Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Γιατί κάποιες μονές κατά την Τουρκοκρατία και ο Ιωάννης Καποδίστριας μετά την επανάσταση πωλούσαν αρχαία ελληνικά συγγράμματα και αγάλματα εις τους Ευρωπαίους εμπόρους αρχαίων με την αιτιολογία την υποστήριξη της νεοσύστατης Ελλάδος ; Ενώ ο Παπαφλέσας με νόμο προσπαθούσε να σταματήσει την πώληση αρχαίων ; ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ ΕΡΜΕΙΔΗ






[η φωτογραφία προέρχεται από την ακόλουθη ιστοσελίδα : http://katakomvi.blogspot.gr/2014/02/blog-post.html, όπου γκραβούρα δείχνει τι συνεβαινε τα χρόνια της επαναστάσεως αλλά και πριν ]
 Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αναρίθμητοι Ευρωπαίοι αρχαιολάτρες ή «αρχαιολάτρες» με τα συγγράμματα των αρχαίων περιηγητών παραμάσχαλα αρχίζουν να καταφθάνουν στην Ελλάδα.

  Όταν επιστρέφουν στις χώρες τους έχουν φυσικά προμηθευτεί και ανάλογα «ενθύμια», εύκολα στη μεταφορά [αγαλματίδια, νομίσματα κ.λπ.]. Με την πάροδο του χρόνου οι μεμονωμένες αυτές ενέργειες εξελίσσονται σε σχεδιασμένες εξορμήσεις αρχαιοεμπόρων, οι οποίοι λειτουργούν για λογαριασμό αρχαιοσυλλεκτών ή «ευγενών», που θέλουν να διακοσμήσουν τις επαύλεις τους με αυθεντικά Ελληνικά καλλιτεχνικά έργα, κίονες, χειρόγραφους κώδικες, κ.λπ.. Τις τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας οι επιχειρήσεις αρχαιοκαπηλίας διεξάγονται πλέον, αν και «ανεπίσημα», από πράκτορες των Δυτικοευρωπαϊκών βασιλείων.
  Οι πράκτορες αυτοί ενεργούν φυσικά και για προσωπικό τους λογαριασμό. «Επισκέπτονται» όλους τους σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, που τότε, όπως ήταν αναμενόμενο, ήσαν πλήρως υποβαθμισμένοι [είχαν πατηθεί από χριστιανικά ιερά, ή μετατραπεί σε στάνες, κ.λπ.] και έτσι οι επιχειρήσεις παίρνουν τον χαρακτήρα αρχαιολεηλασίας.
  Τα ευρωπαϊκά προξενεία στην Κωνσταντινούπολη μετατρέπονται σε ορμητήρια οργανωμένων αρχαιοθηρικών συμμοριών υπό διπλωματική πλέον καθοδήγηση. Στην αρχαιοθηρία, κυρίως η Αγγλία και η Γαλλία επιδόθηκαν σε πραγματικό αγώνα δρόμου. Οι Ελληνικές αρχαιότητες κραδαίνονται από όποιες χώρες τις κατέχουν, ως σύμβολα ιδεολογικής ισχύος και ως πιστοποιητικά κληρονομικών δικαιωμάτων επί του Ελληνικού Πολιτισμού
  Κατά το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς τους οι επιχειρήσεις αρπαγής του Ελληνικού πολιτισμικού πλούτου διεξάγονται με την ανοχή αδιαφορία των Τούρκων και την σιωπηρή συγκατάθεση συνενοχή της Χριστιανορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή την μερίδα εκείνων που συνεργάζοντο με τους Τούρκους δια προσπωπικόν όφελος. Μάλιστα πολλές φορές η Εκκλησία έχει σημαντικό ρόλο στο κύκλωμα της αρπαγής: π.χ. ανάμεσα στους πληροφοριοδότες και προμηθευτές του Άγγλου πρέσβη στην Κωντινούπολη Thomas Roe [1621-1628], βρίσκουμε τον ίδιο τον πατριάρχη και τον επίσκοπο Άνδρου προοδευτικά οι Τούρκοι, αντιλαμβανόμενοι το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Δυτικοευρωπαίων για Ελληνικές αρχαιότητες απαγορεύουν την εξαγωγή αρχαιοτήτων άνευ αδειοδοτήσεως.
  Φυσικά οι άδειες δίνονται κατόπιν γενναίας δωροδοκίας. Στο αρχαιοεμπόριο διαπρέπουν και οι μονές του Άθωνος: με έγγραφό τους του 1694 ομολογούν, ότι πούλησαν στον βασιλιά της Ρωσσίας «παλαιά βιβλία» γιατί, όπως ισχυρίζονταν, λιμοκτονούσαν [αυτό δηλ. που ισχυρίζονταν ανέκαθεν….].
  Επίσης το 1801 ο ηγούμενος της μονής Πάτμου, αφού δωροδοκήθηκε από τους Άγγλους, τους παρέδωσε πανάρχαια χειρόγραφα, μεταξύ των οποίων και έναν πλατωνικό διάλογο. Τις μονές Πάτμου και Άθωνα στιγματίζει και ο Αδαμάντιος Κοραής ότι «εγύμνωσαν όλην την Ελλάδα από τα πολύτιμά της αντίγραφα» [Προλεγόμενα στην έκδοση του Ισοκράτη, 1807]. 
  Επίσης στη δεκαετία του 1720, ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Εσπαρνέ, οργάνωσε δίκτυο πρακτόρων σε όλη την Ελλάδα από φίλους του μοναχούς, με σκοπό την κλοπή πολυτίμων χειρογράφων. Αλλά η αρχαιοληστεία προχωρά κυρίως λόγω της ιστορικής αμνησίας του ελληνικού λαού, που η χριστιανορθοδοξία τον είχε ρωμηοποιήσει και έτσι είχε απωλέσει την συνείδηση τής προγονικής του καταγωγής. Οι επιχειρήσεις αρχαιολεηλασίας ήσαν γνωστές στους Διαφωτιστές.
  Ωστόσο, ο Κοραής τοποθετεί στις σωστές του διαστάσεις το πρόβλημα, όταν σε απαντητική επιστολή του προς τον Υδραίο Ιωάννη Ορλάνδο [20/2/1807], δεν κατηγορεί τους άρπαγες Άγγλους που «γδύνουν» την Αθήνα από τις αρχαιότητές της, αλλά επισημαίνει ότι «τί πταίουσιν εις τούτο οι Άγγλοι; το αμάρτημα είναι των απαιδεύτων Αθηναίων, οι οποίοι δεν είναι ικανοί να φυλάξωσι τα προγονικά των κτήματα».
    Ο Κοραής προτείνει στο πατριαρχείο [Άπαντα, τ. ...] να καλέσει με «εγκύκλιο προς το γένος» κάθε Έλληνα επί ποινή αφορισμού να μην δίνει ή πουλά σε οποιονδήποτε, ντόπιο, ή ξένο παλαιά χειρόγραφα κ.λπ.. Προτείνει επίσης την ίδρυση Μουσείου στην Κωντινούπολη ή στην Χίο.
  Η αρχαιοσκύλευση είχε συνεχιστεί και κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως, μεσούντος του Αγώνος οι επαναστατικές διοικήσεις κάνουν ό,τι μπορούν για να τη σταματήσουν.
  Όπως το 1825 ο υπουργός Εσωτερικών Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσας καλεί με διάταγμα τις τοπικές αρχές και τους δασκάλους, όποτε ανακαλύπτουν αρχαιότητες, να τις αποθηκεύουν, ελλείψει μουσείων, στα σχολεία: «δια να αποκτήση με τον καιρόν παν σχολείον το Μουσείον του, πράγμα αναγκαιότατον […] δια την γνώρισιν της δεξιότητος των προγόνων μας και δια την πρόληψιν την οποίαν δικαίως έχουσιν ως τοιαύτα τα σοφά της Ευρώπης έθνη, οι οποίοι μας μέμφονται, διότι τα χαρίζομεν, ή τα πωλούμεν αντί μικρού τιμήματος εις τους θαμίζοντας εις την Ελλάδα περιηγητές των».
  Τον Μάϊο του 1827, το ΙΗ΄ άρθρο της Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως της Τροιζήνας, θα απαγορεύσει την έξοδο αρχαιοτήτων από τη χώρα. 
Ωστόσο η αρχαιοληστεία θα συνεχιστεί και επί Καποδιστρίου.
  Ειδικά στα νησιά οργιάζει: το 1828 οι κάτοικοι της Ανάφης πώλησαν πολλά αγάλματα στον Γάλλο πρόξενο στη Θήρα, ενώ πολλά άλλα τα κατάχωσαν και έχτισαν από πάνω τους σπίτι, ώστε με τον καιρό να τα πουλήσουν και αυτά. Το 1829 ιδρύεται το πρώτο αρχαιολογικό Μουσείο στην Αίγινα, το οποίο αρχίζει να γεμίζει σχεδόν αποκλειστικά με ευρήματα που έβρισκαν στα χωράφια τους και παραχωρούσαν αφιλοκερδώς [παρά την ύπαρξη αμοιβής] διάφοροι «ανώνυμοι» Έλληνες.
  Ο Μακρυγιάννης [Απομνημονεύματα] πληρώνει από την τσέπη του ένα σεβαστό ποσόν σε αρχαιοκάπηλους, για να «κόψει» μια εξαγωγή αρχαιοτήτων:
    «Είχα δύο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κιʼ ένα βασιλόπουλο, ατόφια –φαίνονταν οι φλέβες, τόσην εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρον, τάχαν πάρει κάτι στρατιώτες και εις τ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων. Χίλια τάλαρα γύρευαν. Άντεσα κιʼ εγώ εκεί πέρναγα. Πήρα τους στρατιώτες και τους μίλησα. Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουν να μην το καταδεχτήτε να βγούν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν. Βγάζω και τους δίνω τριακόσια πενήντα τάλαρα».
  Κι ενώ κάποιοι λίγοι «αφελείς» πολίτες, δωρίζουν στο νεοϊδρυθέν Μουσείο, ο Καποδίστριας, προκειμένου να κερδίσει την εύνοια των ξένων, δωρίζει τους αρχαιολογικούς χώρους σε ομάδες αρχαιοθηρών και ατόμων με ξένη βασιλική προστασία, για να διενεργούν «ανασκαφές». Αλλά και να μεταφέρουν αδιακρίτως την πλούσια λεία τους στις χώρες τους και στα αφεντικά τους.  
   Μάλιστα προμηθεύει τους αρχαιοκάπηλους με Έλληνες εργάτες, που τους πληρώνει το Ελληνικό Δημόσιο…
  Έτσι το 1828, που φθάνει στην Πελοπόννησο η Γαλλική Επιστημονική Αποστολή, ο Καποδίστριας καλεί τους προκρίτους να της παράσχουν κάθε δυνατή βοήθεια.
  Οι Γάλλοι αξιώνουν «ελεύθερες» ανασκαφές αλλά και την μεταφορά όλων των ευρημάτων στο Παρίσι. Ο Καποδίστριας, αντί να τους παραπέμψει στο προαναφερθέν ΙΗ΄ άρθρο του Συντάγματος, ενδίδει με δουλοπρέπεια για να μην δυσαρεστήσει τη Γαλλική μοναρχία.
   Μάλιστα για να διευκολύνει τους Γάλλους ο Καποδίστριας αξιώνει από την νέα την Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους [Αύγουστος 1829] να τροποποιήσει το ΙΗ΄ άρθρο περί απαγορεύσεως εξαγωγής των αρχαιοτήτων. Πράγμα το οποίο και καταφέρνει: …με ένα κατάπτυστο λεκτικό σόφισμα, τα αρχαιολογικά ευρήματα διαχωρίζονται αόριστα σε άρτια και σε… «συντρίμματα» και παρέχεται «η άδεια εις την κυβέρνησιν να συγχωρή την εξαγωγήν μόνον των συντριμμάτων των αρχαιοτήτων και όταν μόνον ζητώνται εις τας αρχαιολογικάς ερεύνας επιστημονικού τινός καταστήματος οποιασδήποτε χώρας».
 Όλα αυτά «επί σκοπώ πλείονος ωφελείας του έθνους». Με αυτόν τον τρόπο και παρά τις αντιδράσεις των κατοίκων ανασκάπτεται και σκυλεύεται αρχαιολογικά η Ολυμπία: εκτεταμένα τμήματα από μετόπες, αριστουργηματικές γλυπτές αναπαραστάσεις από την Μυθολογία και άλλα «συντρίμματα», παίρνουν τον δρόμο για τις Γαλλικές αρχαιοθήκες και ανάκτορα. Με τέτοια νομικά παράθυρα άνοιξε ακόμη περισσότερο η όρεξη των αρχαιοκαπήλων.
   Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο Καποδίστριας δώριζε ακόμα και αρχαιότητες του νεοϊδρυθέντος Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αίγινας, τις οποίες με τόση «ακατανόητη» ανιδιοτέλεια είχαν προσφέρει κάποιοι «απλοί» Έλληνες.
  Έτσι, ως επιστολικό δείγμα κολακείας και χαμέρπειας προς τον βασιλέα της Βαυαρίας «η Κυβέρνησις μετά χαράς προσφέρει εις τον σεβαστόν υμών Άνακτα, αν η Μεγαλειότης καταδέχεταί τι [!] εκ τών εν τω Εθνικώ Μουσείω κειμένων αρχαίων καλλιτεχνημάτων δια την εν Μονάχω πλουσίαν αρχαιοθήκην» [Επιστολαί Ι. Καποδίστρια, τόμος ...΄].
  Για τον Καποδίστρια οι αρχαιολογικοί θησαυροί αποτελούσαν αγαθά αποκλειστικώς ανταλλάξιμα. Το προσδοκώμενο αντάλλαγμα μπορούσε να είναι, είτε η εύνοια των μοναρχών της Ευρώπης προς αυτόν, είτε διάφορα βιομηχανικά είδη, εργαλεία κ.λπ. [αυτό παραπέμπει στην σημερινή επαγγελόμενη «ανάπτυξη» και «αξιοποίηση» των εμπρησθέντων δασικών και αρχαιολογικών περιοχών, ίδιες τακτικές πάντα του ανθελληνικού αρρώστου συστήματος].
  Ο Γερμανός ιστορικός ΜέντελσονΜπαρτόλντυ αναφέρει, ότι, όταν ο Καποδίστριας βρισκόταν μεταξύ ξένων εκδήλωνε «ευφραδώς τον καλλιτεχνικό αυτού ενθουσιασμόν», όταν όμως βρισκόταν ανάμεσα σε Έλληνες και άκουγε να μιλούν για «μάρμαρα», «εμόρφαζε». Στην Αίγινα επέτρεψε να μεταβληθεί σε λατομείο ο αρχαιολογικός χώρος [παραδοσιακή τακτική αυτών που συνεργάζοντο με τους Τούρκους] και τα ερείπια να χρησιμοποιηθούν ως «μπάζα» για την κατασκευή της προκυμαίας. Με τα κρηπιδώματα του ναού του Απόλλωνος και άλλα λείψανα κτίστηκε το ορφανοτροφείο και το λοιμοκαθαρτήριο.
  Ο Δανός αρχαιολόγος L. Ross, έφορος αρχαιοτήτων το 1834 παρατηρούσε, ότι θα μπορούσε πολύ ευκολότερα να έχει ανοικτεί ένα λατομείο στο νησί. Μια επιστολή από την Αίγινα προς τον Κοραή αναφέρει για το αρχαιολογικό Μουσείο της Αιγίνης, ότι «οι ευκολόπιστοι Έλληνες έστειλαν και στέλλουν [ενν. ευρήματα] πανταχόθεν της Ελλάδος […]
  Τα μέτρια και τα κολοβωμένα τα καταθέτει [ενν. ο Καποδίστριας] για τα όμματα του κόσμου. Τα πολύτιμα όμως και τα σώα, άλλα επώλησε και άλλα φυλάττει εις υπόγεια εργαστήρια. Τοιαύτα εργαστήρια έχει κάμποσα και εις την Ελλάδα και έξω της Ελλάδος. Οι ταξιδεύοντες επιστήθιοί του δεν ανεχώρησαν απʼ αυτήν μήτε με κενάς χείρας μήτʼ εις κενά πλοία» [Άπαντα, τ. Β2].
 Αλλά και μετά τον Καποδίστρια η αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα συνεχίστηκε αδιάλειπτη. Ο απόλυτος και πιο δαιμόνιος αρχαιοκάπηλος του 19ου αιώνα είναι ο Γερμανός Ερρίκος Σλήμαν.  
  Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται δεν ήτο αρχαιολόγος αλλά, αρχαιοπώλης με όσφρηση επιχειρηματικού λαγωνικού. Οι περίφημοι «θησαυροί» του Πριάμου, δεν είναι παρά κατασκευασμένα εκ των υστέρων συνονθυλεύματα από άσχετα ευρήματα, τα οποία είχε αγοράσει εδώ κι εκεί. Ή έφτιαχνε αντίγραφα και τα παρουσίαζε ως αυθεντικά. Πολλές φορές αγόραζε αρχαιότητες από άλλους αρχαιοκάπηλους, τις έθαβε και μετά από λίγο καιρό τις «ανακάλυπτε».
  Πλαστογράφησε επίσης τον απολογισμό σημαντικών ανασκαφών, όπως της Τροίας και των Μυκηνών. Ο φίλος του F. Max Muller αποφαίνεται ότι «ο Σλήμαν κατέστρεψε την Τροία για τελευταία φορά». Χάρις στον υποτιθέμενο «θησαυρό του Πριάμου» έκανε θόρυβο και κατόρθωσε να πάρει άδεια για την ανασκαφή των Μυκηνών, υποσκελίζοντας επιστήμονες Έλληνες αρχαιολόγους. Μάλιστα εκβίασε την Ελληνική κυβέρνηση, ότι αν δεν του έδινε την άδεια θα εξήγαγε την τεράστια συλλογή του στην Ιταλία, όπου, όπως έλεγε, «ήτο καλόδεκτος». Το σπίτι του στην Αθήνα ήτο ένα αρχαιοκαπηλικό στρατηγείο από το οποίο έστελνε αρχαιότητες σε όλους τους μεγιστάνες της Ευρώπης.
   Οι λίγοι «ανώνυμοι» Έλληνες, που πρόσφεραν χωρίς αμοιβή ό,τι αρχαιότητες έβρισκαν στα χωράφια τους στο πρώτο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αίγινας δεν αναφέρονται ποτέ και πουθενά. Παρʼ όλο, που τα ονόματά τους έχουν καταγραφεί στους καταλόγους δωρητών.
   Αντίθετα, σεσημασμένοι αρχαιοκάπηλοι όπως ο Άγγλος Κόκερελ, ή ο Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα Φωβέλ, ή ο Σλήμαν, «κοσμούν» με τα ονόματά τους αθηναϊκές οδούς.
Ή διορίστηκαν μέλη της Αρχαιολογικής Εταιρίας, όπως ο επίσης πρόξενος στην Αθήνα Αυστριακός Γκρόπιους, το 1837. Χάρις στην συνεργασία των ντόπιων αρχών, ή ιδιωτών με τους αρχαιοκαπήλους, οι τελευταίοι πήραν το δικαίωμα και ανέπτυξαν μια απολογητική της αρχαιοκαπηλίας. Απολογούμενοι, κυρίως απέναντι στις αντιδράσεις ειλικρινών Ευρωπαίων φιλελλήνων, οι αρχαιοθήρες κατηγορούσαν δικαίως τους Έλληνες, που πουλούσαν από αμάθεια και κερδοσκοπία τους πολιτισμικούς θησαυρούς τους.
  Ή ισχυρίζονταν, ότι δεν έκλεψαν τίποτε αλλά ενήργησαν έχοντας πρώτα λάβει έγκριση από τις επίσημες κρατικές αρχές [δηλαδή από την Τουρκική Διοίκηση, ή από την Εκκλησία] πράγμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, αληθές.
  Ισχυρίζονταν επίσης, ότι φυγάδευαν τις αρχαιότητες στις χώρες τους, για να τις παραδώσουν στα χέρια ιστορικών και αρχαιολόγων. Και με αυτόν τον τρόπο αυτοπροβάλλονταν ως σωτήρες των αρχαιοτήτων και ως θεράποντες της επιστημονικής έρευνας [αιτιάσεις που, άσχετα με τις κρυμμένες προθέσεις τους, δεν είναι εντελώς ανεδαφικές…].
 Χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιας επιχειρηματολογίας αποτελεί το άρθρο του Αυστριακού αρχαιοκάπηλου Gropius [μετέπειτα προξένου] στην Εφημερίδα των Αθηνών [16/1/1826].
Ωστόσο, το ερώτημα, που προκύπτει από τα παραπάνω και το οποίο κάνουν πως δεν ακούν οι σημερινοί Έλληνες, είναι το εάν δικαιούνται από πολιτισμικής πλευράς να διεκδικούν τα κλεμμένα και προσβλητικώς αναφερόμενα ως «μάρμαρα» [τα οποία έχουν ταυτιστεί στη συλλογική νεοελληνική συνείδηση με αυτά, που άρπαξε ο Έλγιν από την Ακρόπολη].
 Όταν, επί δεκαετίες, όχι μόνο οι επίσημοι ταγοί τους, αλλά και ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων  αυτού του τόπου εμπορεύονται την κληρονομιά των προγόνων τους με αρχαιοκαπήλους, δεν μπορούν να αυτοπαριστάνονται ως τα θύματα της υποθέσεως.
  Όταν μετά από εκατόν ογδόντα χρόνια σχετικά ελεύθερου βίου οι κουτοπόνηροι ρωμηοί δεν έχουν ακόμα ενδιαφερθεί να αποκτήσουν την απαιτούμενη παίδευση ώστε, όπως επισήμαινε ο Κοραής να γίνουν «ικανοί να φυλάξωσι τα προγονικά των κτήματα» [ανεξάρτητα από τις δικαιολογίες, που μπορεί να επικαλεσθούν γιʼ αυτή την διανοητική τους καθυστέρηση], δεν μπορούν να απαιτούν να τους εμπιστευτεί κάποιος την φύλαξη αυτών των θησαυρών της πολιτισμένης [και μόνο] ανθρωπότητος. [http://www.............................................................].
 [η βιβλιογραφία αποκρύπτεται μερικώς ή ολικώς μέχρι κυκλοφορίας του βιβλίου του συγγραφέως, διότι αντιγράφονται τα άρθρα του άνευ αναφοράς εις το όνομά του]
Απόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέως Ομήρου Ερμείδη με τον τίτλο «Αναμνήσεις από το μέλλον του χθες» υπότιτλο «Ηρωολόγιον Αγιολόγιον» υπό έκδοσιν 
http://pirforosellin.blogspot.gr/ - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου