Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

Βλάχικα ονόματα ή άλλως ονόματα Βλάχων










Πολλά έχουν γραφτεί για το ποιοι ή τι είναι οι Βλάχοι και σίγουρα υπάρχουν πολλές απόψεις, λιγότερο ή περισσότερο πειστικές. Μία απλή προσέγγιση αυτών των ερωτημάτων θα επιχειρηθεί εδώ εξετάζοντας τα διάφορα ονόματα με τα οποία είναι γνωστοί οι Βλάχοι.

Θα πρέπει να εξετάσουμε τόσο τους αυτοπροσδιοριστικούς όρους και τους ενδοφυλετικούς όρους διάκρισης που χρησιμοποιούν οι ίδιοι οι Βλάχοι, όσο και τους όρους που χρησιμοποιούν για να τους προσδιορίσουν οι αλλόγλωσσοι και γειτονικοί προς αυτούς
πληθυσμοί. Όπως επίσης και τους νεολογικούς όρους που δημιούργησαν οι διάφοροι κατά καιρούς επιστήμονες και ερευνητές που ασχολήθηκαν με Βλάχους, αλλά και όρους που είναι απόρροια πολιτικών καταστάσεων. Οι απαντήσεις γύρω από την ονοματολογία των Βλάχων μπορούν να οδηγήσουν στο διαχωρισμό ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων, τόσο στο μητροπολιτικό τους χώρο (Ελλάδα), όσο και στη διασπορά (γύρω Βαλκανικές Χώρες), όταν αυτοπροσδιορίζονται, στην ίδια τους τη γλώσσα, κάνουν χρήση του όρου «Αρμούν-Αρμούνι», ο οποίος συναντιέται σε διάφορες φωνολογικές παραλλαγές και νεολογικούς τύπους, («Αρωμάνος-Αρωμάνοι»).
Μία τέτοια φωνολογική παραλλαγή είναι ο όρος «Ρμέν-Ρμένι», με χαρακτηριστική εκφορά του αρχικού «ρο». Αυτή η παραλλαγή χρησιμοποιείται από τον κλάδο των Βλάχων που είναι γνωστοί και ως Αρβανιτόβλαχοι, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Αλβανία. Όπως και να έχει, ο όρος «Αρμούν-Αρμούνι» δεν έχει διαφορετικές καταβολές από τον όρο «Ρωμιός-Ρωμιοί» που χρησιμοποιούσαν οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί μέχρι την νεότερη επικράτηση του όρου «Έλληνας-Έλληνες». Ο όρος «Αρμούν» είναι παραφθορά του λατινικού όρου «Romanus», όπως ο όρος «Ρωμιός» είναι παραφθορά του ελληνικού όρου «Ρωμαίος».
Ωστόσο, οι δύο αυτοί όροι είναι ταυτόσημοι καθώς και οι δύο προσδιορίζουν, ο ένας στα λατινικά και ο άλλος στα ελληνικά, τον «πολίτη» και αργότερα τον «πολιτισμικό κληρονόμο» της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της μετέπειτα Ρωμανίας, της κρατικής και πολιτισμικής οντότητας που είναι περισσότερο γνωστή σε μας με το νεολογικό όρο Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Θα πρέπει επίσης να γνωρίζουμε πως οι όροι «Ρουμανία» και «Ρουμάνοι» είναι, μάλλον, δύο όροι νεολογικοί που υιοθετήθηκαν από τους Ρουμάνους μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα.
Ο όρος «Βλάχος-Βλάχοι» έχει γερμανική γλωσσολογική καταβολή. Αρχικά χρησιμοποιούταν για τον προσδιορισμό των Ρωμαίων ή ακόμη πιο αόριστα των λιγότερο ή περισσότερο εκρωμαϊσμένων πολιτισμικά και εκλατινισμένων γλωσσικά κατοίκων των ρωμαϊκών εδαφών. Ο όρος αυτός πέρασε στους Σλάβους και από αυτούς στους Βυζαντινούς και αργότερα στους Οθωμανούς. Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί πως από τους βυζαντινούς ακόμη χρόνους και μέχρι σήμερα ο όρος «βλάχος-βλάχοι», με το βήτα μικρό, δηλώνει εκείνους τους πληθυσμούς, όχι απαραίτητα βλαχόφωνους, που ασχολούνται με τη κτηνοτροφία και κυρίως τις νομαδικές και ημινομαδικές της μορφές. Κατ` επέκταση, ο όρος αυτός έφτασε στο σημείο να δηλώνει στα νεοελληνικά και πολλές φορές και στα βλάχικα το νομαδοκτηνοτρόφο, τον άξεστο, τον αγροίκο, τον απολίτιστο, το χωριάτη. Ωστόσο, είναι εμφανές πως υπάρχει μία σαφής διάκριση ανάμεσα στον σημερινό όρο «Βλάχος», με το βήτα κεφαλαίο, και τον όρο «βλάχος», με το βήτα μικρό.
Ο όρος «Κουτσόβλαχος-Κουτσόβλαχοι», όποια και αν είναι η ετυμολογική του ανάλυση, είτε από τα τουρκικά, είτε από τα νεοελληνικά, και παρά τη χρήση του για πολύ περισσότερο από έναν αιώνα, είναι ένας μάλλον αποτυχημένος, σύνθετος όρος, ο οποίος επιπλέον μοιάζει να είναι προσβλητικός για τους Βλάχους. Χαρακτηριστική παραμένει η επισήμανση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνα Βλάχου προς ακαδημαϊκό δάσκαλο Αλέξανδρο Σβώλο πως: «όποιος αναφέρεται σε Κουτσόβλαχους είναι ο ίδιος κουτσοσυγγραφέας».
Αν και ο όρος «Ελληνόβλαχος-Ελληνόβλαχοι», όπως και ο ταυτόσημος όρος «Γραικόβλαχος-Γραικόβλαχοι», έχει χρησιμοποιηθεί από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, δηλαδή πριν την έκρηξη των βαλκανικών εθνικισμών και των επακόλουθων προπαγανδών, είναι εμφανές πως πέρα από το δικαιολογημένο πολιτισμικό προσδιορισμό, από κάποια ιστορική καμπή και μετά εμπεριέχει και μία πολιτική διάκριση και διάσταση.
Ο όρος αυτός φαίνεται πως είχε λόγο ύπαρξης και χρήσης για όσο καιρό χρησιμοποιούνταν σε αντιδιαστολή με τον όρο «Σλαβόβλαχος-Σλαβόβλαχοι», ο οποίος με τη σειρά του χρησιμοποιούταν για τον πολιτισμικό προσδιορισμό των Ρουμάνων. Σήμερα πια, η προσδιοριστική χρήση του όρου «Έλληνας», ως πρώτο συνθετικό, φαντάζει ως πλεονασμός, όπως ίσως και στις περίπτωσεις των όρων «Ελληνοπόντιος» και «Ελληνοκαραμανλής».
Επιπλέον, η χρήση του όρου αυτού θα άφηνε περιθώρια για τη αποδοχή και θα δικαιολογούσε τη χρήση τεχνιτών όρων, όπως: «Αλβανόβλαχοι», «Βουλγαρόβλαχοι», «Ρουμανόβλαχοι», «Σερβόβλαχοι» και «Μακεδονόβλαχοι».
Με την ίδια λογική, θα έπρεπε, ίσως, να μη χρησιμοποιούμε τον όρο «Αρβανιτόβλαχος- Αρβανιτόβλαχοι», αν και η αδυναμία αντικατάστασης αυτού του όρου από κάποιον άλλον και η πιθανότατα μακραίωνη χρήση του μας υποχρεώνουν να τον αποδεχτούμε. Ο σύνθετος αυτός όρος δηλώνει εκείνους τους Βλάχους των οποίων οι πρόγονοι είχαν βρεθεί να κατοικούν ανάμεσα σε «Αρβανίτες»-αλβανόφωνους πληθυσμούς. Αυτή η συμβίωση είχε σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων, όπως η γνώση και η χρήση από το ένα μεγάλο μέρος των «Αρβανιτόβλαχων» τόσο της δική τους διαλεκτικής μορφής των βλάχικων, όσο και των αλβανικών. Ωστόσο, οι «Αρβανιτόβλαχοι» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας κλάδος των Βλάχων, διασκορπισμένων σε διάφορα μέρη της Στερεάς Ελλάδας-Ρούμελης, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Αλβανίας, της ΠΓΔΜ και μέχρι τη Ρουμανία και την Αμερική, όπου βρέθηκαν ως μετανάστες. Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί πως οι Βλάχοι που βρέθηκαν να ζουν στην Αλβανία δεν είναι σύνολό τους «Αρβανιτόβλαχοι».
Επιπλέον, ένα πολύ μεγάλο μέρος των «Αρβανιτόβλαχων» είναι γνωστοί και με τον όρο «Φαρσαριώτης-Φαρσαριώτες» ή «Φρασαριώτης-Φρασαριώτες». Ο όρος αυτός έχει τοπωνυμική προέλευση καθώς σύμφωνα με ισχυρές παραδόσεις και ενδείξεις ένα σημαντικό μέρος των «Αρβανιτόβλαχων» ξεκίνησε τη διασπορά του στη Νότια Βαλκανική προερχόμενο από το χωριό Φράσιαρη της Πρεμετής ή από τη γύρω περιοχή του Νταγκλί στη Βόρεια Ήπειρο - Νότια Αλβανία. Ωστόσο, ο όρος αυτός δεν γίνεται αποδεκτός από το σύνολο των «Αρβανιτόβλαχων, καθώς διάφορες ομάδες υιοθετούν άλλους όρους και πάλι τοπωνυμικής προέλευσης, όπως οι όροι: «Κεστρινιώτες» (από το χωριό Κοστρέτσι), «Ζαρκανιώτες» (από το χωριό Ζάρκανη), «Κουρτισιάνοι» (από το χωριό Κουρτέσι), «Γκουμπλιάροι (από το χωριό Κομπλιάρα), «Πλεασιώτες» (από το χωριό Πλεάσα), «Κολωνιάτες» (από την περιοχή της Κολώνιας), «Μουζακιαραίοι» (από την περιοχή Μουζακιάς), «Τσαμουρένοι» (από την περιοχή Τσαμουριάς-Θεσπρωτίας) και «Μιτσιντόνοι» (από το χωριό Κεφαλόβρυσο-Μετζιτιέ Πωγωνίου). Σε κάποιους δε από τους Αρβανιτόβλαχους δίνεται το όνομα «Ντότανοι» με σκωπτική διάθεση, λόγω της συχνής χρήσης της λέξης «ντότ», που σημαίνει «δεν, δίχως, όχι».
Επιπλέον, πολλοί από τους «Αρβανιτόβλαχους» και κυρίως στην Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα είναι γνωστοί με τον όρο «Καραγκούνης-Καραγκούνοι ή Καραγκούνηδες». Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθούν δύο ακόμη θέματα:
α). Οι «Αρβανιτόβλαχοι» που προσδιορίζονται ως «Καραγκούνηδες» δεν ταυτίζονται με τους ελληνόφωνους αγροτικούς πληθυσμούς της δυτικής πεδινής Θεσσαλίας που επίσης είναι γνωστοί με αυτό τον όρο.
 β). Η εξαφανισμένη, εδώ και έναν αιώνα, ομάδα των «Μαυρόβλαχων», γνωστή και ως «Μορλάκοι», που έζησαν κατά μήκος των ακτών της Δαλματίας και στην άμεση ενδοχώρα, αποτελούσε μία λατινογεννή γλωσσική οντότητα ανεξάρτητη των «Βλάχων-Αρμούνων».
Όροι όπως «Μπουρτζόβλαχος», «Καράβλαχος», «Αγριόβλαχος» «Γκόγκας», «Λατσιβάτσης και «Τσιομπάνος» έχουν σκωπτική και μάλλον προσβλητική χροιά και η χρήση τους σίγουρα αντενδείκνυται. Ο όρος «Τσίντσαρος-Τσίντσαροι» με τον οποίο ήταν και είναι γνωστοί οι Βλάχοι που βρέθηκαν ως πρόσφυγες ή μετανάστες, από τα τέλη του 18ου αιώνα, τόσο στις περιοχές της Σερβίας, όσο και στα εδάφη των Αψβούργων στη Βοϊβοντίνα, την Κροατία και την Ουγγαρία, έχει επίσης σκωπτικό περιεχόμενο, αν και στην πορεία ο όρος αυτός απέκτησε μία ταξική και μάλλον τιμητική διάσταση.
Βέβαια, υπάρχουν πολλοί άλλοι όροι που χρησιμοποιούνται ανάμεσα στους Βλάχους με σκοπό τον προσδιορισμό των διάφορων ομάδων που συνθέτουν το πολυσύνθετο μωσαϊκό τους. Τέτοιοι είναι οι όροι όπως: «Γραμμουστιάνοι» γνωστοί και ως «Τσίποι-Τσίπιανοι-Τσίπηδες» (από το χωριό Γράμμουστα ή και την περιοχή του Γράμμου), «Μοσχοπολιάνοι» ή «Σκουμπουλιάνοι» (από τη Μοσχόπολη και την περιοχή της), «Μπιτουλιάνοι» (από το Μοναστήρι ή την περιοχή της Πελαγονίας), «Ζαγοριάνοι» (από την περιοχή του Ζαγορίου), «Μότσιανοι» (από την περιοχή του Ασπροποτάμου ή της Νότιας Πίνδου γενικότερα) «Βεργιάνοι» (από την περιοχή της Βέροιας), «Σεαριάνοι» (από την περιοχή των Σερρών), «Μπασιώτες» (από το χωριό Βωβούσα) και ένα σωρό άλλοι όροι τοπωνυμικής κυρίως προέλευσης.
Μία ιδιαίτερη ομάδα είναι αυτή των «Μογλενιτών Βλάχων» ή «Βλαχομογλενιτών», οι οποίοι κατοικούν σε έξι χωριά ανάμεσα στους Νομούς Πέλλας και Κιλκίς και έναν ακόμη που βρίσκεται πίσω από τα σύνορα στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της «Μακεδονίας». Επισημαίνεται πως ο όρος «Μογλενίτες Βλάχοι» ή «Βλαχομογλενίτες», αν και τοπωνυμικής προέλευσης, είναι σίγουρα νεολογικός και ουσιαστικά άγνωστος, τόσο στους ίδιους, όσο και στους γειτονικούς βλαχόφωνους και αλλόγλωσσους πληθυσμούς. Επιπλέον, οι «Βλαχομογλενίτες», σε αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους βλαχόφωνους πληθυσμούς, είναι οι μόνοι Βλάχοι που χρησιμοποιούν αυτοπροσδιοριστικά τους όρους «Βλάου-Βλάσι», δηλαδή «Βλάχος-Βλάχοι», στη δική τους βλάχικη γλώσσα.
Έντεχνος, νεολογικός και σίγουρα πολιτικός είναι ο ρουμανικός όρος «Μακεδορομάνοι» ή «Μακεδόνες». Επιπλέον, ο όρος αυτός είναι άδικος για τους Βλάχους καθώς ιδιαίτερα οι μητροπολιτικές τους εστίες εκτείνονται πολύ πέρα από γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας, στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Αλβανία.
Τελικά, ο όρος «Βλάχος-Βλάχοι» μοιάζει να είναι ο επικρατέστερος και πιθανά ο ορθότερος για τον προσδιορισμό των Βλάχων. Και αυτό γιατί οι ίδιοι οι Βλάχοι προτιμούν να χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο όταν αυτοπροσδιορίζονται στα ελληνικά. Επιπλέον, ο όρος αυτός γίνεται κατανοητός και είναι σε χρήση και στις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες, σε αντιδιαστολή με τον όρο «Αρμούν-Αρμούνι» ή «Αρωμάνος-Αρωμάνοι» που είναι άγνωστος πέρα από τους κύκλους των ειδικών και βέβαια τους ίδιους τους Βλάχους.
Άρθρο του Αστέριου Κουκούδη με θέμα Τα ονόματα των Βλάχων που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Αρχείου Ελληνικού Χορού και της Διεθνούς Οργάνωσης Λαϊκής Τέχνης.
Πηγή: http://greeksurnames.blogspot.com/
http://pirforosellin.blogspot.gr/  -  Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.249

7 σχόλια:

  1. Οι βλάχοι φέρονται να είναι απόγονοι των αρχαίων Δακών, οι οποίοι κατάγονταν από τούς θράκες, που έμεναν στη βόρειο Ιταλία περί το Σάβο ποταμό, παραπόταμο τού Δούναβη κι εκλατινίστηκαν. Ήταν λαός σκληροτράχηλος, που παρενοχλούσαν τούς Ρωμαίους, οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να τούς υποτάξουν. Έτσι λοιπόν, εξ ανάγκης, ο αυτοκράτορας Τραϊανός περί το 100 μ.Χ., τούς εκδίωξε και απωθώντας τους έφτασαν μέχρι τη σημερινή Ρουμανία, η οποία πήρε το όνομά της από τούς Ρωμαίους και αυτό επειδή εγκαταστάθηκαν εκεί οι Δακοί. Μάλιστα όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τη Δακία, ο ηγεμόνας της ο Δακεβάλος, όταν έχασε τη μάχη, αυτοκτόνησε, για να μην πέσει στα χέρια του Τραϊανού καί αλυσοδεμένος σταλθεί στη Ρώμη. Τότε οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν στα στρατηγικά σημεία της Δακίας μόνιμες και ισχυρές φρουρές και παράλληλα έστειλαν Ρωμαίους και Ιλλυριούς αποίκους.

    Πληροφορίες για τους Βλάχους παρέχει και ο Χαλκοκονδύλης (ΙΕ αιώνας): «Οι Δάκες μιλούν γλώσσα παραπλησία τη Ιταλών, διεφθαρμένη τόσο πολύ…οι Ρωμαίοι ήρθαν στη χώρα τους και την κατοίκησαν». «Από τη Δακία στην Πίνδο το έθνος που κατοίκησε στη Θεσσαλία. Ονομάζονται Βράκοι». «Στο όρος της Πίνδου κατοικούν Βλάχοι, ομόγλωσσοι των Δακών, έμοιαζαν με τους Δάκες που κατοικούσαν στον ποταμό Ίστρο» [έκδοση Bonn Ι, σελ. 35, ΙΙ, σελ. 77, VI, σελ. 319].

    Ο Κίνναμος συνδέει τους Βλάχους με τους Ιταλούς έποικους όταν γράφει (ΙΒ΄ αιώνας): «Βλάχοι λέγονται οι άποικοι από την Ιταλία» [Ioannis Cinnami, Epitome rerum ab Ioanne et Alexio Comnenis gestarum, επιμ. Aug. Meineke, Bonn, 1836, σελ. 239].

    Οι βλάχοι τής Ελλάδας αναφέρονται κατά πρώτον στην Ιστορία το 976 μ.Χ. από τον μοναχό και βυζαντινό χρονογράφο Κεδρηνό, ο οποίος έγραψε πως ο αδελφός του μετέπειτα Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ σκοτώθηκε το 976 από ‘οδίτες Βλάχους’ μεταξύ Πρεσπών και Καστοριάς. Αργότερα τούς αναφέρει κι ένας άλλος ιστορικός, ο Κεκαυμένος, ως ποιμένες, ζώντες βίο ληστρικό σε απόκρημνες και δύσβατες περιοχές. Επί αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ οι βλάχοι αναφέρονται από όλους τούς ιστορικούς τής εποχής εκείνης. Πρωτοεγκαταστάθηκαν στο τρίγωνο Νύσσας - Σόφιας - Σκόπια κι από εκεί απλώθηκαν πιο κάτω (βλ. Weigand: «Ethnographie von Makedonien», 11, 62). Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές, Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρο, Στερεά κ.α.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο Κεκαυμένος (11ος αιώνας), στο «Στρατηγικό» του, λέει πολλά για τούς βλάχους και μάς δίνει πολλά στοιχεία για τα ήθη και έθιμά τους. Περιγράφει μάλιστα και την Επανάσταση των βλάχων στη Θεσσαλία. Χαρακτηρίζει τούς Βλάχους ως γένος: «παντελώς άπιστο και διεστραμένο, που δεν υποτάσονται ούτε σε Θεό ούτε σε ορθή πίστη, ούτε σε βασιλιά ούτε σε συγγενή ή φίλο..». Και η Άννα Κομνηνή κάνει πολύ λόγο για τούς βλάχους τής Θεσσαλίας. Μνημονεύει ακόμα τον έκριτον (=προύχοντα, φύλαρχο των βλάχων) Πουδίλο, πού έτρεξε τη νύχτα και ειδοποίησε τον αυτοκράτορα, πως οι κουμάνοι πέρασαν το Δούναβη (1, 10, 9). Ο Κίνναμος επίσης γράφει, πως, όταν ο Λέοντας Βατάτζης εκστράτευσε στη βόρεια Βαλκανική -την «ουνικήν»- είχε πολύ στρατό από βλάχους: «βλάχον πολύν όμιλον» (260).

    Ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης (1130-1173 μ.Χ) ήταν ισπανοεβραίος περιηγητής που ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική τον 12ο αιώνα. Στα 1160 μ.Χ ταξιδεύοντας στις ελληνικές χώρες του Βυζαντίου επισημαίνει την ύπαρξη βλάχικων πληθυσμών στα βουνά της περιοχής της Λαμίας, στα όρια της σημερινής Θεσσαλίας, σε μία περιοχή την οποία αποκαλεί Βλαχία: «Σε μια ημέρα φθάνουμε στο Σινόν ποταμό [Ζητούνι/Λαμία], όπου ζουν πενήντα περίπου Ιουδαίοι, με πρώτους ανάμεσά τους τους ραβίνους Σολομώντα και Ιακώβ. Η πόλη βρίσκεται στους πρόποδες των λόφων της Βλαχίας. Στα βουνά αυτά ζει το έθνος που ονομάζεται Βλάχοι. Είναι πολύ γρήγοροι και κατεβαίνουν από τα βουνά για να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν την ελληνική γη. Κανείς δεν μπορεί να τους πολεμήσει και κανένας βασιλιάς δεν καταφέρνει να τους κυβερνήσει. Δεν είναι ιδιαίτερα δεμένοι με την πίστη των Ναζαρηνών (χριστιανών) αλλά δίνουν στους εαυτούς τους ιουδαϊκά ονόματα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αυτοί είναι Ιουδαίοι -και πράγματι αποκαλούν τους Εβραίους αδελφούς τους– και όταν συναντώνται μαζί τους, αν και τους ληστεύουν, δεν τους σκοτώνουν, όπως κάνουν με τους Έλληνες. Είναι όλοι μαζί εκτός νόμου» (The Itinerary of Rabbi Benjamin of Tudela (1840), σελ. 48).

    «Κατά την εποχήν εκείνη [11ος αιώνας] -γράφει ο Ν. Γεωργιάδης- άρχισε να μεταναστεύει στη Θεσσαλία και άλλη βάρβαρη φυλή, η των βλάχων, οι οποίοι κατερχόμενη από (την χερσόνησο) του Αίμου (βόρειας Βαλκανικής), επί των συνεχών ορέων, έφτασαν μέχρι τον Όλυμπο και την Πίνδο όπου και αθρόοι εγκατεστάθησαν, εξ ου και η ορεινή εκείνη χώρα αποκαλούνταν από τους βυζαντινούς Μεγαλοβλαχία». («Θεσσαλία», 2η έκδ., 1894, σ. 74)

    Ο Νικήτας Χωνιάτης -Βυζαντινός υψηλόβαθμος αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους και ιστορικός- γράφει για αυτούς «τους βαρβάρους που κατοικούν στη χερσόνησο/βουνά του Αίμου, πριν ονομάζονταν Μυσοί, τώρα δε Βλάχοι» οι οποίοι «κατέχουν τα Μετέωρα στη Θεσσαλία, τα οποία τώρα εμπεριέχονται στη μεγάλη Βλαχία» [Nicetae Choniate, Historia, Bonn, 1835, σελ. 482 και 841]. Ο Χωνιάτης είναι ο πρώτος που αναφέρει τη Θεσσαλία ως Μεγάλη Βλαχία, αναφερόμενος στον διαμοιρασμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την κατάληψη της Πόλης από του Λατίνους το 1204 μ.Χ. (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις (σελ 841)). Τον όρο Μεγάλη Βλαχία για να προσδιορίσει την Θεσσαλία επαναλαμβάνει επίσης και ο λόγιος, διπλωμάτης και ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (1217 ή 1220-1282) στο έργο του ‘Χρονική Συγγραφή’ που πραγματεύεται γεγονότα της περιόδου από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους μέχρι την ανακατάληψη της από τους Παλαιολόγους (1204-1262).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Έγραψε ο Γάλλος Πουκεβίλ για τις επιδρομές των Βλάχων: «Kαταστρέφουν τις καλύτερες χώρες τής Θράκης και τής Μακεδονίας. Σύμμαχοι με τούς ρωμαίους και τούς σκύθες κατεβαίνουν σαν χείμαρρος από τις οροσειρές τού Αίμου και τής Ροδόπης. Προσαρμόζονται εύκολα στις εσωτερικές αναταραχές και παίρνουν μέρος στις επαναστάσεις και διαμελίζουν τον τόπο, για να μοιρασθούν τα ράκη που απομένουν» (Histoire de la regeneration de la Grece).

    Και ο Π. Αραβαντινός στο «Χρονογραφία τής Ηπείρου» (τόμ. Β΄, σελ. 32-33, Αθήνα, 1856) θεωρεί τους Βλάχους ως φύλο που από άλλη περιοχή μετανάστευσε στη Δακία όπου αργότερα αναμίχθηκε με τους Ρωμαίους και αργότερα μετανάστευσαν προς την Ελλάδα.

    Στην εγκυκλοπαίδεια τού «Ηλίου» αναφέρεται ότι στην αρχαία Θράκη θεωρούσαν ακόμα και μεγάλο μέρος τής βορείως τού Δούναβη περιοχής «κατοικούμενον κατά την αρχαιότητα υπό των γετών και δακών, θρακικών και τούτων εθνών... Οι θράκες, μετά των ελλήνων και των ιλλυριών, είναι οι καθ΄ αυτό αυτόχθονες τής χερσονήσου τού Αίμου». Βλέπουμε και εδώ ότι οι Ιλλυριοί ξεχωρίζονται και δεν ταυτίζονται με τους Έλληνες όπως κάποιοι Έλληνες εθνικιστές προσπαθούν να μας πείσουν.

    Ο μόνος που θεωρούσε τους Βλάχους ως Έλληνες, ήταν ο κληρικός και ιστορικός (και μαθηματικός) με πλούσια εκκλησιαστική και πολιτική δράση και εκτεταμένο συγγραφικό έργο Γεώργιος Παχυμέρης (1242–1310). Περιγράφοντας τη μάχη στην Πελαγονία το 1259 ανάμεσα στα στρατεύματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και τα βυζαντινά στρατεύματα του Ιωάννη Παλαιολόγου, αναφέρεται σε βλάχους στρατιώτες από τη Θεσσαλία οι οποίοι την τελευταία στιγμή άλλαξαν στάση υπέρ του Παλαιολόγου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Για την ιστορία να αναφέρω ότι όταν τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο καταλήφθηκε η Ελλάδα, οι Ιταλοί θέλησαν να διεκδικήσουν τους Βλάχους. Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν ορισμένοι Βλάχοι και πήραν την άδεια τού Μουσολίνι, για να δημιουργήσουν ένα κράτος βλάχικο υπό την ιταλική επιρροή. Έτσι και με την άδεια τού Χίτλερ δημιούργησαν ένα πριγκηπάτο, το λεγόμενο κράτος τής Πίνδου. Είχε πρόεδρο ένα Ρουμανόβλαχο, τον Διαμαντέσκου, από το χωριό Βίτολα τού Μοναστηρίου (στα σημερινά Σκόπια). Αρχηγός τού στρατού, που αποτελείτο από 175 άνδρες, τούς λεγόμενους ‘λεγεωνάριους’ (το όνομα ήταν από τούς Ρωμαίους), ήταν κάποιος Ραπότικας. Αυτός ήταν παλιός Μακεδονομάχος, άρχισε δικό του ανεξάρτητο πλιάτσικο, για να ζήσει. Τότε τον βρήκε ο Διαμαντέσκου και τον έκανε αρχηγό τού πριγκηπάτου. Ο Ραπότικας ήταν τότε γύρω στα 65.

    Σημαία τού κράτους αυτού ήταν η λύκαινα των αρχαίων Ρωμαίων, που βύζαινε το Ρώμο και το Ρωμύλο, ιδρυτές τής Ρώμης. Πρωθυπουργός ήταν ο Ματούσας. Το κράτος αυτό το διέλυσε ο Μπελής, κατόπιν διαταγής τού Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος έσφαξε όλους τούς λεγεωνάριους και τούς έγδαρε ζωντανούς ρίχνοντας στις σάρκες τους καυτό λάδι και αλάτι. Τον Ραπότικα τον συνέλαβαν σε μια ταβέρνα στη Λάρισα, όπου γλεντούσε με μια γυναίκα και τον σκότωσαν στο δρόμο πηγαίνοντας για το Αρχηγείο. Όσο για τον πρόεδρο, τον Διαμαντέσκου, τον κάλεσαν οι Ρουμάνοι, για να δώσει λόγο, γιατί συνεργάστηκε με τούς Ιταλούς, δεδομένου, ότι θεωρώντας τούς βλάχους μειονότητά τους, τούς διεκδικούσαν κι αυτοί. Έτσι λοιπόν, μη βρίσκοντας επαρκείς τις δικαιολογίες του, τον σκότωσαν.

    Ο Άγγλος αξιωματικός Wiliam Martin Leake που επισκέφτηκε το 1805 τα βλάχικα χωριά, έγραψε: «Μοιράζονται με τούς έλληνες το εμπόριο των αποικιακών προϊόντων ανάμεσα Ισπανία ή Μάλτα και Τουρκία. Μερικοί ήταν καραβοκυραίοι και ιδιοκτήτες τού φορτίου μαζί» (Journey through some provinces of Asia Minor).

    «Οι βλάχοι», γράφει ο γάλλος πρόξενος και περιηγητής Pouqueville (1770-1838), «διατηρούν τα ρωμαϊκά χαρακτηριστικά, είναι εύρωστοι και ευσταλείς». Σε άλλο σημείο (τ. Β΄, σελ. 191) σημειώνει, ότι οι Ασπροποταμίτες βλάχοι, υποστήριζαν, πως είναι ρωμαϊκής καταγωγής κι ότι λέγονται bruzzi βλάχοι (Pasteurs Vrutuens). Toν βεβαίωσαν μάλιστα, ότι πενήντα χρόνια πριν, οι τσοπάνηδες φορούσαν το καπέλλο και την ενδυμασία των βοσκών τού Λατίου. Η ονομασία Bruzzi, Μπρούτσοι ή Αβρούζοι πηγάζει από την ιταλική πόλη Αμπρούντσιο, απ’ όπου, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, πέρασαν οι κάτοικοι στην αντικρινή χερσόνησο, όταν κατακτήθηκε η πόλη από τούς Ρωμαίους. Συνεχίζεται μάλιστα η ονομασία Μπρούτσος με τη λέξη «πριτσά», που σημαίνει την οσμή τής φορεσιάς των τσοπάνων από τη μόνιμη ενδιαίτισή τους πλάι στα γιδοπρόβατα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Η ονομασία «Βλάχος» φέρεται να προέρχεται από το σλαβικό ‘vlahi’ και αυτή με τη σειρά της από το γερμανικό ‘walchen’. Έτσι ονόμαζαν οι Γερμανοί τους ‘Ρωμαίους’ κατοίκους των Άλπεων και της βόρειας Ιταλίας (οι οποίοι αργότερα μετανάστευσαν στη Δακία). Μάλιστα όταν αρχές Μαρτίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έφτασε στα σύνορα της Βλαχίας, έβγαλε προκήρυξη προς τούς βλάχους, στην οποία αποκαλούσε τούς Βλάχους ως Δάκες και όχι ως Έλληνες και διαχώριζε σαφώς την πατρίδα τους από την δική του. Είπε:

    «Άντρες Δάκες,
    σήμερα αφήνω την ευλογημένη γη της Μολδαβίας και πατάω στο έδαφος της αγαπητής σας πατρίδας. Με αγκαλιές ανοιχτές και με δάκρυα χαράς μας υποδέχτηκε ο φιλελεύθερος λαός της Μολδαβίας. Με τα ίδια αισθήματα περιμένω να δω και τα ευγενή τέκνα της Δακίας…. Άντρες Δάκες, όσο διέρχομαι από το έδαφος της φίλης πατρίδας σας…».

    Ας δούμε και την επιστολή του Ελευθερίου Βενιζέλου στις 29 Ιουλίου 1913, ημέρα της συνθήκης του Βερολίνου, προς τον πρωθυπουργό της Ρουμανίας Τάκε Μαγιορέσκο: «Η Ελλάδα συγκατατίθεται να παράσχει αυτονομία στις σχολές και στις εκκλησίες των κουτσοβλάχων, που βρίσκονται στα μελλοντικά ελληνικά εδάφη και να επιτρέψει την σύσταση επισκοπής για τους κουτσοβλάχους τούτους, με την Ρουμανική Κυβέρνηση να μπορεί να επιχορηγεί υπό την επίβλεψη της Ελληνικής Κυβερνήσεως τα ειρημένα τωρινά ή μέλλοντα θρησκευτικά και εθνικά καθιδρύματα». [Βλ. Ευάγγελου Αβέρωφ – Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, δεύτερη έκδοση, Τρίκαλα 1987, σελ. 66.]

    Ο έλληνας αξιωματικός Κωνσταντίνος Μαζαράκης–Αινιάν (καπετάν Ακρίτας) παρατηρούσε για τους Βλάχους: «Προκαλούσαν τέτοιον θόρυβο, διέθεταν τόσο χρήμα και κατείχαν δια νομάδων ποιμένων τις περισσότερες διαβάσεις στα ορεινά μέρη, από όπου διέρχονταν αντάρτες. Αυτοί ήταν οι καταδότες, αυτοί οι τροφοδότες των βουλγαρικών συμμοριών, με τις οποίες είχαν συμμαχήσει, αυτοί κατείχαν τα γιατάκια (λημέρια) τους, αυτοί ήταν οι οδηγοί των καταδιωκτικών αποσπασμάτων». [Ο Μακεδονικός Αγώνας Απομνημονεύματα, έκδοση ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 204.]

    Την περίοδο 1905–1908 οι ρουμανίζοντες Βλάχοι συμμάχησαν με τους Βούλγαρους ‘Μακεδονίζοντες’ αυτονομιστές κατά των ελληνικών ένοπλων ομάδων. «Στον σκληρό και αιματηρό αγώνα, που ακολούθησε, οι Βλάχοι αναμείχθηκαν γρήγορα, γιατί τα ελληνικά αποσπάσματα είχαν διαταγές να στρέψουν την προσοχή τους στα ρουμάνικα σχολεία επίσης. Οι απειλές γρήγορα λιγόστεψαν τον αριθμό του ρουμανικού κόμματος, αρκετά σχολεία κάηκαν, πολλοί από τους πιο αφοσιωμένους συνηγόρους δολοφονήθηκαν και τα σπίτια και η περιουσία τους καταστράφηκαν. Ένα από τα αποτελέσματα της ενέργειας αυτής ήταν ότι βλάχικα αποσπάσματα γρήγορα εμφανίστηκαν στην αντίθετη πλευρά, αλλά εξαιτίας του αριθμού και της θέσης τους αναγκάστηκαν να ενεργούν κυρίως αμυντικά». (Alan Wace – Maurice Thompson, Οι νομάδες των Βαλκανίων, μετάφραση Πάνου Καραγιώργου, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 9).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ο Δημήτριος Κάκκαβος σημειώνει στα απομνημονεύματά του ότι «οι περί την Πίνδο και τη Βέροια (υπήρξαν) αποστάτες με ζωηρό φιλορρουμανικό φανατισμό, οι περί το Μοναστήρι με φανατισμό επηρεασμένο όμως από την ελληνική επίδραση, οι της Καρατζόβας με φανατισμό φιλοβουλγαρικό». (Δημητρίου Κάκκαβου, Απομνημονεύματα (Μακεδονικός Αγών), έκδοση εταιρείας μακεδονικών σπουδών, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 81).

    Ακόμα και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο ιδρυτής της εθνικής ιστορικής σχολής στην Ελλάδα, έγραφε στην ιστορία του πριν προκύψει το ζήτημα των Βλάχων:
    «Οι κυριώτατες εντός του Ίστρου κατοικίες των Βλάχων κατά τους χρόνους αυτούς, ήταν προς βορρά μεν περί τον Αίμο, προς μεσημβρία δε περί την Πίνδο. Η επικρατεστέρα σήμερα γνώμη είναι ότι οι Βλάχοι αυτοί ήταν συγγενείς των βορείως του Ίστρου Βλάχων και ότι οι τελευταίοι προέκυψαν από την ανάμιξη των πολυάριθμων Ρωμαίων αποίκων, τους οποίους ο αυτοκράτωρας Τραϊανός ίδρυσε στην αρχή της 2ης εκατονταετηρίδος μ.Χ. στη Δακία, μετά την ανάμιξη τους με τους ιθαγενείς κατοίκους της χώρας, ανάμιξης από την οποία το κυριώτερο στοιχείο της βλαχικής γλώσσας μέχρι σήμερα είναι η λατινική. Αυτό πρέσβευαν οι δικοί μας, ο Κίνναμος και ο Χαλκοκονδύλης». [Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του ελληνικού έθνους, βιβλίον ενδέκατον, εκδόσεις γαλαξία, Αθήνα 1971, σελ. 390–391.]

    «Το Δακικό ή αλλιώς Βλαχομολδαβικό γένος, περιλαμβάνει τους κατοίκους των δύο ηγεμονιών που βρίσκονται στην ευρωπαϊκή Τουρκία, Βλαχίας και Μολδαβίας, ανάμεσα στον Δούναβη, στα Καρπάθια όρη και τον Προύτο ποταμό. Υπολογίζονται περίπου στο 1.600.000. Αυτοί λοιπόν έχοντας την καταγωγή τους από παλαιούς πληθυσμούς Δακορωμαίων και Μοισών, μιλάνε μία ρωμαϊκή παραφθαρμένη γλώσσα, αναμεμιγμένοι με πολλές σλαβικές λέξεις. Γι’ αυτό και οι κυρίως Βλάχοι, εξαιτίας της παλαιάς τους καταγωγής, αποκαλούν τους εαυτούς τους ‘Ρωμούνους’ (Αρωμούνους). Σώζουν στον σωματικό τους οργανισμό προφανείς τους τύπους της προγονικής τους ρωμαλεότητας, ευστροφίας και ευσχημότητας…ασχολούνται οι περισσότεροι με την κτηνοτροφία. Οι δε Μολδαβοί που θεωρούνται ως αυτόχθονες κάτοικοι της χώρας τους, μιλούν την ίδια σχεδόν γλώσσα με τους Βλάχους, φιλοπονότεροι αυτών και πιο επιτήδειοι στα οικονομικά, ασχολούνται και αυτοί ως επί το πλείστον με την κτηνοτροφία και το εμπόριο. Πολλοί από αυτούς τους Ρωμαιοβλάχους βρίσκονται να ζουν στη Μακεδονία, μέσα στα όρια των κοιλάδων της οροσειράς της Πίνδου, στη Θεσσαλία και στον Όλυμπο, αριθμόντες από 50 έως 60.000, ιδίως οι Μακεδονοβλάχοι ή Κουτσοβλάχοι» («Νεώτατη Διδακτική Γεωγραφία, προς εύχερη γνώσιν όλων των μερών και κατοίκων της γης» -συγκεντρώνει στοιχεία από τις νεώτερες γεωγραφίες και στατιστικά συγγράματα των Σομμέρ, Α.Βάλβη, Ρεττέρου, Κανναβίχου, Φρ.Σχιουβέρτου και άλλων- από τον Νικόλαο Λωρέντη, Β τόμος, σελ. 374, εκδ. Γκαρπολά και Ρεφερενδάρη, Βιέννη 1838).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Οι Έλληνες επιμένουν να ομιλούν για γλωσσικό και πολιτισμικό εκλατινισμό Ελλήνων, από τους οποίους προέκυψαν οι Βλάχοι. Λοιπόν, ο Ιωάννης Λαυρέντιος Λυδός (490–565 μ.Χ.), καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως, στο έργο του Περί των αρχών της Ρωμαίων πολιτείας (De Magistratibus) γράφει για την παραμέληση της λατινικής γλώσσας ότι παλαιός χρησμός προλέγει «τότε Ρωμαίους την τύχην απολείψειν, όταν αυτοί της πατρίου φωνής επιλάθωνται» (δηλαδή «τότε οι Ρωμαίοι θα χάσουν την τύχη τους, όταν θα χάσουν την πατρώα γλώσσα τους»). Έτσι η εγκατάλειψη των λατινικών από τους επάρχους και τις άλλες δημόσιες αρχές που στα πρώτα βυζαντινά χρόνια μιλούσαν τα λατινικά (των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή) -λόγω της σημασίας της ελληνιστικής Ανατολής μέσα στην αυτοκρατορία– επαλήθευσε τον χρησμό: «συν τη Ρωμαίων φωνή και την τύχην απέβαλεν η αρχή» (δηλαδή «Μαζί με τη γλώσσα των Ρωμαίων η εξουσία απέβαλε και την τύχη της»). [Διονυσίου Ζακυθηνού, Βυζαντινή Ιστορία (324–1071), Αθήναι 1977, σελ. 143.] Ο εξελληνισμός επομένως ΚΑΙ ΟΧΙ Ο ΕΚΛΑΤΙΝΙΣΜΟΣ απασχολεί τον Λαυρέντιο Λυδό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή