Τὴν ὥρα
ποὺ οἱ
Γερμανοὶ ἡττῶνται
σὲ ὅλα
τὰ πεδία
τῶν μαχῶν…
Ποὺ
ἐγκαταλείπουν
τὴν μία
πίσω ἀπὸ
τὴν ἄλλην
ὅλες τὶς
χῶρες ποὺ
εἶχαν κατακτήση…
Ποὺ
διέθεταν σοβαρὸ
ἐξοπλισμὸ
σὲ αὐτές,
τὸν ὁποῖον
ἐξοπλισμὸ
σαφῶς καὶ
ἐπιθυμοῦσαν
νὰ μεταφέρουν
στὴν ἕδρα
τους…
…οἱ
ἀγαπημένοι
μας …«σύμμαχοι» (Ἀμερικανοί,
Ἄγγλοι) στοχοποίησαν
τὸν Πειραιᾶ.
Ὄχι ὅμως
τὸν ἐξοπλισμὸ
τῶν Γερμανῶν.
Οὔτε τὰ
κέντρα ἐκπαιδεύσεως
τους.
Οὔτε
κἄν τὰ
ἐπιτελικά
τους κέντρα.
Οὔτε
τὰ πλοῖα
τους…
Οὔτε
τὰ ὅπλα
τους…
Οὔτε
καὶ τὶς
ἀποθῆκες
τους!!!
Ἦταν 11 Ἰανουαρίου
τοῦ 1944.
Δὲν
πρόλαβε νὰ
φανῇ ὁ
ἥλιος.
Ἐπὶ
τρεῖς ὦρες
ἐκκαθαρίζετο
τὸ μεγαλύτερο
λιμάνι τῆς
χώρας ἀπὸ
τοὺς κατοίκους
του.
Ἡ ἐπίθεσις
αὐτὴ
ἐστράφη
κατὰ τῶν
…ἰθαγενῶν
κατοίκων κι ὄχι
κατὰ τῶν
κατακτητῶν τους!!!
Ἀναμνήσεις τοῦ Κ. Κουσουλοῦ
Λυκειάρχου
Στὶς
11 Ἰανουαρίου
1944 οἱ Σύμμαχοι
βομβάρδισαν τὸν
Πειραιᾶ. Ὁ
βομβαρδισμὸς ἦτο
σφοδρότατος, κυρίως
εἰς τὸ
λιμάνι καὶ
στὰ πέριξ
αὐτοῦ
κτίρια, ὅπου
ἐστεγάζοντο
γερμανικὲς ὑπηρεσίες.
Οἱ βόμβες κατέστρεψαν
πολλὰ κτίρια
τῶν ἀκτῶν
τοῦ λιμανιοῦ
ἀπὸ
τὸν Ἄὶ
Διονύση ἕως
τὸν Ἄὶ
Νικόλα. Οἱ
πιὸ μεγάλες
καταστροφὲς σημειώθηκαν
εἰς τὰ
τετράγωνα ἀπὸ
τὸν σιδηροδρομικὸ
σταθμὸ τῶν
ΣΠΑΠ ἕως τὴν
ὀδὸ
Κολοκοτρώνη, πίσω
ἀπὸ
τὸ Θέατρο.
Ἐκτὸς
ἀπὸ
τὶς ὑλικὲς
καταστροφές, πολλοὶ
ἀθῷοι
Πειραιῶτες κάθε
ἡλικίας
ἐφονεύθησαν,
ἢ ηὖραν
οἰκτρὸ
θάνατο ἀπὸ
ἀσφυξία,
κάτω ἀπὸ
τὰ σωριασμένα
κτίρια καὶ
κυρίως στὰ
ὑπόγειά
τους. Άλλοι ἦσαν ἀκόμη
ζωντανοὶ καὶ
τραυματισμένοι κάτω
ἀπὸ
αὐτά.
Ὅσοι ἐσώθησαν,
σὲ οἰκτρὰ
κατάστασιν, ἀφήνοντας
τὴν περιουσία
τους καὶ τὰ
σπίτια τοὺς
στὸ ἔλεος
τοῦ θεοῦ,
ἅρπαξαν λίγο
ῥουχισμὸ
καὶ ἔφυγαν
ἀπὸ
τὸν τόπο
τῆς συμφορᾶς
γιὰ τὴν
Ἀθῆνα
ἢ ἀλλοῦ.
Τὸ
χειρότερο ἦταν
πὼς διεκόπησαν
ἀπὸ
τὴν καταστροφὴ
τοῦ δικτύου
τους, τὸ φῶς,
τὸ νερό,
τὸ τηλέφωνο
καὶ οἱ
συγκοινωνίες. Έτσι ὁ
Πειραιᾶς εἶχε
ἀπομονωθῆ
ἀπὸ
τὴν ἄλλη
Ἑλλάδα.
Εἶχαν διαλυθῆ
καὶ οἱ
ὑπηρεσίες
ὄλες, καὶ
ἡ Ἀστυνομία
(στὰ Β’ Ε’ Α’ καὶ
Στ’ τμίματα), εἶχε
ὑποστῆ
συμφορὲς σὲ
θύματα καὶ
σχεδὸν δὲν
ὑπῆρχε.
Ἐγώ,
ὁ Α75, μαζὺ
μὲ ἄλλους
30 Συναδέλφους τοῦ
Α΄ Ἀστυνομικοῦ
τμήματος Ἀθηνῶν,
τρεῖς ἀρχιφύλακες
καὶ τὸν
ὑποδιοικητή
μας Νικολόπουλο, εὑρέθημεν
κοντὰ στοὺς
Πειραιῶτες τὸ
πρωὶ τῆς
13ης Ἰανουαρίου.
Μᾶς ξεφόρτωσαν
ἀπὸ
ἕνα φορτηγὸ
ἐμπρὸς
στὸν ναὸ
τοῦ Ἁγίου
Κωνσταντίνου. Ψιλόῤῤιχνε
χιονόνερο καὶ
τὸ διαπεραστικὸ
κρύο διαπερνοῦσε
τὴν ὑγρὴ
μπέρτα, τὴν
χοντροϋφασμένη χλαίνη
καὶ τὴν
στολὴ καὶ
ἔφθανε ἕως
τὸ κόκκαλο.
Οἱ ἀρβύλες
καὶ οἱ
μπότες δὲν
βαστοῦσαν κρύο
καὶ ἔμπαζαν
νερά.
Ὁ ὑποδιοικητὴς
ἀνέβη
στὸ ἐπάνω
σκαλοπάτι τῆς
εἰσόδου
τοῦ ναοῦ
καὶ μᾶς
εἶπε:
– «Κύριοι,
ἤλθαμε ἐδῶ
ὅπως καὶ
τόσοι ἄλλοι
Συνάδελφοι, ἐχθὲς
καὶ σήμερα,
γιὰ νὰ
βοηθήσουμε τὴν
Ἀστυνομία
τοῦ Πειραιῶς.
Ἐμεῖς
θὰ βοηθήσουμε
τὸ Β’ Ἀστυνομικὸ
τμῆμα, ποὺ
εἶναι κοντὰ
στὸ ῥολόϊ.
Τὸ ἔργο
μας εἶναι δύσκολο
καὶ ἐπικίνδυνο.
Πρέπει νὰ
σώσουμε ζωὲς
παγιδευμένες κάτω
ἀπὸ
τοὺς σωροὺς
τῶν πεσμένων
κτιρίων, νὰ
συνδράμουμε τραυματίες,
νὰ περιφρουρήσουμε
τὴν περιουσία
τῶν πολιτῶν.
Οἱ δρόμοι
εἶναι ἀδιάβατοι
ἀπὸ
οἰκοδομικὰ
ὑλικὰ
τῶν πεσμένων
κτιρίων. Ἔχουν
ἀνασκαφεῖ
σὲ μερικὰ
σημεῖα ἀπὸ
τὶς βόμβες.
Ἔχουν ἀκόμη
τρᾶμ ἀκινητοποιημένα
ἢ κατεστραμμένα,
σιδηροτροχιὲς ἀναποδογυρισμένες,
στραβωμένες καὶ
ὑψωμένες,
ζῷα πεθαμένα
σὲ τυμπανιαία
κατάστασιν. Πιὸ
ἐπικίνδυνοι
γιὰ ἐμᾶς
εἶναι οἱ
μισοπεσμένοι καὶ
ἐτοιμόῤῥοποι
τοῖχοι, οἱ
αἰωρούμενες
στέγες καὶ
τὰ πατώματα.
Ἕνα λάθος
μας ἢ μία
ἀτυχία,
μπορεῖ νὰ
ῥίψῃ
αὐτὰ
ἐπάνω
μας καὶ νὰ
μᾶς θάψουν
ζωντανούς. Λοιπόν,
Κύριοι, κατεβαίνουμε
αὐτὸν
τὸν δρόμο,
ποὺ εἶναι
ἀριστερὰ
τοῦ θεάτρου.
Κάμετε τὸν
Σταυρό σας καὶ
ὁ Θεὸς
βοηθός».
Περάσαμε
μέσα ἀπὸ
χαρακώματα καὶ
βγήκαμε στὴν
Λεωφόρο, τὴν
ἀδιάβατη
Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Σὲ ὅλο
τὸ μῆκος
της ὁμάδες
Συναδέλφωνἠγωνίζοντο
νὰ ἀνοίξουν
τρύπες σὲ
ὑπόγεια
ποὺ μποροῦσε
νὰ ἦσαν
πλακωμένοι ἄνθρωποι.
Ἐκεῖ
δεξιά μας, στὴν
γωνία τῆς Λεωφόρου
καὶ τῆς
ὁδοῦ,
συνεργεῖα Συναδέλφων
ἠγωνίζοντο
μὲ τὰ
χέρα νὰ
βροῦν τὶς
μαθήτριες μίας
Σχολῆς, παγιδευμένες
στὸ ὑπόγειο
«νεὸς σωριασμένου
διωρόφου.
Μάθαμε
πὼς τὶς
βρῆκαν νεκρές.
Πλήρωσαν κι αὐτὲς
μὲ τὸ
φρικτὸ θάνατό
τους τὴν ὑπόθεσιν
Εἰρήνης
καὶτῆς
ἐλευθερίας.
Κατεβαίνοντας
μὲ δυσκολία
καὶ κίνδυνο
τὴν ὀδὸ
Βασιλέως Γεωργίου,
βλέπαμε δεξιά
μας τὴν καταστροφὴ
πολλῶν κτιρίων
καὶ πρὸς
τὸ λιμάνι,
πίσω ἀπὸ
τὴν λαχαναγορά,
πιὸ μεγάλη
συμφορά. Μόνοι
τοῖχοι ἐφαίνοντο
ὄρθιοι, ψηλοί,
ἐτοιμόῤῤοποι.
Στὴν
γωνία τῆς
ὁδοῦ
Φίλωνος ἀντικρύσαμε
τὸν σωριασμένο
σὲ ἐρείπια
ναὸ τῆς
Ἁγίας
Τριάδος καὶ
γιὰ εἰρωνεία
ἐστέκοντο
κατὰ τὴν
Τράπεζα τὰ
δύο κωδωνοστάσια
ὄρθια. Ἐρημόα
παντοῦ. Ψυχὴ
δὲν ἐφαίνετο,
οὔτε κἄν
ἔνας Γερμανός.
Τὸ λιμάνι
βουβὸ καὶ
ἀκίνητα
τὰ πλεούμενα,
μικρὰ καὶ
μεγάλα. Μόνον
ὁ σκοπὸς
ἀστυφύλαξ
ἐστέκετο
στὰ δεξιὰ
τοῦ ναοῦ
ἐμπρὸς
στὴν εἴσοδο
τοῦ Β ‘ Αστυνομικοῦ
τμήματος.
– Συναγερμός!
Φώναξε κάποιος
δικός μας.
– Διαλυθεῖτε!
Φώναξε ὁ
Νικολόπουλος καὶ
κρυφθεῖτε ὄπου
σᾶς φωτίσει
ὁ θεός!
Ἕνα
κανόνι ἀπὸ
τὸ ὕψος
τῆς Καστέλας
καὶ ἔνα
ἄλλο μικρότερο
ἔριχναν ἀραιὲς
βολές. Ἦταν
ἡ ἔναρξις
τοῦ Συναγερμοῦ.
Οἱ Σειρῆνες
μὲ τὸ
ἀνατριχιαστικὸ
οὐρλιακτό
τους εἶχαν σιωπήση,
διότι εἶχε
καταστραφῆ τὸ
δίκτυο τῆς
Ἠλεκτρικῆς.
Ὅλοι χαθήκαμε
κάτω ἀπὸ
τὰ δένδρα
τῆς πλατείας
πρὸς τὸν
Ἄὶ Σπυρίδωνα.
Μερικοί ἐστάθησαν
ὄρθιοι, κολλημένοι
στοὺς κορμοὺς
τῶν δένδρων.
Ἄλλοι ξάπλωσαν
κάτω ἀπὸ
τὰ παγκάκια
μέσα σὲ
νερὰ καὶ
ἄλλοι στὰ
θεμέλια κοντὰ
ἑνὸς
καλοκτισμένου χαμηλοῦ
τοίχου πρὸς
τὴν Φίλωνος.
Νεκρικὴ σιγὴ
παντοῦ, θὰ
ῥίχνουν τὰ
ἐγγλέζικα
ἀεροπλάνα.
Ποῦ θά
ἔριχναν τά
φοβερά σιδερικά
τους; Ἐπάνω
μας;
Πέρασε
καμμιὰ ὥρα
ἀγωνίας,
ὥσπου ἐσήμανε
κατὰ τὸν
ἴδιο τρόπο
ἡ λήξις!
Συγκεντρωθήκαμε
πάλι ὅλοι.
Ἤμασταν ἀγνώριστοι.
Μερικοὶ βλέποντας
τὸν ὑποδιοικητὴ
ἀγνώριστο,
πῆγαν νὰ
γελάσουν. Τὸ
γέλιο ὅμως
δὲν ἐρχόταν
στὰ χείλη,
γιατὶ φθάνοντας
στὸ πλακόστρωτο
ἐμπρὸς
ἀπὸ
τὰ δύο
κωδωνοστάσια τοῦ
ναοῦ τῆς
Ἁγίας
Τριάδος πατάγαμε
σὲ νερὰ
κοκκινόμαυρα. Εἴχαμε
τὰ βλέμματα
πρὸς τὸ
τμῆμα ποὺ
μᾶς ἐφαίνετο
ἔρημο καὶ
δὲν κυττάξαμε
δεξιά μας στὰ
προπύλαια τοῦ
ναοῦ.
Ἐκεῖ
ἤταν μιὰ
τραγικὴ εἰκόνα,
ποὺ μόνον
φωτογραφία θὰ
ἀπαθανάτιζε
τὴν φρίκη
της. Ὃ χῶρος
ἀνάμεσα
στὶς γκρεμισμένες
πόρτες, τὶς
δύο μαρμάρινες
κολῶνες καὶ
τὰ κωδωνοστάσια
ἦταν ἔνας
σωρὸς ξύλα
καὶ πέτρες,
κάτω δὲ
ἀπ’ αὐτὰ
νεκροὶ καταπλακωμένοι.
Φαίνονταν πόδια,
χέρια, παραμορφωμένα
πρόσωπα. Ἀπὸ
ἐκεῖ
κατέβαινε μαῦρο
αἷμα ποὺ
τὸ ξέπλυνε
τὸ ψιλόβροχο
καὶ ἔφθανε
κάτω, ὡς
τὸ ῥεῖθρο
τῆς ὁδοῦ
Βρεταννίας (σήμερα
Ἐθνικῆς
Ἀντιστάσεως).
Ὅλοι
μας ἀνατριχιάσαμε.
Ὃ ἀστυφύλαξ
τῆς «Πύλης»
μπροστά μας, μᾶς
εἰδοποίησε
νὰ μὴν
κάνουμε κάτι,
διότι εἶναι
νεκροὶ καὶ
τὰ κωδωνοστάσια
ἐτοιμόῤῥοπα.
Φθάσαμε
στὴν εἴσοδο
τοῦ Β’ ἀστυνομικοῦ
τμήματος γύρω
στὶς 10 ἡ
ὤρα. Ὃ
ἀστυφύλαξ,
νέος ψηλός,
μὲ ὡραία
χαρακτηριστικά, ντυμένος
καλά, μᾶς
ἔβλεπε σὰν
σωτῆρες. Δὲν
τὸ εἶπε,
μὰ τὸ
ἔλεγαν τὰ
μάτια του καὶ
ὅλο τὸ
πρόσωπό
του, ποὺ ἔλαμπε
ἀπὸ
χαρά.
Τὸν
χαιρετίσαμε κι ἀνεβαίνοντας
τὰ ματωμένα
σκαλοπάτια φθάσαμε
στὸν διάδρομο
τοῦ πρώτου
ὀρόφου.
Ἐμπρός
μας δεξιὰ ὀλάνοικτη
ἡ πόρτα τοῦ
Ἀξιωματικοῦ
ὑπηρε¬σίας. Τὰ
ἄλλα γραφεῖα
τοῦ διαδρόμου ἀριστερὰ
καὶ δεξιὰ
ἦσαν κλειστά.
Ἄνοιξα ἕνα.
Ἦταν γεμάτο
ἀπὸ
ἐμπορεύματα
καὶ διάφορα
οἰκιακὰ
ἀντικείμενα
μὲ ἕνα
σημείωμα ἐπάνω
τους. Τὰ εἶχαν
μαζέψη ἀπὸ
τὰ ἀνοικτὰ
καταστήματα ἢ
τὰ σπίτια
καὶ τὰ
φύλαγαν ἐκεῖ.
Ἐκεῖνο
ποὺ μοῦ
τράβηξε τὴν
προσοχὴ ἦταν
τρεῖς νεκροὶ
ἀστυφύλακες
ποὺ τοὺς
εἶχαν βάλη
ἐπάνω
σὲ φύλλα
τσίγκου καὶ
τοὺς εἶχαν
σκεπάση μὲ
μία κουβέρτα.
Οἱ ἀσκέπαστες
ἀρβύλες
τους, ἐπρόδιδαν
τὴν παρουσία
τους.
Ἐνῶ
ὅλοι ἐσπρώχνοντο
στὸ Γραφεῖο
τοῦ Ἀξιωματικοῦ,
ἐγὼ
πῆγα καὶ
ἀπεκάλυψα
τοὺς νεκρούς.
Ἦσαν ἀγνώριστοι
μὲ τὴν
στολή τους ματωμένη
καὶ τὰ
μάτοα ὁλάνοικτα
καὶ σκονισμένα.
Ζητοῦσαν κάπου
ἀνάπαυση
μαζὺ μὲ
ἐκείνουν
στὸν πρόναο
τῆς Ἁγίας
Τριάδος καὶ
τοὺς τόσους
ἄλλους γνωστοὺς
καὶ ἀγνώστους
νεκροὺς τοῦ
Πειραιῶς…
Ποιός
ὅμως, θά
φρόντιζε νά
τούς κάνῃ
αὐτήν
τήν χάρη;
Κανείς!!!
Τοὺς
ἔθαψαν ὅλους
μαζὺ στὸ
Νεκροταφεῖο τῆς
Ἀναστάσεως
μετὰ ἀπὸ
2-3 ἡμέρες.
Τὶς φωτογραφίες
τῶν τριῶν
ἀστυφυλάκων
τὶς εἶδα
πρὸ 6ετίας
περίπου, κρεμασμένες
στὴν σειρὰ
μαζὺ μὲ
ἄλλων πεσόντων
ἀστυνομικῶν
στοὺς τοίχους
ἐνὸς
δωματίου τῆς
ἀστυνομικῆς
Διευθύνσεως Πειραιῶς
καὶ ἔμεινα
ἄναυδος. Τοὺς
εἶδα καὶ
εἰς τὸ
Β’ Ἀστυνομικὸ
Τμῆμα.
Ὃ
ἀξιωματικὸς
ὑπηρεσίας
ὄρθιος ἐμπρὸς
σ’ ἕνα σκονισμένο
τραπέζι ὅπου
δέσποζαν 2-3 κηροπήγια
μᾶς εἶπε
μὲ λίγα
λόγια τὸν
τομέα μας καὶ
τὴν ἀποστολή
μας.
– Νὰ
σώσετε ζωὲς
ποὺ θὰ
εἶναι ἀκόμη
παγιδευμένες στὰ
ὑπόγεια
κάτω ἀπὸ
τὶς ἐρειπωμένες
οἰκοδομές,
νὰ ῥίξετε
ἐτοιμοῤῥόπους
τοίχους καὶ
ὅσα αἰωροῦνται
ἐπάνω
στοὺς ἀνυπόπτους
πολίτες, νὰ
φράξετε πρόχειρα
τὶς ἐκτιθεμένες
περιοχὲς τῶν
ἐμπόρων
καὶ τῶν
κατοίκων. Αὐτὸ
εἶναι τὸ
ἔργο σας.
Γιὰ ἐργαλεῖα
μὴν συζητᾶτε. Τὰ
χέρια σας θὰ
γίνουν ἀξίνες
καὶ λοστοί,
σφυριὰ καὶ
φτυάρια. Τὰ
μαντήλια σας ἐπίδεσμοι.
Ὃ θεὸς
μαζύ σας
καὶ σᾶς
εὐχαριστῶ.
– Ποῦ
θά πᾶμε;
Ῥώτησε ἕνας.
Ποῦ εἶναι
τά τετράγωνα
αὐτά;
Ὃ ἀξιωματικὸς
βγῆκε στὸν
ἐξώστη
καὶ ἔδειξε
τὰ τετράγωνα
ποὺ εἶναι
πρὸς τὸ
θέατρο, ἀπὸ
τὴν Φίλωνος
ἕως τὴν
Κολοκοτρώνη.
Ἔτσι
βρεθήκαμε σὲ
ἀδιαβάτους
καὶ ἐπικινδύνους
δρόμους. Πατούσαμε σὲ
πέτρες καὶ
ξύλα, σὲ
λάσπες καὶ
χώματα. Ὄρθιοι
μισογκρεμισμένοι τοῖχοι
στέκονταν δίπλα
μας ἕτοιμοι νὰ
πέσουν ἐπάνω
μας στὸ πρῶτο
φύσημα ἀνέμου.
Στέγες διαλυμένες
καὶ πατώματα
γερμένα δῶθε-κεῖθε
σημάδευαν ἐμᾶς.
Στὰ καταστήματα
ἔβλεπες τὰ
σκονισμένα καὶ
πλακωμένα ἐμπορεύματα
ἀπὸ
τὶς πεσμένες
πλευρές. Ψηλὰ
ἔβλεπες, πόρτες,
κουζίνες, σαλόνια
καὶ ἄλλα
δωμάτια σὰν
ἐξῶστες.
Μιὰ ἀπόκοσμη
μυρωδιὰ ἔσπαζε
τὶς μύτες
μας. Φρίκη καὶ
μυρουδιὰ θανάτου
παντοῦ.
– Ποῦ
νά εἶναι
οἱ ζωντανοί
ἄνθρωποι; Δὲν
ἀκούγεται
κάτι. Οὔτε
φωνὴ οὔτε
ἀνάσα.
Νεκρικὴ σιγὴ
παντοῦ. Ὅλοι
τεντώναμε τὰ
αὐτιά.
Ὅλοι μὲ
κίνδυνο τῆς
ζωῆς μας κατεβαίναμε
σὲ ὑπόγειες
πόρτες, ἐμβαίναμε
στὰ μαγαζιὰ
ἢ περνούσαμε
ὀρθάνοικτες
πόρτες. Ὅλοι
νὰ σώσουμε
ἔστω καὶ
ἔναν. Οἱ
ὦρες πέρασαν
γρήγορα χωρὶς
ἀποτέλεσμα.
Σὲ λίγο
θὰ νύκτωνε
καὶ τὸ
σκοτάδι θὰ
ἔπεφτε μαῦρο
καὶ βαρὺ
σ’ ὅλον τὸν
Πειραιᾶ. Ὁ
συσκοτισμὸς ἦτο
αὐστηρὸς
καὶ ἡ
κυκλοφορία δὲν
ἐπιτρέπετο
μετὰ τὴν
δύση τοῦ
ἡλίου.
Μὲ
σανίδες καὶ
ξύλα φράξαμε
μερικὰ μαγαζιὰ
καὶ ἀπὸ
τὴν Βασ. Γεωργίου
πήγαμε στὴν
Ἀστυνομικὴ
Δ/νση, ποὺ ἦταν
σ’ ἕνα τριώροφο
καινούριο κτίριο
στὴν ὀδὸ
Ἁγίου
Κωνσταντίνου καὶ
Σωτήρας. Ἤταν
σκοτεινὰ ὅλα.
Ψηλαφητὰ ἀνεβήκαμε
τὶς σκάλες
καὶ φτάσαμε
στὸν διάδρομο
τοῦ πρώτου
ὀρόφου.
Ἐκεῖ
τὸ φῶς
ἐνὸς
κεριοῦ μᾶς
ἄλλαζε τὴν
ὄψι καὶ
μᾶς μετέβαλε
σὲ παράξενες
σκιές.
Μαζευτήκαμε
ὅλοι σ’ ἔνα
σκοτεινὸ γραφεῖο
καλὰ καμουφλαρισμένο
μὲ μπλὲ
χαρτὶ στὰ
τζάμια. Τὸ
φῶς τοῦ
κεριοῦ ἔφθανε
ἔως ἐμᾶς
ἀπὸ
τὴν ἀνοικτὴ
πόρτα. Ἤμασταν
ἀγνώριστοι,
λασπωμένοι, βρεγμένοι
καὶ κατάκοποι
καὶ νηστικοί.
Τότε ἦλθε
ἀνάμεσά μας ὁ
Διοικητής μας κ. Εὐάγγελος
Καραμπέτσος. Εὐθυτενής,
σοβαρός, μὲ
τὴν θλίψι
ζωγραφισμένη στό
πρόσωπό
του μας κύτταξε ὅλους
καὶ μετὰ
ὀλιγόλεπτη
σιωπὴ μᾶς
εἶπε:
– Ἢ
Ἀστυνομία,
ὅπως γνωρίζετε,
πρὸ κειμένου
νὰ ἀνταποκριθῇ
εἰς τὸ
καθῆκον της πρὸς
τὸν Πολίτη
καὶ τὴν
Πατρίδα, εὑρίσκεται
ὅλο τὸ
24ωρο κάθε ἡμέρας
στὸ πόδι.
Ὁ βομβαρδισμὸς
τοῦ Πειραιῶς
ἦτο μιὰ
συμφορὰ γιὰ
τοὺς Πολίτες
του καὶ τοὺς
περαστικούς. Δὲν
ταιριάζει θρῆνος
καὶ λιποψυχία,
διότι τότε
δὲν θὰ
ἀνταποκριθοῦμε
στὸ δύσκολο
καὶ ξένο
πρὸς τὰ
καθήκοντά
μας ἔργο.
» Ἀφοῦ
ὅμως, ὄλες
οἱ ὑπηρεσίες
διελύθησαν καὶ
αὐτὴ
σχεδόν, ἡ
Ἀστυνομία,
ἐμεῖς,
ἐκτὸς
ἀπὸ
τὸ πολύπλευρο
καὶ ὑπεύθυνο
ἔργο μας, ἐγίναμε
ἐκσκαφεῖς,
κατεδαφισταί, τραυματιοφορεῖς,
ἰατροί,
νεκροφορεῖς. Ἐκάμαμε
τὸ καθῆκον
μας εἰς τὸ
ἀκέραιον
καὶ ἄλλοι
ἔρχονται ἀπὸ
τὴν Ἀθῆνα,
διὰ τὶς
νυκτερινὲς περιπολίες.
Ἐσεῖς
θὰ πᾶτε
σὲ λίγο
στὸ Τμῆμα
μας νὰ πλυθεῖτε
καὶ νὰ
ξεκουρασθεῖτε. Φαίνεται
πὼς τὸ
1944, ἐπιφυλάσσει
πολλὰ διὰ
τοὺς «Ἕλληνας
καὶ τὸ
Ἀστυνομικὸ
Σῶμα, τὸ
ὁποῖον
τόσο πιστὰ
ὑπηρετοῦμε.
Ὃ Θεὸς
ὅμως εἶναι
μεγάλος. Θέλω
ἀπὸ
ἐσᾶς,
ἑνότητα,
ἀλληλοβοήθεια,
ἐμμονὴ
εἰς τὸ
καθῆκον, διότι
ἔτσι θὰ
ξεπεράσουμε ὄσο
εἶναι δυνατὸν
πιὸ ἀνώδυνα
τὶς δοκιμασίες
σὰν τὴν
τωρινή. Σᾶς
εὐχαριστῶ
ὅλους σας καὶ
σᾶς καληνυκτίζω».
Μᾶς
ἔσφιξε ὅλων
τὸ χέρι
καὶ πῆγε
στὸ διπλανὸ
Γραφεῖο τοῦ
ὑποδιευθυντοῦ.
Χάθηκε μέσα
στὸ σκοτάδι
τοῦ δωματίου.
Ἐμεῖς
βγήκαμε στὴν
ὀδὸ
Ἀγ. Κωνσταντίνου
ὅπου τὸ
σκοτάδι ἤταν
πιὸ βαθύ,
ποὺ μύριζε
κόλαση καὶ
θανατικό. Μᾶς
φόρτωσαν σ’ ἕνα
φορτηγὸ καὶ
σιγὰ-σιγὰ
φύγαμε, χωρὶς
νὰ βλέπουμε
ἀπὸ
ποῦ περάσαμε».
Ἡ διήγησις
τοῦ κυρίου
Κουσουλοῦ εἶναι
συγκλονιστική, ἀλλὰ δὲν εἶναι
ἡ μόνη.
Τὸ
πλέον παράλογον
τῆς ὑποθέσεως
εἶναι πὼς
οἱ Γερμανοὶ
δὲν ἀντιμετώπισαν
ζημίες ἤ
θύματα. (Μόνον
ὀκτὼ
οἱ νεκροὶ
Γερμανοί.)
Οἱ
νεκροὶ Ἕλληνες
ξεπέρασαν, κατὰ
τοὺς πλέον
συντηρητικοὺς ὑπολογισμούς,
τοὺς ἑπτακοσίους
(ἔως χιλίους
τοὐλάχιστον
θεωροῦν οἱ
ἐνασχολούμενοι
μὲ τὸ
θέμα) ἄν
καὶ τὸ
σύνολον τῶν
θυμάτων ξεπερνοῦσαν
τὶς 5.500 χιλιάδες.
(Τραυματίαι, μονίμως
ἀνάπηροι
καὶ νεκροί.)
11 Ἰανουαρίου
1944. Ὁ παρανοϊκὸς
βομβαρδισμὸς τοῦ
Πειραιῶς ἀπὸ
τοὺς ...«συμμάχους»
μας!!!4
Τὸ
ἐν λόγῳ
ἀποτρόπαιον
ἔγκλημα τῶν
…«συμμάχων μας» σαφῶς
καὶ δὲν
ἐστόχευσε
τοὺς Γερμανούς.
Αὐτὸ
τὸ μαρτυροῦν
οἱ ἀριθμοὶ
τῶν θυμάτων
καὶ οἱ
πραγματικὲς ζημίες,
ποὺ κατέστησαν
τὸν Πειραιᾶ,
γιὰ μῆνες,
πόλι φάντασμα.
Μὲ
τὴν ἀποχώρησιν
τῶν Γερμανῶν
φυσικὰ κατεστράφη
ὅ,τι διέλαθε
τῶν …«συμμάχων
μας».
Φιλονόη
Σημείωσις
Ἀνάλογον
καταστροφὴ ὑπέστησαν
πολλὲς πόλεις
τῆς Γερμανίας,
μεταξὺ αὐτῶν
καὶ ἡ
Δρέσδη, (13, 14 καὶ
15 Φεβρουαρίου τοῦ
1945), μὲ 135.000 θύματα.
Θύματα ποὺ
ἦσαν ἄμαχοι
καὶ ποὺ
ἐσφαγιάσθησαν
μὲ …«καλλιτεχνικό»
τρόπο, ἄν
καὶ ἡ
Γερμανία ἤδη
εἶχε σχεδὸν
παραδοθῆ ἀπὸ
τὰ τέλη
τοῦ 1944 καὶ
δὲν διέθετε
ἱκανὴ
ἀεροπορία
γιὰ νὰ
ἀντιμετωπίσῃ
μία τέτοιαν
ἐπίθεσιν.
Τὰ
δὲ ἐργοστάσια,
ποὺ ἐπισήμως
ἦταν ὁ
στόχος τῶν
συγκεκριμένων βομβαρδισμῶν,
δὲν …ἐνοχλήθηκαν,
διότι ἔπρεπε
νὰ περάσουν
στὰ χέρια
τῶν …«συμμάχων
μας» ἄθικτα.
Πηγές
Παρόμοιες
διηγήσεις μὲ
τὴν παραπάνω
μπορεῖτε νὰ
βρεῖτε στὰ
ἀρχεῖα
τοῦ Πειραιῶς,
σὲ ἀρκετὲς
σελίδες τοῦ
διαδικτύου μὰ
κυρίως στὴν
σελίδα τοῦ
κυρίου Βασιλείου
Κουτουζῆ, ἀπὸ
ὅπου καὶ
τὸ παραπάνω
ἀπόσπασμα,
καθὼς καὶ
οἱ περισσότερες
πληροφορίες.
http://pirforosellin.blogspot.gr/ - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του
περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει
ενεργός σύνδεσμος(link
). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου