιακή μετακίνηση (νομαδικότητα) σε αναζήτηση βοσκοτόπων. Γύρω στο 1870, τα θερινά βοσκοτόπια σε χωριά όπως τα Μομτσίλοφτσι, Σοκόλοφτσι και Σιρόκα Λάκα έφταναν στα 100.000 πρόβατα το καθένα. Συνολικά υπολογίζεται πως υπήρχαν γύρω στα δύο εκατομμύρια πρόβατα στην ορεινή Ροδόπη μεταξύ των ποταμών Έβρου και Νέστου (8). Το άρμεγμα των μεγαλύτερων κοπαδιών γίνονταν έξω από τα χωριά, συχνά σε απόσταση 4-5 χλμ από αυτά. Έτσι οι ιδιοκτήτες που είχαν περισσότερα από 200-250 ζώα και ξεχειμώνιαζαν στα πεδινά της Ξάνθης και της Κομοτηνής ή της Φιλιππούπολης δημιουργούσαν το δικό τους χώρο αρμέγματος. Τα γαλακτοκομεία συνήθως δούλευαν από τις 3 Ιουνίου μέχρι τα τέλη Αυγούστου. Με την έλευση των Τούρκων τα περισσότερα βοσκοτόπια δόθηκαν σε Γιουρούκους κτηνοτρόφους. Τις πρώτες δεκαετίες αφότου άρχισε ο εξισλαμισμός των κατοίκων της Ροδόπης, η κτηνοτροφία ήρθε στα χέρια των Πομάκων. Έχοντας αλλαξοπιστήσει είχαν πλέον περισσότερα δικαιώματα και οι καλύτεροι κλήροι γης περιήλθαν σε αυτούς. Αντίθετα οι Χριστιανοί της Ροδόπης ασκούσαν τέχνες όπως η ξυλουργική, η χαλκουργία, η καροποιία κλπ. Υπήρχαν βέβαια παντού οι γύφτοι σιδεράδες και γανωματήδες (γνωστοί ως αγκούπτι) Τμήμα των Πομάκων ανήκαν πλέον στην κυρίαρχη τάξη μαζί με τους Τούρκους γαιοκτήμονες.
Ένας κοινοτικός κατάλογος από το χωριό Άρντα το 1920 (9) παρουσιάζει τα επαγγέλματα των αρχηγών των νοικοκυριών στο χωριό διακρίνοντας τους Βούλγαρους από τους Πομάκους. Σύμφωνα με τον κατάλογο αυτό σε ένα χωριό που είχε τότε 789 Πομάκους, 521 Βούλγαρους και 8 Τσιγγάνους (συνολικός πληθυσμός 1318 άτομα), η συντριπτική πλειοψηφία των Πομάκων (88,6% ασχολούνταν με τη γεωργία έναντι 3.7% των Βουλγάρων. Από τους αναφερόμενους ως Βούλγαρους κατοίκους το 41,1% ήταν τουβλάδες, το 16,8% ήταν δασοφύλακες, το 11,2% ράφτες, το 6,5% βοσκοί, ενώ μικρότερο ποσοστό ήταν πανδοχείς, δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, τσαγκάρηδες και χαλκωματάδες. Είναι φανερό πως ο λόγος της ενασχόλησης των Πομάκων με τη γεωργία ήταν ότι κατείχαν περισσότερη γη απ’ ό,τι οι χριστιανοί συντοπίτες τους.
Ρίμπνοβο
(φωτογραφία Ν.Θ. Κόκκας)
Από τον εξισλαμισμό των Πομάκων
στη δημιουργία του βουλγαρικού εθνικού κράτους
Η ύπαρξη μουσουλμανικών νησίδων στα Βαλκάνια αποτελεί κληρονομιά των πέντε αιώνων Οθωμανικής παρουσίας στη χερσόνησο. Βασική συνέπεια της εγκαθίδρυσης της Pax Ottomana ήταν η κατάργηση των κρατικών ορίων, γεγονός που διευκόλυνε τις κινήσεις των πληθυσμών και την αλληλοδιείσδυση διαφορετικών εθνο-πολιτισμικών ομάδων σε μια αχανή έκταση. Σχετικά με τις φάσεις εξισλαμισμού των κατοίκων της Ροδόπης, η ανάλυση των Οθωμανικών φορολογικών αρχείων για τα χωριά της δυτικής Ροδόπης μας δίνει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στοιχεία. Σύμφωνα με αυτά (10), το 1635 υπήρχαν 1623 χριστιανικά νοικοκυριά σε 29 χωριά. Μετά από 25 χρόνια, τα Οθωμανικά αρχεία αναφέρουν μόνο 948 εναπομείναντα χριστιανικά νοικοκυριά. Τα αρχεία συχνά μνημονεύουν τα σλαβικά ονόματα των πατεράδων των φορολογουμένων π.χ. Αμπντουλάχ, γιος του Ιβάν, μαρτυρία του εξισλαμισμού ατόμων με σλαβικά ονόματα. Ο εξισλαμισμός των Πομάκων σίγουρα δεν ήταν αποτέλεσμα μιας απλής διοικητικής πράξης. Ήταν μια αργή διαδικασία που διήρκεσε πολλούς αιώνες και κορυφώθηκε κατά το 17ο αιώνα. Νεώτερες μελέτες αναδεικνύουν σαν βασική αιτία του εξισλαμισμού την απαλλαγή από τη δυσβάσταχτη φορολογία ενώ παράλληλα τονίζουν πως ο εξισλαμισμός ήταν σταδιακός, είχε ήδη ξεκινήσει από το πρώτο ήμισυ του 16ου αιώνα και συνεχίστηκε μέχρι το 18ο αιώνα και αργότερα (11). Η μελέτη των οθωμανικών καταστιχώσεων μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τη φορολογία που έπρεπε να πληρώνουν οι χριστιανικοί πληθυσμοί. Όταν ένα νοικοκυριό στρέφονταν προς την Ισλαμική θρησκεία διαγράφονταν από τα φορολογικά μητρώα και ο φόρος ανακατανέμονταν στα υπόλοιπα χριστιανικά νοικοκυριά. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 17ου αιώνα παρατηρείται θεαματική μείωση του αριθμού των χριστιανικών νοικοκυριών (σε ορισμένες περιοχές από 50% μέχρι 70% (12). Η θρησκευτική μεταστροφή, βασισμένη πρώτα πρώτα σε οικονομικούς λόγους, μπορεί να γίνονταν είτε σε προσωπικό επίπεδο είτε σε επίπεδο οικογένειας ή και ολόκληρης κοινότητας.
Ο Βούλγαρος ιστορικός Ν. Τοντόροβ εξιστορώντας τον εξαναγκαστικό εξισλαμισμό των κατοίκων της Ροδόπης παραθέτει ιστορικές μαρτυρίες από χρονικά και πηγές. Αναφέρει χαρακτηριστικά (13) πως δεν υπάρχει χωριό Πομάκων στη Ροδόπη δίχως το τοπωνύμιο «Καβούρσκο Γκρόμπιε»(14) (τάφοι των απίστων), όπου όλοι γνωρίζουν πως είναι θαμμένοι χριστιανοί. Προσθέτει επίσης τα πάμπολλα τοπωνύμια της Ροδόπης «Μόμιν κάμεν», «Μόμιν βργ», «Μόμιν βιρ», Νεβέστα» κλπ που σχετίζονται με παραδόσεις (15) για την αυτοκτονία Ροδοπαίων κοριτσιών προκειμένου να αποφύγουν τη σύλληψη από τους Τούρκους. Ένα από τα κείμενα που παραθέτει είναι του Μεθόδιου Ντραγκίνωβ από το χωριό Κόροβα (περιοχή Βέλινγκραντ) αναφορικά με την περιοχή Τσέπινο το καλοκαίρι του 1657 (16):
«Όταν ο Τούρκος εμίρης βασιλιάς Μοχάμεντ ονομαζόμενος Λόβετς [Μεχμέντ Κιοπρουλού (1648-1687)] άρχισε πόλεμο ενάντια στο Μωριά [Πελοπόννησο] έστειλε στρατό 105 χιλιάδων από τη θάλασσα και 150 χιλιάδων από τη στεριά. Τότε στην πόλη Πλόντινγκραντ [Φιλιππούπολη] πήγαν έξι πασάδες και πέρασαν από την Πέστερα. Ο Μοχάμεντ πασάς με πολλούς γενίτσαρους πήγε προς το Τσέπινο και το Κονστάντοβο. Αυτός μαζεύει όλους του παπάδες και δημάρχους, τους βάζει αλυσίδες και τους λέει: «Βρε άπιστοι, ο μεγάλος Οθωμανός βασιλιάς σάς λυπάται, αλλά τίποτα δε δίνετε στο σουλτάνο και μόνο όταν πρέπει βοηθάτε στο δικό μας στρατό. Εμείς σας αγαπάμε σα δικούς μας γενίτσαρους κι εσείς θελήσατε να σηκώσετε κεφάλι ενάντια στο δικό σας βασιλιά». Τότε ο κυρ Βέλιος και ο αρχιμανδρίτης Κωνσταντίν απάντησαν: «Καλορίζικε βεζύρη, τα δικά μας αγόρια πριν λίγο ήταν με το βασιλικό στρατό στην Τυνησία, στην Τρίπολη και την Αίγυπτο. Τι κακό είδατε από εμάς;» Κι ο πασάς τούς λέει: «Λέτε ψέματα. Εμένα με πληροφόρησε ο ρασοφόρος στο Πλόβντιβ» - ο καταραμένος μητροπολίτης του Πλόβντιβ ο Γαβριήλ. Κι αυτοί είπαν: «Αυτός δε διέταξε για μας, επειδή δεν του δίνουμε φόρους μας συκοφαντεί». Κι ο πασάς τους απάντησε: «Μήπως κι εσείς δεν είστε άπιστοι; Γιατί τότε να μη δίνετε φόρο; Να λοιπόν που είστε αντάρτες» Κι αυτός διατάζει τους γενίτσαρους να τους σκοτώσουν όλους. Τότε ένας ιμάμης ο Χασάν χότζα παρακάλεσε τον πασά να τους συγχωρέσει, εάν τουρκέψουν. Και τη μέρα του Αγίου Γεωργίου τούρκεψε ο κυρ Βέλιο, ο αρχιμανδρίτης Κωνσταντίν, ο ιερέας Γκεόργκι και ο ο ιερέας Δημήτηρ στο Κονστάντοβο, όπως και όλοι οι πρόεδροι και ιερείς από άλλα χωριά. Κι έτσι καθώς είχε μεγάλη πείνα, ο πασάς άφησε ακόμα τέσσερις χοτζάδες για να εκτουρκίζουν και σε εκείνους που εκτουρκίζονταν να τους δίνουν σιτάρι για τροφή. Κι εκείνος ξεκίνησε μέσα από το Ράζλογκ προς τη Σόλουν [Θεσσαλονίκη]. Οι δικοί μας εκτουρκίστηκαν μέχρι της Παναγίας [το δεκαπενταύγουστο]. Όσους δεν τούρκευαν άλλους τους έσφαζαν κι άλλοι φύγανε στο δάσος και τα σπίτια τους τα κάψανε. Και ο Χασάν χότζας μαζεύει πολλά άλογα στην πόλη, τα φορτώνει με σιτάρι από το Μπέγκλιγκχαν και τα φορτώνει για τις εκκλησίες Αγίας Πέτκα και Απόστολου Ανδρέα στο Κονστάντοβο και μοιράζει στα εκτουρκισμένα σπίτια από δυο μερίδες ρύζι κι από δυο μερίδες κεχρί. Αργότερα του Αγίου Πέτρου [Πέτκοβντεν] ήρθε φιρμάνι απ’ το βασιλιά να συγκεντρωθούν οι Βούλγαροι, να γίνουν ραγιάδες, να δίνουν χαράτσι και πίστη και να πηγαίνουν αγγαρείες και μόνο οι Τούρκοι να πηγαίνουν στο στρατό. Και οι πρόσφυγες συγκεντρώθηκαν να χτίσουν σπίτια στο Κάμενετς και το Ρακίτοβο. Τότε από το φόβο περισσότεροι πρόσφυγες έφυγαν κοντά στη Στάρα Ρέκα [παλιό ρέμα] για να χτίσουν το νέο χωριό Μπάτεβο [Μπατάκ]. Ο χασάν χότζας για να τους γελοιοποιήσει ανάγκασε τους εκτουρκισμένους να καταστρέψουν όλες τις εκκλησίες από το Κόστενετς μέχρι τη Στενήμαχο – 33 μοναστήρια και 218 εκκλησίες. ...»
Νεώτεροι συγγραφείς θεωρούν πως το προαναφερθέν χρονικό δεν είναι αυθεντικό αλλά κατασκευάστηκε από τον Στογιάν Ζαχαρίεφ (17) τα τέλη του 19ου αιώνα στα πλαίσια του εθνικιστικού κινήματος των Βουλγάρων και της προσπάθειας να ενσωματωθούν διαφορετικές περιφερειακές ομάδες στην τότε δημιουργούμενη «νοερή (φαντασιακή) κοινότητα» του βουλγαρικού έθνους (18).
Πέρα από το ζήτημα του εξισλαμισμού, σημαντικό στοιχείο της ιστορίας της Ροδόπης ήταν ανέκαθεν οι συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμιακών ομάδων. Έχει υποστηριχτεί (19) πως πολλά χωριά Πομάκων της Δυτικής Θράκης συγκροτήθηκαν σαν αποτέλεσμα διαδικασιών μετανάστευσης πληθυσμών της Ροδόπης από το βορρά προς το Αιγαίο πέλαγος. Για να τεκμηριωθεί αυτή η άποψη ο Γκεόργκι Ποπαγιάνοβ αναφέρει ονομασίες οικισμών της Βουλγαρικής και της ελληνικής Ροδόπης που είναι κοινές, υποστηρίζοντας ότι οι μέτοικοι μετέφεραν στον τόπο της νέας τους εγκατάστασης εκτός από τα ήθη και έθιμά τους και την ονομασία του χωριού από το οποίο προήλθαν (20). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κάθοδος αριθμού κατοίκους της Ροδόπης κατά το 18ο αιώνα από την περιοχή Αχή Τσελεμπή (Σμόλιαν) προς το Αιγαίο πέλαγος. Αναφέρεται (21) ότι το 1725, εξαιτίας μεγάλων χιονοπτώσεων και πλημμυρών, πολλά πρόβατα πνίγηκαν και μεγάλο μέρος βοσκών από το Αχή Τσελεμπή έμειναν στην περιοχή Πόρτο Λάγος και ασχολήθηκαν με την αλιεία. Εκεί έκτισαν μικρά σπίτια και ίδρυσαν δικό τους οικισμό κοντά στο χωριό Μπαλαμπάν Κιοη (περιοχή Διαλαμπής). Οι Ροδοπαίοι αυτοί ψαράδες του Πόρτο Λάγος μέχρι το 1912 αναφέρεται ότι ήταν γύρω στους 150 και προέρχονταν από τα χωριά Ούστοβο, Ράικοβο, Ντούνεβο, Πέτκοβο και Γκόρνο Ντερέ Κιοη.
Στα μέσα του 19ου αιώνα η Ροδόπη ήταν πλήρως ενταγμένη στο οθωμανικό σύστημα διοίκησης (22) που διαιρούσε το κράτος σε βιλαέτια (vilayet), αποτελούμενα από σαντζάκια (sancak), τα οποία διαιρούνταν σε καζάδες (kaza), οι οποίοι χωρίζονταν σε περιοχές (nahije). Η Ροδόπη υπάγονταν στο βιλαέτι της Αδριανούπολης, το οποίο χωρίζονταν σε τέσσερα σαντζάκια (Φιλιππούπολης, Γκιουμουλτζίνας, Αλεξανδρούπολης, Διδυμοτείχου). Στο σαντζάκι της Φιλιππούπολης υπάγονταν οι καζάδες Φιλιππούπολης, Τατάρ Παζαρτζίκ, Αχή Τσελεμπή (περιοχής Σμόλιαν τα έτη 1855-1878), και Σουλτάν Γερή (μεταξύ Κρούμοβγκραντ και Μόμτσιλγκραντ τα έτη 1855-1878). Στο σαντζάκι της Γκιουμουλτζίνας το 1880 ανήκαν οι καζάδες Νταρή Ντερέ (Ζλάτογκραντ), Πασμακλή (Σμόλιαν) και Γενισέας-Ξάνθης. To 1871-2 στον καζά Αχή Τσελεμπή υπάγονται 14 χωριά με συνολικό αριθμό 4.191 οικογενειών. Από αυτές οι 2961 είναι οικογένειες Πομάκων, οι 1500 χριστιανών Βουλγάρων και οι 240 γύφτων, οι οποίοι συνήθως αποκαλούνταν «αγκούπτι» και εργάζονταν ως σιδεράδες (23).
Καθοριστικοί στη διαμόρφωση της ιστορίας των Βαλκανικών κρατών ήταν οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι μέσα από τους οποίους η Ρωσία μπόρεσε να επεκτείνει τα σύνορά της προς τα νότια, προς τη Μαύρη Θάλασσα και νοτίως του Καυκάσου.
Στον τελευταίο Ρωσο-τουρκικό πόλεμο (1877–78) η Ρωσία έρχεται να βοηθήσει τη Βοσνία, την Ερζεγοβίνη και τη Βουλγαρία στον αγώνα τους εναντίον των Τούρκων. Μετά την πολιορκία του Πλέβεν, οι Ρώσοι προχώρησαν στη Θράκη και κατέλαβαν την Αδριανούπολη τον Ιανουάριο 1878. Κατά τη διάρκεια των Ρωσοτουρκικών πολέμων οι Πομάκοι ήταν στο πλευρό των Τούρκων. Αναφέρεται συχνά και η συμμετοχή Πομάκων στις σφαγές της πόλης Μπατάκ το 1876. Το σημερινό Μπατάκ κτίστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία γίνονταν από τους Τούρκους μαζικοί εξισλαμισμοί των πληθυσμών της Ροδόπης. Μεγάλος αριθμός Χριστιανών εγκαθίσταται τότε στο Μπατάκ. Το Μάιο του 1876 οι κάτοικοι του Μπατάκ υπό την ηγεσία του Πήτερ Γκοράνοφ πολέμησαν σκληρά και κράτησαν απόρθητη την πόλη τους για εννέα μέρες. Με την πτώση της πόλης του Μπατάκ, οι Τούρκοι έσφαξαν όλους τους κατοίκους, σαν τιμωρία για την αντίσταση που προέβαλαν. Οι νεκροί της σφαγής του Μπατάκ υπολογίζονται σε 3.000-5.000 άτομα, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Η σφαγή του Μπατάκ ήταν τμήμα της σκληρής αντιμετώπισης των τοπικών επαναστάσεων, πολιτική που ακολουθήθηκε από το Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β’ (γεν. 1842- πεθ. 1909, κυβέρνησε 1876-1909). Οι αντιδράσεις των Ευρωπαίων ήταν έντονες. Ο William Gladstone (1809-1898), για τέσσερις θητείες πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1868–74, 1880–85, 1886, 1892–94) έγραψε ένα έντονο κείμενο για τις «τουρκικές θηριωδίες στη Βουλγαρία» [“Bulgarian Horrors and the Question of the East,”] με το οποίο ζητούσε την αποχώρηση των Τούρκων από τη Βαλκανική χερσόνησο (24).
Οι στρατιωτικές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια του Ρωσο-τουρκικού πολέμου του 1877-8 προκάλεσαν μεγάλο μεταναστευτικό κύμα ανάμεσα στο μουσουλμανικό πληθυσμό στη βόρεια Βουλγαρία. Κατευθύνθηκαν προς τα νότια, όσο το δυνατόν πιο μακριά από τις στρατιωτικές αψιμαχίες. Η μετανάστευση των Πομάκων από τη βόρεια Βουλγαρία συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Με την ήττα της Τουρκίας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπογράφεται στις 3 Μαρτίου (19 Φεβρουαρίου με το παλιό ημερολόγιο) 1878 η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, επιβάλλοντας ειρήνη ανάμεσα στην Οθωμανική κυβέρνηση και τη Ρωσία. Ο τουρκικός πόλεμος στα Βαλκάνια περιορίζεται ενώ ιδρύεται ανεξάρτητο Βουλγαρικό κράτος από το Δούναβη και τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι το Αιγαίο πέλαγος. Η συνθήκη του Βερολίνου (13 Ιουλίου 1878) αναθεώρησε τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, διασφαλίζοντας την αυτονομία της Βουλγαρίας, περιορίζοντας την επέκταση της ναυτικής δύναμης της Ρωσίας και αφήνοντας την Αυστρο-Ουγγαρία να καταλάβει τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Η Ανατολική Ρωμυλία έμπαινε υπό τον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1885, μετά από επανάσταση στην Ανατολική Ρωμυλία, η περιοχή αυτή ενώνεται με τη Βουλγαρία.
……………..
Ρίμπνοβο
(Φωτογραφία Ν.Θ. Κόκκας)
Επιτόπια ανθρωπολογική έρευνα
και συνύπαρξη των εθνοτικών ομάδων στη Ροδόπη
Το 1992 έγινε μια μεγάλη ανθρωπολογική έρευνα (87) στη Βουλγαρία με στόχο να διευκρινίσει την εθνοπολιτισμική κατάσταση στη χώρα. Η έρευνα συμπεριέλαβε 3,227 άτομα από τα οποία οι 765 ήταν χριστιανοί Βούλγαροι, 826 Τούρκοι, 797 Πομάκοι και 777 Γύφτοι. Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο με περισσότερες από 50 ερωτήσεις, που έδωσαν μια ικανοποιητική βάση για περαιτέρω ανάλυση. Τα συμπεράσματα που εξήχθησαν αναφορικά με τους Πομάκους ήταν πως υπόκεινται σε πολύπλοκες διαδικασίες αναζήτησης της εθνοτικής τους ταυτότητας. Σύμφωνα με την έρευνα το ένα έκτο των Πομάκων που ερωτήθηκαν (από τις περιοχές Γκότσε Ντέλτσεβ, Γιακορούντα, Σατόβτσα, Βέλινγκραντ, Γκάρμεν και Μαντάν) (88) βρίσκονταν σε μια διαδικασία υιοθέτησης της τουρκικής εθνοτικής ταυτότητας, κυρίως μέσα από την υποστήριξη του ότι έχουν ως μητρική γλώσσα την τουρκική. Παρά το γεγονός ότι μόνο 6% από αυτούς ανέφεραν ότι τη γνώριζαν, το 18% ανέφεραν ότι ήταν η μητρική τους γλώσσα πριν την εφαρμογή πολιτικών αφομοίωσης από το Βουλγαρικό κράτος το 1912. Ένα άλλο μικρό ποσοστό των ερωτηθέντων βρίσκονταν στη διαδικασία μορφοποίησης μιας συγκεκριμένης εθνοτικής ταυτότητας που θα μπορούσε να συνοψιστεί με τις λέξεις: Μουσουλμάνοι, Αχριάνοι, Πομάκοι – απόλυτα διαφοροποιούμενοι από τους Βούλγαρους και τους Τούρκους. Το μεγαλύτερο, όμως, τμήμα των ερωτηθέντων Πομάκων δήλωσαν ότι υιοθετούν μια βουλγαρική εθνική συνείδηση, είναι περήφανοι που η γλώσσα τους διατηρεί αρχαϊκά γραμματικά και λεξιλογικά στοιχεία, είναι περήφανοι για το λαϊκό τους πολιτισμό (ενδυμασία, τέχνες κλπ) και συχνά αναφέρθηκαν στους εαυτούς τους ως τους «πιο καθαρούς Βουλγάρους». Ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο αυτής της ανθρωπολογικής έρευνας ήταν ότι οι υπόλοιπες εθνοτικές ομάδες φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευνοϊκά διακείμενες προς τους Πομάκους, ενώ οι ίδιοι οι Πομάκοι φάνηκε να έχουν αρνητική στάση προς την κυρίαρχη ομάδα των Βουλγάρων.
Μια άλλη έρευνα που διεξήχθηκε από την ανθρωπολόγο Madeleine Danova, επίκουρη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κλίμεντ Οχρίντσκι της Σόφιας, στην περιοχή Βέλινγκραντ επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα της προαναφερθείσας έρευνας. Η Danova τονίζει (89) πως η πλειονότητα των σλαβόφωνων μουσουλμάνων δεν επιθυμούν να φαίνονται διαφορετικοί από τους υπόλοιπους στη γλώσσα, στο όνομα, στα έθιμα και στις παραδόσεις. Σημειώνει επίσης πως οι άνθρωποι συνήθως ένιωθαν να προσβάλλονται εάν τους ρωτούσε ευθέως εάν ήταν Πομάκοι. Θεωρούσαν οι ίδιοι τον όρο Πομάκος ως υποτιμητικό και προτιμούσαν να δεχθούν ότι ήταν μουσουλμάνοι αλλά όχι Τούρκοι. Συνήθως εξέφραζαν στην ερευνήτρια ιδιαίτερη αντιπάθεια προς τους Τούρκους. Η Danova έκανε επιτόπια έρευνα και στα Πομακοχώρια της Ξάνθης όπου αναφέρει πως συνάντησε ιδιαίτερες δυσκολίες στην έρευνά της, καχυποψία των Πομάκων της Ελληνικής Ροδόπης, φόβο αλλά και τη δυσκολία τους να κατανοήσουν τη βουλγαρική γλώσσα που η ίδια μιλούσε. Σχετικά με το χρόνο της έρευνάς της στην Ελληνική Ροδόπη η Danovaγράφει πως έμεινε με την «εντύπωση ενός πολύ αρχαϊκού παρελθόντος που αρνείται να εκσυγχρονιστεί ή που σκόπιμα διατηρείται σε ένα είδος προ-καπιταλιστικής οικονομίας» (90).
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχέσεις των Πομάκων με τους Βούλγαρους και με τους Τούρκους στη Ροδόπη. Κατ’ αρχάς φαίνεται πως στην Κεντρική Ροδόπη είναι αισθητή μια έντονη ασυμβατότητα μεταξύ Πομάκων και Τούρκων. Παραθέτουμε δύο σχετικές μαρτυρίες που αναφέρει ο Τεπαβιτσάρωβ (91). Η πρώτη καταγράφηκε το 1993 από τη Χατιτζέ Χασάνοβα, μια Τουρκάλα (68 ετών) από το χωριό Μαλίνοβο, περιοχής Λόβετς:
«Τα έθιμά μας είναι τα ίδια, αλλά αυτοί [οι Πομάκοι] είναι διαφορετική φυλή. Δεν ξέρω τι μας χωρίζει αλλά συνήθως μένουμε χωριστά. Είναι καλύτερα για τον καθένα να καθορίζει τον εαυτό του και να μένει με το δικό του λαό. Γι αυτό τα πάμε καλύτερα με τους Βούλγαρους. Αυτοί ξέρουν τι είναι κι εμείς ξέρουμε τι είμαστε, ενώ δεν μπορείς να καταλάβεις τους Πομάκους». Μια δεύτερη μαρτυρία είναι από ένα Πομάκο ετών 92, το 1992. Πρόκειται για τον Σουλεϊμάν Αχμέτ από το χωριό Ντέβιν:
«Έχουμε την ίδια πίστη με τους Τούρκους, όμως αυτοί νομίζουν πως είναι κάτι μεγάλο και πως εμείς είμαστε κάτι κατώτερο από αυτούς. Λες και δεν είμαστε άνθρωποι σαν κι αυτούς. Εδώ ζούμε στην ίδια περιοχή αλλά δεν ανακατευόμαστε. Αυτοί ψάχνουν για νύφες στο Μπόρινο και το Γκιόβρεν, επειδή είναι τουρκικά χωριά, ενώ εμείς πάμε στα πομάκικα χωριά. Ο καθένας προσπαθεί να κρατήσει τα δικά του. Μόνο οι αρχές είναι οι ίδιες – στο τζαμί».
Έχει επισημανθεί πως η στάση των Τούρκων απέναντι στους Πομάκους ήταν συνήθως εχθρική. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται πως οι Τούρκοι της Βουλγαρίας χαρακτήριζαν τους Πομάκους ως προδότες ή ως «μισο-πιστούς» (yarim dinly) (92). Τουρκόφωνοι πληροφορητές στη Βουλγαρία(93) δε θεωρούν τους Πομάκους «σοβαρούς Μουσουλμάνους, ακριβώς επειδή δε μιλούν τουρκικά». Κατά τη διάρκεια επιτόπιας έρευνας το 2001 στη Βουλγαρική Ροδόπη, Πομάκος από το Αλαμόφτσι (περιοχή Ζλατογκράντ μου είχε δηλώσει: «Εμείς Βούλγαροι δεν είμαστε, Τούρκοι σίγουρα δεν είμαστε, τζαμί έχουμε αλλά δεν πηγαίνουμε και πολύ, δεν ξέρουμε τι είμαστε». Άλλος Πομάκος από την περιοχή Ρουντοζέμ μου είπε τον Ιούνιο του 2004: «Στο χωριό μου δεν υπάρχουν Βούλγαροι, μόνο Πομάκοι». Από την άλλη πλευρά δεν είναι λίγοι οι Πομάκοι που δηλώνουν πως αισθάνονται οι ίδιοι Βούλγαροι. Η συνύπαρξη διαφορετικών εθνοπολιτιστικών ομάδων στη Βουλγαρία είναι ένα γεγονός που στην πράξη έχει ενισχυθεί από συγκεκριμένους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες όπως την επιθυμία για ευημερία και ειρήνη αλλά και τις καθημερινές συναλλαγές. Ειδικότερα στην περιοχή της Ροδόπης οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι συμβιώνουν χωρίς προβλήματα ή συγκρούσεις. Ο ακόλουθος πίνακας (94) μας δείχνει την αναλογία χριστιανών –μουσουλμάνων στο Σμόλιαν το 1997:
Θρήσκευμα
|
Αριθμός
|
Ποσοστό
|
Ορθόδοξοι χριστιανοί
|
71017
|
44.5%
|
Σουνίτες μουσουλμάνοι
|
87166
|
54.56%
|
Σιίτες μουσουλμάνοι
|
993
|
0.62%
|
Καθολικοί
|
212
|
0.13%
|
Προτεστάντες
|
124
|
0.08%
|
Ιουδαίοι
|
2
|
0.001%
|
Αρμένιοι
|
44
|
0.03%
|
Ντουνοβίτες (95)
|
6
|
0.004%
|
Απροσδιόριστοι
|
91
|
0.06%
|
ΣΥΝΟΛΟ
|
159.752
|
Σήμερα στη Ροδόπη φαίνεται πως εκτός από τις θρησκευτικές ομάδες υπάρχει κάποιο πσοσοστό πληθυσμού που δε θρησκεύεται. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση που έγινε το 1993 στην ανατολική Ροδόπη (στους δήμους Γκότσε Ντέλτσεβ, Γιακορούντα, Σάτοβτσα, Βέλινγκραντ, Γκίρμεν και Μαντάν) (96) στην ερώτηση «Πιστεύεις στο Θεό;» η απάντηση ήταν θετική μόνο για το 73% των Τούρκων, το 66% των Πομάκων, το 59% των γύφτων και το 37% των Βουλγάρων. Εάν όντως το ποσοστό αυτών που δηλώνουν πως δεν πιστεύουν στο Θεό είναι τόσο υψηλό, διαπιστώνεται η σημαντική επίδραση της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας των κομμουνιστικών χρόνων.
Αποκαλυπτική για τις σχέσεις μεταξύ των θρησκευτικών ομάδων είναι η μελέτη του θέματος των μικτών γάμων. Σημειώνεται κατ’ αρχάς πως οι γάμοι μεταξύ Πομάκων και Τούρκων είναι ιδιαίτερα σπάνιοι. Τελευταία αναφέρονται αρκετοί μικτοί γάμοι Πομάκων μουσουλμάνων με Βούλγαρους χριστιανούς. Η Stilyana Mincheva, μια ερευνήτρια από το Σμόλιαν που έχει ασχοληθεί με το θέμα των μικτών γάμων στην πόλη της αναφέρει το παράδειγμα ενός ζευγαριού (97). Το κορίτσι, μουσουλμάνα και εγγονή ιμάμη. Το αγόρι χριστιανός και φοιτητής Θεολογίας. Γνωρίστηκαν στη Σόφια και παρά τις έντονα διαφορετικές θρησκευτικές τους καταβολές αγαπήθηκαν και έκαναν σχέδια για μια κοινή ζωή. Το κορίτσι αρχικά είχε αποκρύψει το θρήσκευμά του. Όταν ήρθε η στιγμή της αποκάλυψης ακολούθησε ο παρακάτω ενδιαφέρων διάλογος:
Ιβάν: ... Δε μοιάζεις σα να μην είσαι χριστιανή.
Μαγκνταλένα: .......... Γιατί θα πρέπει να μοιάζω διαφορετική; Δεν είμαι διαφορετική από τα άλλα κορίτσια. Θα πρέπει να είναι γραμμένο πάνω στο μέτωπό μου;
Ο Ιβάν και η Μαγκνταλένα αποφάσισαν να μείνουν μαζί και να αποφεύγουν συζητήσεις για θρησκευτικά ζητήματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν τη σχέση τους. Όμως το πρόβλημα ήταν η στάση των γονέων, για τους οποίους θεωρούνταν αδιανόητη και ατιμωτική απέναντι στους ομόθρησκούς τους η πιθανότητα ενός γάμου με αλλόθρησκο. Η Mincheva καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι μικτοί γάμοι μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων συχνά θεωρούνται γεγονός ανεπιθύμητο για τους συγγενείς των ζευγαριών. Παρόλα αυτά δεν παύουν να είναι υπαρκτοί και να γίνονται όλο και συχνότερα ανάμεσα στους νέους, οι οποίοι φαίνεται να απομακρύνονται από την παραδοσιακή αντιμετώπιση των γονιών τους απέναντι στο θέμα αυτό.
…………
Κορίτσια στο Ρίμπνοβο με παραδοσιακές πομάκικες ενδυμασίες
(Φωτογραφία Ν.Θ. Κόκκας)
Τελικές παρατηρήσεις
Στα χωριά της βουλγαρικής Ροδόπης συναντάμε μία κοινή πολιτιστική παράδοση ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ταυτότητα των φορέων της: πρόκειται για την πολιτιστική κληρονομιά της Ροδόπης. Έτσι, σε χωριά της Ροδόπης με χριστιανικό πληθυσμό, όπως το Μομτσίλοφτσι (Γκόρνο Ντερέ Κιοη), το Σοκόλοφτσι (Ντόλνο Ντερέ Κιοη), τη Σιρόκα Λάκα, οι παραδοσιακές φορεσιές, τα ήθη, τα έθιμα, η προφορική παράδοση, η μουσική, τα τραγούδια και το γλωσσικό ιδίωμα δε διαφοροποιούνται από τα γειτονικά χωριά όπου κατοικούν Πομάκοι. Πρόκειται για ένα κοινό πολιτισμό των κατοίκων της Ροδόπης, ανεξάρτητα αν αυτοί είναι χριστιανοί ή σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι, έναν πολιτισμό που μας οδηγεί στα χρόνια πριν τον εξισλαμισμό των Πομάκων. Με την απόσυρση των Οθωμανών από την Ευρώπη το 19ο αιώνα, οι πομακικοί πληθυσμοί βρέθηκαν παγιδευμένοι σε μια δίνη εννοιολογικού χάους για το πώς θα πρέπει να γίνει η οριοθέτηση εθνών και κρατών. Όλα τα κράτη στα οποία απέμειναν πληθυσμοί σλαβόφωνων μουσουλμάνων προσπάθησαν να τους αφομοιώσουν. Οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι και οι Σκοπιανοί, βασισμένοι στη σλαβοφωνία τους, τους θεώρησαν ομοεθνείς τους ενώ οι Τούρκοι και οι Αλβανοί χρησιμοποίησαν την ισλαμική θρησκεία σαν όχημα για τον προσεταιρισμό τους.
Σχετικά με την ταυτότητα των Πομάκων της Βουλγαρικής Ροδόπης φαίνεται ότι συνήθως οι ίδιοι επιλέγουν να προσδιορίζονται από ένα συλλογικό «εμείς» που τους διακρίνει από τους «άλλους». Αντίστοιχη είναι η ορολογία των σλαβόφωνων μουσουλμάνων στην Ελλάδα που προτιμούν αντί της χρήσης εθνοτικών προσδιορισμών να χρησιμοποιούν τις λέξεις “náshine iváshine” (οι δικοί μας και οι δικοί σας) όταν συνομιλούν με μέλη άλλων εθνοπολιτιστικών ομάδων στην ελληνική Θράκη.
Η Danova υιοθετώντας την ορολογία του Horowitz, υποστηρίζει (116) πως στην περίπτωση της ταυτότητας των Πομάκων έχουν παρατηρηθεί διαδικασίες συγχώνευσης, ενσωμάτωσης, διαίρεσης και πολλαπλασιασμού των ταυτοτήτων. Θεωρεί μάλιστα όλη την ιστορία των Πομάκων σαν ένα συνεχή πειραματισμό με διαφορετικά μοντέλα ταυτοτήτων. H ίδια η ύπαρξη των Πομάκων ξεκινάει από το 16ο ως το 18ο αιώνα με τη διαίρεση μιας ενιαίας εθνοτικής ομάδας σε δύο μέρη: σε αυτούς που παρέμειναν χριστιανοί και σε εκείνους που στράφηκαν προς το Ισλάμ. Παράλληλα είχε ήδη ξεκινήσει η διαδικασία της πολιτιστικής συγχώνευσης διαφορετικών ομάδων σε μία νέα και μεγαλύτερη. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό μοντέλο του Horowitz οι διαδικασίες διαίρεσης και συγχώνευσης συνήθως συνεπάγονται πολλαπλασιασμό των ταυτοτήτων, αντί για μια απλή μετάβαση από τη μία ταυτότητα στην άλλη. Αυτό μπορεί να είναι μια εξήγηση της ρευστότητας της πομακικής ταυτότητας όπως διαπιστώνεται στη βουλγαρική Ροδόπη. Αυτή η ρευστότητα έχει άμεση συνάφεια με τη μεταβολή των συνόρων της ομάδας. Όπως σημειώνει ο Frederik Barth (117) «είναι το εθνοτικό σύνορο που προσδιορίζει μια ομάδα και όχι το πολιτισμικό υλικό που αυτό ενσωματώνει». Υπό την οπτική αυτή η ύπαρξη μιας εθνοτικής ομάδας συναρτάται με τη διατήρηση ενός συνόρου. Στην περίπτωση των Πομάκων, η αδυναμία τους να καθορίσουν ξεκάθαρα προσδιορισμένα σύνορα που να τους διαφοροποιούν από τις άλλες εθνοτικές ομάδες μπορεί να εξηγήσει τη υιοθέτηση από το μέρος του πολλαπλών ή αβέβαιων ταυτοτήτων.
Ο κοινωνικός ανθρωπολόγος και λέκτορας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου Ευάγγελος Καραγιάννης, ο οποίος μελετά τους Πομάκους της Βουλγαρίας από το 1994, έχοντας κάνει εκτεταμένη επιτόπια έρευνα στις περιοχές Σμόλιαν, Μαντάν και Ρουντοζέμ (118), σημειώνει (119) πως η αναφορά στα έθνη ως νοητές βιολογικές ομάδες κοινής καταγωγής, στις οποίες δε μπορούν να εισχωρήσουν ξένοι αλλά ούτε και να αποχωρήσουν τα μέλη τους, είναι χρήσιμες για να κατανοήσουμε το ζήτημα των Πομάκων. Ο Καραγιάννης υπογραμμίζει την εθνοτική περιθωριακότητα των Πομάκων ορίζοντάς την ως «μία έλλειψη σαφήνειας στις εθνοτικές τους σχέσεις, δηλαδή μία αβεβαιότητα και δυσκολία διάκρισης ανάμεσα στο οικείο και το εθνοτικά ξένο». Για τους Πομάκους της Βουλγαρικής Ροδόπης υποστηρίζει ότι υπάρχουν έξι διαφορετικές δυνατότητες εθνοτικής επιλογής (120): 1. χριστιανός βούλγαρος, 2. μη θρησκευόμενος Βούλγαρος, 3. μη θρησκευόμεος Πομάκος, 4. Βούλγαρος Μωαμεθανός 5. Μουσουλμάνος Πομάκος 6. Μουσουλμάνος Τούρκος. Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε πως ένας Πομάκος της Βουλγαρίας λειτουργεί σε τρία επίπεδα εθνοτικής ταυτοποίησης: είναι Πομάκος στα πλαίσια μιας μικρής κοινότητας, είναι μουσουλμάνος στα πλαίσια της παγκόσμιας Ισλαμικής κοινότητας και είναι Βούλγαρος στη βάση της γλώσσας που μιλάει ή της ιθαγένειάς του.
Συμπερασματικά, θα ήταν λάθος αν αντιμετωπίζαμε τους Πομάκους της βουλγαρικής Ροδόπης ως μια ομοιογενή ομάδα με ενιαία εθνοτικά αντανακλαστικά. Ο οποιοσδήποτε αυτοπροσδιορισμός των Πομάκων της Βουλγαρίας περνάει μέσα από τις συμπληγάδες θεσμικών ή εξωγενών παρεμβάσεων τόσο στο επίπεδο της θρησκείας (από τον εξισλαμισμό στον επανα-εκχριστιανισμό) όσο και στο επίπεδο της γλώσσας και της κουλτούρας (με τις προσπάθειες εκβουλγαρισμού ή εκτουρκισμού). Μέσα από αυτές τις συμπληγάδες οι Πομάκοι της Βουλγαρίας έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα ανθεκτικοί στο να διατηρούν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους καταφέρνοντας παράλληλα να προσαρμόζουν τον πολιτισμό τους στις ραγδαία μεταβαλλόμενες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες (121). Παράλληλα είναι ιδιαίτερα ευέλικτοι στον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται το θέμα της εθνοτικής τους ταυτότητας. Έτσι, αναγνωρίζοντας την ετερογένεια, την πολυμορφία και την ετερογλωσσία της εθνοτικής ομάδας των Πομάκων της Βουλγαρίας, μπορούμε να κατανοήσουμε πως η ταυτότητά τους είναι προϊόν πολλαπλών διασταυρώσεων και βρίσκεται σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη κατάσταση ασάφειας. Μέσα όμως από τις διασταυρώσεις αυτές και την ασάφεια φαίνεται να αναδύεται μία μοναδική δύναμη: η δύναμη της συνεχούς επανα-διαπραγμάτευσης της ιστορίας, αλλά και η δύναμη μετατροπής της ασάφειας σε ιστορία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Brunnbauer U. (1999) «Diverging (Hi-) Stories: The contested identity of the Bulgarian Pomaks» Ethnologia Balkanica 3: 36 . Αναφέρεται ότι αντιπρόσωποι των Πομάκων στο Συνέδριο Ειρήνη του παρισιού το 1946 προσδιόρισαν τον αριθμό των Πομάκων σε 279.700 βλ. Π. Παπαχριστοδούλου (1958) «Οι Πομάκοι» Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 23: 12.
(2) Κατά τους Οθωμανικούς χρόνους ο όρος χρησιμοποιήθηκε αναφορικά με τις μη-μουσουλμανικές μειονότητες, κυρίως για τους χριστιανούς και τους Εβραίους. Στην ετερογενή Οθωμανική αυτοκρατορία το millet ήταν μια αυτόνομη θρησκευτική κοινότητα, με δικό της θρησκευτικό αρχηγό, ο οποίος αναλάμβανε την υποχρέωση προς την κεντρική εξουσία να εκπληρώνει συγκεκριμένες υποχρεώσεις (συγκέντρωση φόρων, εσωτερική ασφάλεια κλπ).
(3) Neuberger M. (2000) «Pomak Borderlands: Muslims on the edge of nations» Nationalities Papers 28(1) 182.
(4) Brunnbauer U. (2000) «Κοινωνική προσαρμογή σ’ ένα ορεινό περιβάλλον: Πομάκοι και Βούληαροι στην κεντρική Ροδόπη, 1830-1930», Β.Νιτσιάκος-Χ.Κατσίμης (επ.), Ο Ορεινός χώρος της Βαλκανικής. Συγκρότηση και μετασχηματισμοί. Αθήνα:Πλέθρον-Δήμος Κόνιτσας, 68-69.
(5) Brunnbauer U., ο.π., 70.
(6) N.Kokkas, (2004) “The incorporation of traditional values in Pomak folk tales” Περί Θράκης 4: 259-276.
(7) Primovski, A., Vit i kultura na Rodopskite Bulgari. Materialna kultura. Izdatelsvo na Bulgarskata Akademia na Naukite, Sofia 1973.
(8) Brunnbauer U. ο.π., 64
(9) Brunnbauer U. ο.π., 60.
(10) Balikci A. (1965) «Pomak identity: National prescriptions and native assumptions» Ethnologia Balkanica3(1999) 53 από το S.Dimitrov, “Demografskite otnosenijai pronikvaneto na isljama v Zapadnite Rodopi i dolinata naMesta prez XV-XVII v.” Rodopski Sbornik 1: 63-110.
(11) Ph.P.Kotzageorgis (2002) «Α Greek source regarding the islamization of the population of the mountainous regionof Xanthi (mid 16th c.)» Περί Θράκης 2 293-297 – βλ. επίσης Σ.Λάμπρος (1916) «Εκ των ομιλιών του ΠαχωμίουΡουσάνου» Νέος Ελληνομνήμων 13: 56-67. βλ. επίσης Α.Zeljazkova (1990)«The problem of the authenticity of some domestic sources on the islamization of the Rhodopes, deeply rooted in Bulgarian Historiography», Etudes Balkaniques30:4, 109, Π.Γεωργαντζής (1976) Συμβολή εις την ιστορίαν της Ξάνθης. Ξάνθη, 122-123.
(12) H.Hristov (1984) Stranitsi ot Bulgarskata istoria. Ocherk za izliamiziranite Bulgari i natsionalnovazroditelnia protses. Sofia επίσης βλ. Danova M., “Transformations of ethnic identity: the case of the Bulgarian Pomaks”, C.Lord, O.Strietska-Ilina (2001) Parallel Cultures. Majority/minority relations in the countries of the former Eastern Bloc. Ashgate, 151.
(13) N.Todorov (1958) “Nasilstveno Pomohamedanchvane na Rodopskite Bulgari”, Hristov H., V.Hadzinikolov (eds), Iz minaloto na Bulgarite Mohamedani v Rodopite. Sofia 76.
(14) Τοπωνύμιο «Καβούρσκο γκρόμπιε» υπάρχει και στο ελληνικό τμήμα της Ροδόπης, κοντά στον Κένταυρο. Ερείπια από βυζαντινούς τάφους συναντάμε σε πάρα πολλά πομακοχώρια της Ελλάδας.
(15) Πολλές παραδόσεις για το βίαιο εξισλαμισμό των κατοίκων της Ροδόπης αφηγούνται ακόμα και σήμερα Πομάκοι της Ροδόπης. Παραθέτουμε δύο τέτοιες παραδόσεις όπως μου τις αφηγήθηκε ο Πομάκος τραγουδιστής Μλαντέν Κοϊνάρωβ το Δεκέμβριο του 2004 (γεν. 1945 στο χωριό Οριάχοβετς-σημερινή Κόζλουτζα). Σύμφωνα με την πρώτη παράδοση, στη θέση Ρόπιτε, δυο χλμ από το Οριάχοβετς, στα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας οι Τούρκοι έθεσαν στους κατοίκους το δίλημμα «ή θα ασπαστείτε την τούρκικη πίστη ή θα σας ρίξουμε στο γκρεμό;» Μάζεψαν τους κατοίκους και τους ρωτούσαν: «Δέχεσαι την τούρκικη πίστη;» Αν απαντούσαν «όχι» τους έριχναν από τη σκάλαμ, στο ρέμα. Η δεύτερη παράδοση αφορά την περίπτωση μιας κοπέλας με το όνομα Ζλάτα Ζενγκίν Μίλκοβα δεν ήθελε να αλλάξει την πίστη της και αυτοκτόνησε αντί να εκτουρκιστεί. Σήμερα προς τιμήν της υπάρχει μνημείο πλησιάζοντας στην Ντόλνα Κόζλουτζα από το Μομτσίλοφτσι. Λέει γι αυτήν η παράδοση πως κάποτε ένας Τούρκος της ζήτησε να αλλαξοπιστήσει. Αυτός ξεφλούδιζε ένα μήλο με το μαχαίρι. Το κορίτσι τού ζήτησε το μαχαίρι για να καθαρίσει το δικό της μήλο και το έμπηξε στην καρδιά της.
(16) N.Todorov (1958) “Nasilstveno Pomohamedanchvane na Rodopskite Bulgari”, Hristov H., V.Hadzinikolov (eds), Izminaloto na Bulgarite Mohamedani v Rodopite. Sofia, 68-69.
(17) S.Zahariev (1870) Geografiko – istoriko – statistitsesko opisanie na Tatar-Pazardziskata kaaza.
(18) B.Anderson (1991) Imagined Communities: Reflections on the Origin and spread of nationalism, Verso, London ,New York .
(19) Raichefsky S. (2004)The Mohammedan Bulgarians (Pomaks). Sofia :Natioanal Museum of Bulgarian Books and Polygraphy ,112.
(20) Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένα χωριά με κοινή παλαιά ονομασία στις δύο πλευρές της Ροδόπης: Κόζλουτζα (σημερινό Οριάχοβετς περιοχής Άρντινο – σημερινό Όρτεσινο περιοχής Ιβάιλοβγκραντ και σημερινή Κοτύλη Ξάνθης), Γκιοκτσέ Μπουνάρ (σημερινό Βισόκ Μπουνάρ περιοχής Ιβάιλοβγκραντ και σημερινή Γλαύκη Ν.Ξάνθης), Κετενλίκ (σημερινό Λένσκο περιοχής Ιβάιλοβγκραντ και σημερινός Κένταυρος Ξάνθης), Μπαλαμπάν (σημερινή Γιαγκοντίνα περιοχής Σμόλιαν και σημερινό Τραχώνι Ν.Δράμας), Γκάμπροβο (σημερινή Γκάμπριτσα περιοχής Σμόλιαν και σημερινή Καλλιθέα Ν.Ξάνθης), Σόουτζακ (σημερινό Μπέζβοντνο περιοχής Άρντινο και σημερινό Πολύσκιο περιοχής Σατρών Ν.Ξάνθης), Άϊβατζικ (σημερινή Ντιούλιστα περιοχής Μόμτσιλγκραντ και σημερινός Λίβας Ν.Ξάνθης). Στον κατάλογο μπορούν να προστεθούν πολλά ακόμα χωριά που υπάρχει όχι ακριβής συνωνυμία αλλά που τα ονόματά τους μοιάζουν (π.χ. Σαχινλάρ το σημερινό Σοκόλιτε περιοχής Κίρτζαλη και Σαχίν ο σημερινός Εχίνος Ξάνθης). Παρόλα αυτά, η οποιαδήποτε σύνδεση των συνώνυμων οικισμών δε μπορεί να αποδειχθεί εάν δε διασταυρωθεί και με συγκεκριμένες αρχειακές αναφορές.
(21) Primovski, A., (1973) Vit i kultura na Rodopskite Bulgari. Materialna kultura. Izdatelsvo na Bulgarskata Akademia na Naukite, Sofia, 593.
(22) Παπαδημητρίου Π. (2003)Οι Πομάκοι της Ροδόπης. Από τις εθνοτικές σχέσεις στους Βαλκανικούς εθνικισμούς (1870-1990) εκδ. Κυριακίδη, 63-65.
(23) Raichevsky, S. (2004)The Mohammedan Bulgarians (Pomaks). Sofia :National Museum of Bulgarian Books andPolygraphy, 77.
(24) Για τις σφαγές στο Μπατάκ βλ. Reid J.J. (2000) «Batak 1876: a massacre and its significance» Journal of genocide research 2(3): 345-409.
………………………..
(87) Z. Georgiev, I. Tomova, M.Grekova, K.Kanev (1992) “Etnokulturnata sitiatsia v Bulgaria- 1992” στο Sotsiologitseski Prezled 3.
(88) Ο Apostolov σημειώνει πως το ένα τρίτο των Πομάκων , κυρίως στις περιοχές Γκότσε Ντέλτσεβ, Γιακορούντα, Βέλινγκραντ, Γκάρμεν και Μαντάν τείνουν να υιοθετήσουν την τουρκική εθνική ταυτότητα - Apostolov M. (1996)The Pomaks. A religious minority in the Balkans. Institute on East Central Europe:Columbia University .
(89) Danova M. (2001) “Transformations of ethnic identity: the case of the Bulgarian Pomaks”, C. Lord, O.Strietska-Ilina, Parallel Cultures. Majority / minority relations in the countries of the former Eastern Bloc. Ashgate,160-161.
(90) Danova M., ο.π. 162.
(91) Tepavicarov V. (1999) “Traditional local government structure in Settlements with mixed populations” EthnologiaBalcanica 3:89.
(92) B.Panayotova (1994) “Bulgari-mohamedani i hristiani v Chentralnite Rodopi – pogled varhu tehnite vzaimootnoshenia”, στο Aspekti na etnokulturnatasitiatsia v Bulgaria , Asosiatsia AKCES, Sofia, 273-282.
(93) Karagiannis E.(1999) “An introduction to the Pomak issue in Bulgaria ” in Bulgarian Society for regional cultural studies.”The Bulgarian Muslims (Pomaks)”. In and Out of the Collective. Papers on Former Soviet Bloc Marginal Communities 2: 7.
(94) Mincheva S. (1999) “Mixed marriages between Bulgarians and Bulgarian Muslims – An undesirable event” inBulgarian Society for regional cultural studies.”The Bulgarian Muslims (Pomaks)”. In and Out of the Collective. Papers on Former Soviet Bloc Marginal Communities 2.
(95) Ακόλουθοι του θρησκευτικού ηγέτη Petar Dunov, ιδρυτή τη ςΛευκής Αδελφότητας (1918), μιας θεοσοφικής θρησκευτικής ομάδας που μέχρι το 1944 αριθμούσε 40.000 μέλη.
(96) Duma 12-5-1993 . Αναφορά από τη Todorova M. (1998) “Identity (Trans)Formation among Bulgarian Muslims” B.Crawford, R.D.Lipschutz (eds),The myth of “Ethnic conflict”. International and Area Studies Research Series, 98.
(97) Mincheva S. (1999) “Mixed marriages between Bulgarians and Bulgarian Muslims – An undesirable event” inBulgarian Society for regional cultural studies.”The Bulgarian Muslims (Pomaks)”. In and Out of the Collective. Papers on Former Soviet Bloc Marginal Communities 2.
…………………………………
(116) Danova M. (2001) “Transformations of ethnic identity: the case of the Bulgarian Pomaks”, C.Lord, O.Strietska-Ilina, Parallel Cultures. Majority/minority relations in the countries of the former Eastern Bloc. Ashgate, 165.
(117) F.Barth (1969) Ethnic groups and boundaries.The social organisation of cultural difference. Universitetsforlag, Bergen and Little, Brown & Co, Boston.
(118) Karagiannis, E., (1995) Die Pomaken der Gemeinde Madan. Zur aktuellen Lage der bulgarisch-pomakischen Auseinandersetzung in den Zentralrodopen. ανέκδοτο κείμενο, Berlin, Karagiannis, E.(1997) Zur Etnizitat der Pomaken Bulgarien. Munster .
(119) Karagiannis E. (1999) “An introduction to the Pomak issue in Bulgaria ” in Bulgarian Society for regional cultural studies.”The Bulgarian Muslims (Pomaks)”. In and Out of the Collective. Papers on Former Soviet Bloc Marginal Communities 2: 6-7.
(120) Karagiannis E., ο.π. 10.
(121) Brunnbauer U. (2001) “The perception of Muslims in Bulgaria and greece : Between the “self” and the “other””Journal of Muslim Minority Affairs, 21(1): 45.
ΠΗΓΗ = http://pomakohoria.blogspot.gr/2012/06/blog-post_05.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου