Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Η Τιμωρία προ και μετά Χριστόν





Ελληνική Προϊστορία
Η Τιμωρία
  Η πρώτη αναφερόμενη τιμωρία έρχεται όταν οι άνθρωποι ήσαν Ερμαφρόδιτοι εις την πρώτη τους εμφάνιση. Δηλαδή η πρώτη ανθρωπότητα ήτο ερμαφρόδιτη, επειδή είχαν πλασθεί κατ’ εικόνα και ομοίωση του θεού, ο οποίος ήτο Αρσενικοθήλυκος. Δηλαδή περιείχαν και το αρσενικό και το θηλυκό, αλλά ήσαν ανώτεροι από την σημερινή κοινωνία και φυσικά ως άνθρωποι.
  Οι Ερμαφρόδιτοι οι οποίοι αναφέρονται από τον Πλάτωνα εις το έργο του «Συμπόσιο», αλλά και εις τα «Ερμητικά κείμενα» του Ερμού του Τρισμέγιστου.
  Επειδή όμως μέσα εις την αλαζονεία τους αποφάσισαν ότι έπρεπε να ανατρέψουν τους Ολύμπιους θεούς και να πάρουν εκείνοι την εξουσία εις τα χέρια τους.

  Εις το έργο «Συμπόσιο» του Πλάτωνος διαβάζουμε :
  Για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, που απεπειράθησαν να σκαρώσουν ανάβαση εις τον ουρανό για να ορμήσουν εναντίον των θεών».
  Τότε ο Ζευς συγκάλεσε θεϊκό συμβούλιο για να αποφασίσουν πώς να τιμωρήσουν τους Ερμαφρόδιτους. Και αποφάσισαν να τους «διχοτομήσουν», δηλαδή να τους διαχωρίσουν σε δυο φύλλα, αρσενικό και θηλυκό.
  Με αυτό τον τρόπο τιμωρήθηκαν και έτσι από την αλαζονεία τους για την εξουσία επί της ύλης αντί της βελτιώσεώς του πνεύματός τους, αναζητούν πλέον το ταίρι τους.
[Μυθιστορία, κεφάλαιο 7ο, Ο πόλεμος Ελλήνων και Ατλάντων, σελίδα 83, Στέφανος Μυτιληναίος, εκδόσεις Νέα θέσις 2000]
  Ο Όμηρος στην Οδύσσεια στην ραψωδία Α, και τις στίχους 32-34 αναφέρει :
ὢ πόποι, οἷον δή νυ θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται·          32
ἐξ ἡμέων γάρ φασι κάκ᾽ ἔμμεναι, οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ   33
σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν ὑπὲρ μόρον ἄλγε᾽ ἔχουσιν,   34
Δηλαδή δεν πρέπει να θεωρούμε τους θεούς ως υπευθύνους των τιμωριών που μας επιβάλλουν οι φυσικοί νόμοι δια τις πράξεις μας, αλλ’ εμάς τους ίδιους υπεύθυνους διότι από φύσεως κατέχουμε την λογική – λόγο Ερμού – του οποίου τις υποδείξεις δεν υπακούμε. Είναι αυτός ο οποίος εις έκαστο άνθρωπο ιδρυμένος «θείος δαίμων» τον οποίον ελευθέρως εξελέξαμε και του οποίου τις υποδείξεις πρέπει να ακολουθούμε. Εις τον βίον μας έχουμε να εκλέξουμε ελεύθερα μεταξύ καλού και κακού.  
  Εις τον ναό του Ασφαλίου Ποσειδώνος εις το Ταίναρο κάποτε είχαν καταφύγει Είλωτες. Οι Έφοροι της Σπάρτης διέταξαν, παρά τα καθιερωμένα περί σεβασμού του ιερού ασύλου, την απομάκρυνση τους από τον ναό και την σφαγή τους. Μετά την ιεροσυλία αυτή, γνωστή ως «το από Ταινάρου άγος» επακολούθησε καταστρεπτικός σεισμός που ερήμωσε την Λακωνική το 464π.Χ. Ο σεισμός ήτο η οργή του Ποσειδώνος δια την βεβήλωση του ναού του.  
  Ο Παυσανίας αναφέρει : ο νεαρός Θετταλών ηγεμών Ερυσίχθων, ετιμωρήθη με ακράτητον βουλιμίαν παρά της Θεάς Δήμητρος, διότι ετόλμησε να κόψη το άλσος της, ίνα εξ αυτού κατασκευάση αίθουσαν συμποσίων.  
  Επίσης ο Παυσανίας αναφέρει περί της εχεμύθειας των μυημένων εις τα Καβειρικά μυστήρια, αλλά και την θεία τιμωρία, όταν μετά την άλωση της πόλεως των Θηβών προσπάθησαν ωρισμένοι Μακεδόνες να εισέλθουν εις το ιερό των ετυφλώθησαν άπαντες, όπως άλλοτε την αυτήν τύχην είχαν και οι στρατιώται του Μαρδονίου.  
  Ακόμη ο Παυσανίας εις τα «Ηλιακά» Β εις τον στίχο 2 αναφέρονται τα παράξενα τα οποία εγένοντο εις τον ναό του Λυκαίου Διός
[2] ἐς δὲ πύκτην ἄνδρα, γένος μὲν Ἀρκάδα ἐκ Παρρασίων, Δάμαρχον δὲ ὄνομα, οὔ μοι πιστὰ ἦν πέρα γε τῆς ἐν Ὀλυμπίᾳ νίκης ὁπόσα ἄλλα ἀνδρῶν ἀλαζόνων ἐστὶν εἰρημένα, ὡς ἐξ ἀνθρώπου μεταβάλοι τὸ εἶδος ἐς λύκον ἐπὶ τῇ θυσίᾳ τοῦ Λυκαίου Διός, καὶ ὡς ὕστερον τούτων ἔτει δεκάτῳ γένοιτο αὖθις ἄνθρωπος. οὐ μὴν οὐδὲ ὑπὸ τῶν Ἀρκάδων λέγεσθαί μοι τοῦτο ἐφαίνετο ἐς αὐτόν, ἐλέγετο γὰρ ἂν καὶ ὑπὸ τοῦ ἐπιγράμματος τοῦ ἐν Ὀλυμπίᾳ: ἔχει γὰρ δὴ οὕτως:
υἱὸς Δινύτα Δάμαρχος τάνδ' ἀνέθηκεν
εἰκόν' ἀπ' Ἀρκαδίας Παρράσιος γενεάν.
τοῦτο μὲν δὴ ἐς τοσοῦτο πεποίηται:
 Επίσης όποιος εισήρχετο εις το τέμενος του Λυκαίου Διός πέθαινε αφεύκτως πριν συμπληρώσει ένα έτος. Θηρία και άνθρωποι που εισήρχοντο εις το τέμενος του Λυκαίου δεν έρριπτον σκιάν και οι κυνηγοί έβλεπον απ’ έξω ζώα να μη ρίχνουν σκιά όχι μόνον το καλοκαίρι αλλά όλες τις εποχές του έτους.  
  Όλα αυτά τα «παράδοξα συμβάντα» ή που οδηγούν εις την σκέψη μας ότι υπήρχε κάποια τεχνογνωσία άγνωστη ακόμη σε εμάς που δεν πρέπει να το ξεχνούμε. Ή γνώριζαν τι γεωφυσικές ή αστρνομικές ιδιότητες που υπάρχουν και που δεν γνωρίζουμε εμείς σήμερα που μάλλον ο Λυκάων «κάτι θα γνώριζε» όπου τον έφτιαξε εκεί.
  Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η Αρκαδία υπήρξε κέντρο βιομηχανικής μεταλλουργίας από το τέλος της 3ης έως και τις αρχές της 2ας χιλιετίας π.Χ. και οι εγκαταστάσεις που απεκαλύφθησαν εις το Στενό και εις τα Αγιωργίτικα είναι οι μεγαλύτερες όλου του αρχαίου κόσμου.
  Εις την θεία τιμωρία είχε αποδοθεί όπως μας πληροφορεί η κάτωθι ιστορία και εις τους δολοφόνους του Ρήγιου ποιητού Ιβύκου ο οποίος ήρχετο εις την Κόρινθο να πάρει μέρος σε διαγωνισμό ποιήσεως.
  Ο Ίβυκος, ήτο ποιητής από το Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας, ο οποίος φονεύθηκε το 530 π.Χ.. Ήτο εις το τέλος του ταξιδιού του, ερχόμενος από την Σάμο και επισκέπτετο τώρα την Κόρινθο, όπου θα ελάμβανε μέρος σε μουσικό διαγωνισμό.
  Από μακριά διέκρινε τους πύργους της Ακροκορίνθου, καθώς εισέρχετο εις το ιερό δάσος του Ποσειδώνος.
  Ήτο πολύ ευτυχής αυτές τις στιγμές και όταν είδε ένα σμήνος γερανών οι οποίοι πετούσαν  επάνω από το δάσος, για το ταξίδι τους προς τον νότο, είπε: «Καλή τύχη φίλοι. Βλέπω την παρουσία τους ως καλό οιωνό, είμαστε και οι δύο συνταξιδιώτες που αναζητάμε φιλοξενία».
  Ευρίσκετο τώρα εις την καρδιά του δάσους και περπατούσε σε ένα στενό μονοπάτι, όταν δύο άνδρες, ληστές εμφανίστηκαν εμπρός του. Ο Ίβυκος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να φωνάξει για βοήθεια, αλλά ματαίως. Καθώς έπεφτε αιμόφυρτος εις το χώμα θανάσιμα πληγωμένος, κατάφερε να πει : «μαρτυρήστε τον φόνο μου γερανοί». Αυτά ήσαν τα τελευταία του λόγια.
  Όχι πολύ αργότερα, το παραμορφωμένο του σώμα ευρέθηκε και αναγνωρίσθηκε από τον φίλο του, που θα τον φιλοξενούσε, ο οποίος λόγω καθυστερήσεώς είχε εξέλθει προς προϋπάντηση του.
  Όταν το γεγονός έγινε γνωστό εις τον συγκεντρωμένο από όλη την Ελλάδα κόσμο, προξένησε μεγάλη θλίψη. Όπου και θεωρήθηκε μεγάλη βλασφημία προς τους Θεούς και την φιλοξενία του τόπου.
  Αργότερα εις το θέατρο οι αναστατωμένοι από το γεγονός θεατές άκουγαν με νεκρική σιγή και μεγάλο δέος, τα λόγια των Ερινυών. «Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που έχει την ψυχή του καθαρή από έγκλημα ... προς τους ανθρώπους δεν τους ενοχλούμε ... αλλά αλλοίμονο σε εκείνον που κρυφά έχει διαπράξει εγκλήματα. Εμείς, οι τρομεροί εκδικητές της νυκτός, τον κατατρέχουμε ως το τέλος της δυστυχισμένης και άθλιας ζωής του».
  Ξαφνικά, μία αδύνατη φωνή γεμάτη φόβο, αλλά ακούστηκε στην σιγή του θεάτρου, είπε : «Κοίτα, κοίτα σύντροφε.. οι γερανοί του Ίβυκου». Πραγματικά, ο ουρανός είχε γεμίσει από γερανούς που κατευθύνοντο προς το θέατρο. Δεν πήρε πολύ τους ακόμη θρηνούντες για τον Ίβυκο θεατές, να καταλάβουν την σημαντική έννοια που είχαν τα λόγια που ειπώθηκαν, και μπορούσες να ακούσεις ανάμεσα τις φωνές του πλήθους «παρατηρήστε την δύναμη των Ευμενίδων, ο Ίβυκος θα πάρει εκδίκηση». Αμέσως συνέλαβαν τον άνδρα που μίλησε και τον σύντροφο του.
  Η θεία δικαιοσύνη είχε αποδοθεί με καλύτερο τρόπο.
  Και όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, η τιμωρία των θεών δεν είναι εκδίκηση. Εις το έργο του «Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων» εις τον στίχο 548Ε, αναφέρει :
   «Καμμία οφειλή που καθυστερείται η απόδοσή τις δεν φθείρει τόσο πολύ τις ελπίδες του αδικημένου ούτε τον ταπεινώνει τόσο, και καμμία δεν αυξάνει τόσο πολύ τη θρασύτητα και την τόλμη του πονηρού όσο η οφειλή της τιμωρίας. Οι τιμωρίες που αντιμετωπίζουν αμέσως τις θρασείες πράξεις εμποδίζουν τα μελλοντικά αδικήματα και μαζί είναι η καλύτερη παρηγοριά για τα θύματα»,
  Αρκετοί ρωτούν γιατί οι Θεοί τιμωρούν και γιατί σε πολλά αποσπάσματα της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας εμφανίζονται να «εκδικούνται» όπως π.χ. οι Ερινύες κατά του Ορέστου, οι Θεές σκοτώνουν όσους τις δουν χωρίς αυτές να θέλουν, ο Θεός Διόνυσος τιμωρεί τον Πενθέα για την απιστία του, ο Θεός Απόλλων πλήττει με αρρώστιες τους κατοίκους των Δελφών διότι σκότωσαν τον Αίσωπο, κτλ.
  Πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ότι ο όρος εκδίκηση ή αντιπεπονθός όπως καλείται εις την αρχαία Ελληνική Γραμματεία, εις την θεϊκή της σημασία δεν έχει σχέση με την αρνητική σημασία που εμπεριέχει η ανθρώπινη εκδίκηση. Εκδίκηση από τους Θεούς είναι η προστασία και η άμυνα που παρέχουν οι Θεοί προς τους ευσεβείς. Όσοι συνωμοτούν κατά της Αληθείας, της Λατρείας και της Πατρίδος είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα υποστούν την Εκδίκηση των Θεών.
  «Οι Θεοί, γνωρίζοντας άριστα την κατάλληλη στιγμή για τη θεραπεία της κακίας, δίνουν εις τον καθένα ως φάρμακο την τιμωρία, η οποία ούτε κοινό μέτρο της εκτάσεώς της έχει ούτε ένα και τον αυτό χρόνο για όλους», όπως συμπληρώνει ο Πλούταρχος εις το ίδιο σύγγραμμα, εις τον στίχο 550Α.
  Η Εκδίκηση των Θεών σηματοδοτεί την πορεία από την καταστροφή εις την παλινόρθωση, από την αδικία εις την ειρήνη και ως τέτοια είναι αντικείμενο αναμονής και αγαλλιάσεως. Η Εκδίκηση των Θεών δεν προτρέπει σε ανθρώπινη εκδίκηση αλλά  αντιθέτως αποτρέπει την ανθρώπινη εκδίκηση. Απαγορεύει η τιμωρία των κακούργων να είναι μεγαλύτερη από την σοβαρότητα του εγκλήματος. Η τιμωρία σε ποσότητα και σε ποιότητα πρέπει να είναι ανάλογη με το έγκλημα.
  Οι Θεοί παίρνουν εκδίκηση από όλους που τους μισούν. Θα πάρουν εκδίκηση για τον θάνατο των ευσεβών που μαρτύρησαν για την Ελευθερία και την Πίστη. Θα εκδικηθούν το αίμα των τέκνων τους. Εδώ πρέπει να προσέξουμε ότι η εκδίκηση των Θεών έρχεται εξ αιτίας του οίκτου που έχουν για τους ανθρώπους. Θέλουν να τους απελευθερώσουν από την τυραννία των βέβηλων.
  Οι Θεοί εκδικούνται για τους εξής λόγους: Για να επανέλθει εις την κοινωνία η ειρήνη και η αρμονία. Για να διατηρείται η Δικαιοσύνη. Για τον σωφρονισμό και την εμπέδωση της πειθαρχίας.
  Ο Επικούρειος φιλόσοφος Έρμαρχος αναφέρει : «η απειλή τις τιμωρίας απευθύνεται σ’ εκείνους που δεν προνοούν για το κοινώς ωφέλιμο», και συνεχίζει: «οι κοινοί άνθρωποι παντού χρειάζονταν κάποιον να τις εμποδίζει να ενεργούν ενάντια στο συμφέρον τις». Για την βελτίωση του ανθρωπίνου γένους, σε προσωπικό και ομαδικό επίπεδο η ακεραιότητα, η φιλοκαλία, και η αίσθηση του καθήκοντος, αναπτύσσονται. Για να πραγματοποιηθεί η απελευθέρωση της ανθρωπότητος από τις δυνάμεις του σκότους. 
  Η Δικαιοσύνη και η Σωτηρία είναι ο τελικός στόχος της θεϊκής εκδικήσεως. Ο Ορέστης έγινε όργανο δικαιοσύνης του Θεού Απόλλωνος. Αυτό μας αναφέρει και ο Πλούταρχος εις το έργο του «Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων», εις τον στίχο 552F :
«Η θεότητα χρησιμοποίησε πράγματι τις κακούς ως τιμωρούς άλλων, ως δημίους...»
  Η Οργή ή μήνις και η εκδίκηση των Θεών μπορεί να πάρει τις μορφές: η φυσική τιμωρία να φέρει τύφλωση, ή παράλυση, η πνευματική τιμωρία να επιφέρει σύγχυση του νου και η συναισθηματική τιμωρία να φέρει εγκατάλειψη του ατόμου από τους Θεούς εις την μοναξιά και την αδυναμία του.
  Ενώ είναι εμφανές ότι σωτηρία και δικαιοσύνη συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, η εκδίκηση και η καλωσύνη των Θεών δεν αντιφάσκουν κατ’ ουδένα τρόπο. Το θείον εξ ορισμού είναι πάντοτε καλό, αλλά μετατρέπεται σε τιμωρό για συγκεκριμένο αδίκημα, σε δεδομένη στιγμή, κατά συγκεκριμένου ατόμου. Αυτό δεν αλλάζει την γενική εικόνα των Πανάγαθων Θεών.
  Η έκκληση των ανθρώπων για Θεϊκή εκδίκηση είναι έκκληση για δικαιοσύνη. Χωρίς την εκδίκηση των Θεών δεν υπάρχει δικαιοσύνη ούτε μέλλον για την ανθρωπότητα. Εάν δεν εκδικούντο οι Θεοί δεν θα υπήρχε δικαιοσύνη στην γη. Η δικαιοσύνη θα εχάνετο για πάντα, και έτσι θα επικρατούσε αναρχία. Η απουσία εκδικήσεως των Θεών φέρνει την καταστροφή, την αδικία, την δουλεία.
  Η «εκδίκιση» - τιμωρία των Θεών κάνει γνωστή την παρουσία τους, όπως ακριβώς ο άρχων πρέπει να κάνει γνωστή την παρουσία του και να τιμωρεί το κακό. Θεός που δεν τιμωρεί το κακό δεν είναι Θεός. Ατιμωρησία του κακού θα έδειχνε έλλειψη αγάπης για τον λαό από τους Θεούς.
  Τα κυριώτερα χαρακτηριστικά σημεία της Ελληνικής Θρησκείας είναι ο Δράκος Πύθων που κατεδίωξε την Λητώ, την μητέρα του Θεού Απόλλωνος, για να την εμποδίσει να γεννήσει το θείο βρέφος. Όταν ο Θεός Απόλλων γεννήθηκε, εκδικήθηκε αμέσως τον Δράκοντα σκοτώνοντάς τον. Όλοι οι ήρωες στην Ελληνική Παράδοση τιμωρούν το άδικο.
  Η εκδίκηση λοιπόν δεν έχει την σύγχρονη σημασία. Στην θεϊκή γλώσσα είναι μία δικαστική παρεμβολή που σώζει και αποζημιώνει το θύμα, και επιβάλλει στον εγκληματία τις δίκαιες συνέπειες της στυγερότητός του. Όπως λέγει και ο Θείος Πλάτων εις το έργο του «Νόμοι», εις τον στίχο 728c : «η τιμωρία είναι πάθημα που ακολουθεί την αδικία», ενώ ο Πίνδαρος μας λέγει ότι «η τιμωρία είναι η θεραπεία της ψυχής, ενώ ο Θεός της δίκαιης τιμωρίας είναι αρμόδιος να ορίζει τον χρόνο, τον τρόπο και την έκταση του επιβλητέου σε κάθε άδικο άνθρωπο κολασμού», όπως αναφέρει ο Πλούταρχος εις το έργο του «Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων» και εις τον στίχος  550Α). [απόσπασμα από άρθρο του μέλους Ίππαρχος με τον τίτλο - Η Εκδίκηση των Θεών εις την ακόλουθο ιστοσελίδα :  http://www.hellenicreligion.gr/doc/timoriatheon.htm]
ΕΡΩΤΗΣΗ ιστοσελίδος εις το κινητό νούμερο των ΕΘΝΙΚΩΝ 
  Επίσης υπήρχε και η τιμωρία όταν οι θνητοί αποκάλυπταν πράγματα που τους είχαν εμπιστευθεί οι θεοί – θεές και εκείνοι το απεκάλυπταν σε τρίτους. Μια από αυτές τις περιπτώσεις ήτο και περίπτωση της Αφροδίτης και του Αγχίσεως.
  Ο Αγχίσης ήτο κάποιος θνητός άρχοντας της Δαρδανίας, ξακουστός για την θεϊκή του ομορφιά.
  Η Δαρδανία είχα ονομασθεί από τον ιδρυτής της τον Δάρδανο, ο οποίος ήτο υιός του Διός, υιοί αυτού υπήρξαν ο Ιδαίος (όπου πήρε το όνομά του το όρος Ίδη της Τρωάδος, Τροία), ο Ζάκυνθος (οικιστής της Ζακύνθου, νήσος Ζάκυνθος) και ο Εριχθόνιος (βασιλέας της Αθήνας). Ο υιός του Εριχθονίου, ο Τρώος με την Καλλιρρόη απέκτησε δυό (κατ’ άλλους τρεις μαζί με τον Γανυμήδη) υιούς, τον Ασσάρακο και τον Ίλο, ιδρυτή του Ιλίου της Τροίας. Ο Ίλος ήτο πατέρας του Λαομέδοντος και ο Ασσάρακος του Καπυού. Ο Αγχίσης ήτο υιός του Καπυού και εξάδελφος του βασιλέως της Τροίας Πριάμου, υιός του Λαομέδοντος.
  Του Αγχίσεως η φήμη ξεπέρασε τα γήϊνα και έφθασε εις τα αυτιά της θεάς Αφροδίτης, η οποία αποφάσισε να κατέλθει εις την γη για να διαπιστώσει, ιδίοις όμμασι, του λόγου του αληθές.
  Ο πανέμορφος άρχοντας εκείνη την ημέρα συνόδευε τα κοπάδια του τις πλαγιές του όρους Ίδη και, μόλις η Αφροδίτη τον είδε, παραδέχθηκε ότι δεν είχε ακούσει υπερβολές. Η οποία και τον ερωτεύθηκε αμέσως και άρχισε να σκέφτεται το πώς θα τον κατακτήσει.
  Επήγε εις την Πάφο εις τον ναό της και οι Χάριτες την περιποιήθηκαν όπως άρμοζε σε μια θεά. Λουτρό με αιθέρια έλαια, μετά περιποίηση σώματος με έλαιο των αθανάτων και τέλος ενδύματα εντυπωσικά με κοσμήματα, προσθέτοντας εις το τέλος η ιδία την περίφημη ζώνη της, εις την δύναμη της οποίας δεν μπορούσε να αντισταθεί κανένας θνητός ή θεός. Αμέσως μετά επέστρεψε εις το όρος Ίδη, έτοιμη για να τον συναντήσει.
  Όπου βάδιζε η θεά φύτρωνε χορτάρι, ενώ σύντομα πίσω της συγκεντρώθηκαν όλα τα ζώα του βουνού, ήμερα και άγρια, ερεθισμένα από την ερωτική της δύναμη, την οποίαν εξέπεμπε, και άρχισαν τα ερωτικά παιχνίδια.
  Την νύκτα εκείνη ο Αγχίσης εκοιμάτο μακάρια σε μια καλύβα, ξαφνικά αισθάνθηκε εις το χώρο του μια παρουσία. Πετάχθηκε επάνω και αντίκρυσε εμβρόντητος την υπέροχη κορμοστασιά μιας γυναίκας εκθαμβωτικής. Η οποία φορούσε ένα ένδυμα κατακόκκινο, και το οποίο τόνιζε τις χάρες του σώματός της, χρυσά περιδέραια κάλυπταν τον λευκό λαιμό της και τα μαλλιά της υπήρχε ένα εντυπωσιακό διάδημα.
  Η Αφροδίτη φέρθηκε όπως μια θνητή απλά και με σεβασμό εις τον Αγχίση. Εκείνος προσπάθησε με επίμονες ερωτήσεις να μάθει την ταυτότητά της, αλλά η Αφροδίτη του αποκρίθηκε πως ήτο τάχα μια πριγκίπισσα της περιοχής, μια από τις θυγατέρες του βασιλέως της Φρυγίας, Οτρέως, και προτιμούσε να μείνει μυστικό το όνομά της. Συνεχίζοντας την ψεύτικη ιστορία της, είπε ότι ο θεός Ερμής την είχε αρπάξει από κάποιο ναό και την είχε μεταφέρει εις την καλύβα του, πράγμα που σήμαινε ότι ήτο θεϊκό θέλημα να σμίξουν οι δυό τους.  
  Ο Αγχίσης έκθαμβος δεν θέλησε να ακούσει περισσότερα. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε εις το κρεββάτι του. Οι δυο ερωτευμένοι ξάπλωσαν σε μαλακά δέρματα αρκούδων και λύκων, όλα τρόπαια από παλαιά κυνήγια του Αγχίσεως, και έτσι επέρασαν μια νύκτα γεμάτη έρωτα, χωρίς να κλείσουν μάτι ούτε λεπτό.
  Όταν ξημέρωσε και οι βοσκοί άρχισαν να έρχονται εις τις καλύβες τους, η Αφροδίτη ετοιμάσθηκε να φύγει. Όμως ο πόθος είχε σταματήσει πλέον να τυφλώνει τον νεαρό άρχοντα και έτσι άρχισαν πάλι να τον τρώνε οι απορίες. Ο τρόπος όμως της γυναίκας, η εκθαμβωτική ομορφιά της έκρυβαν κάτι το υπερφυσικό, πράγματα που δεν δικαιολογούσαν την συμπεριφορά της, ως θνητή. Άρχισε εκ νέου να τις κάμει ερωτήσεις, και η θεά κατάλαβε ότι ο ερωτευμένος άρχοντας όχι μόνο δεν θα την ξεχνούσε γρήγορα, αλλά και θα την έψαχνε εις την περιοχή του, και έτσι αποφάσισε να τον απαλλάξει από τον κόπο. Του αποκάλυψε ευθέως την ταυτότητά της,  αποσπώντας του την υπόσχεση ότι δεν θα μιλούσε ποτέ και σε κανέναν για όσα συνέβησαν μεταξύ τους. 
  Όμως τρομοκρατήθηκε μόλις του αποκάλυψε την ταυτότητά της, και έπεσε εις τα γόνατά της  παρακαλώντας την να του χαρίσει την ζωή, διότι ήτο γνωστό ότι το να αντικρύσεις την γύμνια μιας θεάς ήτο παράβαση που επέσυρε μέχρι και την ποινή του θανάτου (*α). 
  Η Αφροδίτη καθησύχασε τον Αγχίση, και τον διαβεβαίωσε πως δεν χρειάζεται να φοβάται ούτε την ίδια ούτε κανένα άλλο θεό, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα κρατούσε το στόμα του κλειστό, διότι ήτο γνωστό εις τους θνητούς ότι δεν έπρεπε να ανακοινώσουν σε τρίτους τυχόν ερωτικές τους σχέσεις με θεούς ή θεές. Στην συνέχεια η θεά συνεχάρη τον Αγχίση για τον υιό του που είχε αρχίσει ήδη να δημιουργείται μέσα της και του προφήτεψε ότι θα εγένετο μεγάλος ήρωας. 
  Ο υιός του που έφερε η θεά εις τον κόσμο ήτο ο Αινείας, ο δοξασμένος πολεμιστής της Τροίας και ιδρυτής της Ρώμης. Όταν γεννήθηκε η θεά έδωσε το παιδί όμως εις τις Νύμφες της Ίδης να το μεγαλώσουν. Ο Αινείας μεγάλωσε και έγινε όμορφος ωσάν τους θεούς, οι οποίοι τον προστάτεψαν αρκετές φορές κατά την διάρκεια του Τρωϊκού πολέμου. Η Ήρα και ο Απόλλων τον γλύτωσαν από τον φοβερό Διομήδη, καθώς και ο Ποσειδώνας από τον Αχιλλέα.
  Ο οποίος προσπάθησε να παραμείνει ουδέτερος στον Τρωϊκό πόλεμο, παρά την συγγένειά του με τον Πρίαμο. Όταν όμως οι Αχαιοί λεηλάτησαν συμμαχικές πόλεις όπως την Λυρνησσό, έσπευσε προς ενίσχυση των Τρώων με ισχυρές δυνάμεις ο υιός του ο Αινείας, ενώ αργότερα κατέφυγε εκεί μαζί με τον πατέρα του.  
  Οι Αχαιοί επέτρεψαν εις τον Αινεία να φύγει μετά την άλωση του Ιλίου, και εκείνος πήρε μαζί του τον υιό του Ασκάνιο και αρκετούς άνδρες του, καθώς και τον ανάπηρο πατέρα του τον Αγχίση.
  Η αναπηρία του πατέρα του οφείλετο εις το ότι δεν κατάφερε να κρατήσει για πολύ το μεγάλο μυστικό του για την συνεύρεσή του με την Αφροδίτη. Καθώς ένα βράδυ που είχε πιεί αρκετό κρασί με την παρέα του, κοκκορεύθηκε ότι είχε κοιμηθεί με την θεά Αφροδίτη. Ο Δίας τότε τον κατακεραύνωσε, την τελευταία στιγμή όμως η Αφροδίτη άλλαξε την πορεία του κεραυνού και του έσωσε την ζωή του Αγχίσεως, όχι όμως και τα πόδια του, που έκτοτε παρέλυσαν.
  Μετά την φυγή από την φλεγόμενη Τροία ο Αγχίσης πέθανε εις το πλοίο καθ΄οδόν προς την Ιταλία όπου και θάφτηκε από τον υιό του εις την Σικελία.
(*α) Σε ηπιότερες περιπτώσεις έχανε την νεότητά του, και εις την καλύτερη των περιπτώσεων την όραση του, ετυφλώνετο. Όπως ο Τειρεσίας από την θεά Αθηνά, ο Ερύμανθος ένας από τους υιούς  του Απόλλωνος από την Αφροδίτη (όπου ελέγετο ότι για ατίποινα σκότωσε τον Άδωνη), ενώ ο Ακταίονας κατασπαράχθηκε από τα σκυλιά του επειδή είδε την Άρτεμη.
  Σύμφωνα με τον Θεόκριτο εις το έργο του «Βουκολικά», όπως αναφέρει ότι ο Αγχίσης τυφλώθηκε από μέλισσες γιατί είδε γυμνή την Αφροδίτη.
  Ο Ιξίων αρραβωνιάστηκε την Δία (= που σημαίνει ουράνια, θεία), την θυγατέρα του Ηιονέως ή Διηονέως, όπου και σύμφωνα με τα έθιμα των ηρωϊκών χρόνων υποσχέθηκε εις τον πεθερό του πλούσια δώρα. Δεν τήρησε όμως την υπόσχεσή του, γι’ αυτό και ο πεθερός του τον προσέβαλε. Για την προσβολή αυτή ο Ιξίων τον έκαψε ζωντανό για να τον εκδικηθεί.
  Η ύπουλη αυτή όσο και άγρια δολοφονία του πεθερού του, προκάλεσε την απέχθεια των θεών, οι οποίοι του έστειλαν την τρέλλα για να τον τιμωρήσουν. Παρά τις συγνώμες του και τις ικεσίες του [θεωρείται ο πρώτος φονιάς και ο πρώτος ικέτης]. Όλοι οι θεοί του Ολύμπου του γύρισαν την πλάτη εκτός του Διός ο οποίος τον λυπήθηκε και αποφάσισε να τον σώσει, ανεβάζοντάς τον και εις τον Όλυμπο. Τον εξάγνισε από το αίμα που έχυσε και τον έχρισε αθάνατο και ομοτράπεζό του. Όμως  έδειξε αχαριστία ως φιλοξενούμενος του Διός, διότι ερωτεύθηκε την Ήρα όπου θέλησε μάλιστα και να την βιάσει. Όπου τότε ο Δίας πλέον έγινε έξω φρενών. Κάποτε που Ιξίονας ήτο μεθυσμένος, έστειλε ο Δίας μια νεφέλη – σύννεφο με την μορφή της Ήρας, εκείνος τότε έσπευσε να ενωθεί με το σύννεφο, χωρίς να αντιληφθεί το παραμικρό.
  Η τιμωρία που του επιφύλασσε ο Δίας ήτο παραδειγματική. Πρώτα τον μαστίγωσε ο Ερμής βάζοντάς τον να επαναλαμβάνει την ρήση : Πρέπει να τιμάμε τους ευεργέτες μας, και εις την συνέχεια το έδεσε με αλυσίδες σε έναν πύρινο τροχό εις τον Άδη να τον γυρίζει αιώνια.      
  Ο Σίσυφος (= που σημαίνει πολύ σοφός) ήτο ένας πανέξυπνος βασιλέας της Κορίνθου, ξεγέλασε δις ακόμη και τον θάνατο. Για την ασέβειά του προς τους θεούς τιμωρήθηκε με το γνωστό μαρτύριο του Σισύφου : Ανέβαζε ένα βράχο εις το Σισύφειο όρος, που όμως λίγο πριν φθάσει εις την κορυφή του, του έπεφτε, και ου το καθ’ εξής.
  Η τιμωρία εδώ δείχνει την ματαιότητα των πράξεων αλλά και τα όρια της ανθρωπίνης ευφυΐας.
  Ο Σαλμωνεύς, ο οποίος σύμφωνα με παλαιότερους μύθους ήτο προελληνική θεότητα, όπου του πήρε την θέση του ο Δίας, «υποβιβάσθηκε» σε βασιλέας. Ιδρυτής της πόλεως Σαλμώνης πόλη της Ήλιδος δίπλα εις τον ποταμό Αλφειό. Όταν πέθανε η πρώτη του γυναίκα η Αλκιδίκη, παντρεύθηκε την κακιά μητριά την Σιδήρω.
  Ο Σαλμωνέας μια ημέρα θέλησε οι υπηκόοι του να τον λατρεύουν ως θεό, γι’ αυτό φόρτωνε το άρμα του με χάλκινα αγγεία και περιφέρετο εις την πόλη κάνοντας τρομερό θόρυβο, ενώ εκτόξευε αναμμένους δαυλούς. Φοβούμενος ο λαός του από τότε του απέδιδε τιμές θεϊκές, όπου μόλις είδε αυτό ο Δίας αποφάσισε να επέμβει. Τον κατακεραύνωσε ο Δίας, σκότωσε τους υπηκόους του (για την ασέβειά τους απέναντί του) και κατέστρεψε την πόλη του. Η δε τιμωρία του ασεβούς βασιλέως συνεχίσθηκε και εις τον Άδη όπου πήγε, όπου ήτο υποχρεωμένος να τρέχει με το άρμα του αδιάκοπα.
[Η ζώνη της Αφροδίτης – Τυρώ & Ποσειδώνας – Νίκος Φατούπος – εκδόσεις Κέδρος]
  Οι Δαναΐδες ήσαν οι 50 θυγατέρες του βασιλέως της Λιβύης Δαναού, υιού του βασιλέως της Αιγύπτου Βήλου και της Αγχινόης. Εις την Αίγυπτο βασίλευε ο αδελφός του Δαναού, ο Αίγυπτος, ο οποίος είχε 50 υιούς. Όταν τα παιδιά του έφθασαν σε ηλικία γάμου, ο Αίγυπτος πρότεινε εις τον αδελφό του Δαναό να ενώσουν τις οικογένειες τους. Όμως χρησμός που δόθηκε εις τον Δαναό όπου τον προειδοποιούσε ότι οι υιοί του αδελφού του εσκόπευαν να σκοτώσουν τις θυγατέρες του, οπότε και αρνήθηκε. Ανάμεσα εις τα δυο βασίλεια ξέσπασε πόλεμος όπου νικητής αναδείχθηκε ο Αίγυπτος και η Αίγυπτος φυσικά. Ο Δαναός τότε με την βοήθεια της θεάς Αθηνάς κατασκεύασε τις πρώτες πεντηκοντόρους (με 50 κουπιά, όπου οι Δαναΐδες ήσαν κωπηλάτισσες εις την διαδρομή Βορείου Αφρικής – Λέρνης μέσω Ρόδου, λέγεται ότι ίσως ήσαν ένα είδος Αμαζόνων) όπου και διέφυγε με τις θυγατέρες του εις τα αργολικά παράλια.
  Ο βασιλέας του Άργους Γελάνορας τους υποδέχθηκε τους φυγάδες, φιλόξενα. Όμως ο  Δαναός σύντομα επειδή κατήγετο από τον γενάρχη της Αργολίδος Ίναχο, απαίτησε τον θρόνο του Άργους, με την σύμφωνη γνώμη των πολιτών. Εις την απόφαση αυτή των πολιτών καθώς την ημέρα που ψήφιζαν ποιόν ήθελαν βασιλέα συνέβαλε ένας καλός οιωνός. Ο καλός οιωνός ήτο η εμφάνιση ενός λύκου ο οποίος επιτέθηκε σε ένα κοπάδι αγελάδων το οποίον σκότωσε ο Δαναός, όπου σε ανάμνηση του γεγονότος έκτισε ένα ναό εις τον Λύκειο Απόλλωνα.
  Λίγο αργότερα αποβιβάσθηκε εις τα παράλια τις Αργολίδος, ο Αίγυπτος με τους υιούς του και τα στρατεύματα του. Μετά όμως από αποκλεισμό της πόλεως και σκληρές μάχες έκαμψαν την αντίσταση του Δαναού και έτσι πέτυχαν την παράδοση των Δαναΐδων.
  Ο Δαναός κρυφά συμβούλεψε τις θυγατέρες του να σκοτώσουν την 1η νύκτα του γάμου τους  συζύγους τους. Υπάκουσαν αυτές, χρησιμοποιώντας τις μυτερές βελόνες που έκρυψαν μέσα εις τα μαλλιά τους, εκτός από μια την Υπερμνήστρα, η οποία ήτο η μικρότερη από τις αδελφές. Η οποία μόλις είδε τον Λυγκέα τον άνδρα της τον ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα. Οι υπόλοιπες πέταξαν τα κεφάλια των ανδρών τους εις την λίμνη της Λέρνας και έθαψαν τα κορμιά τους εμπρός από τα τείχη της πόλεως.
  Έτσι λοιπόν με αυτόν τον τρόπο ο Δαναός γλύτωσε από τον αδελφό του τον Αίγυπτο και τους  υιούς του και έκτισε την Ακρόπολή του εις την ίδια τοποθεσία, όπου και την ονόμασε Άργος. Όπου Άργος σημαίνει η πεδιάδα ή φωτεινός τόπος. Ενώ έγινε γενάρχης του μεγάλου και ενδόξου ελληνικού φύλου των Δαναών.
  Η Υπερμνήστρα παντρεύθηκε τον Λυγκέα, με τον οποίον έζησε ευτυχισμένη δημιουργώντας μια ένδοξη γενιά από την οποίαν προέκυψαν μεταξύ των άλλων ο Περσέας και ο Ηρακλής.
  Ο Λυγκέας ο οποίος δεν ξέχασε τι είχε συμβεί εις τα αδέλφια του, σκότωσε τον Δαναό και τις αδελφές της Υπερμνήστρας και τον διαδέχθηκε εις τον θρόνο του Άργους.
  Οι Δαναΐδες αν και είχαν εξαγνισθεί με εντολή του Διός από τον Ερμή και την Αθηνά, οι κριτές των νεκρών ο Μίνως, ο Ραδάμανθυς και ο Αιακός είχαν άλλη άποψη, και τις καταδίκασαν να πληρώσουν εις τον Άδη για το έκλημά τους με μια πολύ άχαρη τιμωρία : να προσπαθούν αιωνίως να γεμίσουν με νερό τα τρύπια πυθάρια τους ή κατ’ άλλους μαζί γεμίζουν ένα πυθάρι χωρίς πάτο όπου έμεινε γνωστό με την φράση «ο πίθος των Δαναΐδων». 
  Από την τιμωρία των κριτών του Κάτω Κόσμου γλύτωσε η Υπερμνήστρα, η μόνη θυγατέρα του Δαναού που δεν υπάκουσε εις την εντολή του πατέρα τους. Πέρασε από δίκη για παραβίαση πατρικής εντολής, αλλά οι δικαστές την αθώωσαν ή κατ’ άλλους απλώς φυλακίσθηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα.
  Όμως οι Δαναΐδες τιμωρήθηκαν και εν ζωή, αφού δυσκολεύθηκαν να βρούν γαμβρούς. Κατά μια άλλη εκδοχή επειδή ως νύφες δεν ήσαν ιδιαίτερα περιζήτητες ως σύζυγοι επειδή ακούγοντο πολλά εις βάρος τους πράγματα, μεταξύ των άλλων έλεγον ότι δεν είχον γυναικεία φωνή. Παρ’ όλα αυτά όμως ευρέθησαν υποψήφιοι σύζυγοι.
  Ο Δαναός για μπορέσει να τις παντρεύψει διοργάνωνε κάθε τόσο αγώνες. Τελικά κατάφερε να τις παντρέψει όπως, η Αμυμώνη μια από αυτές ζευγάρωσε με τον Ποσειδώνα.
  Ο «πύθος των Δαναΐδων» έμεινε έκτοτε ως έκφραση που χαρακτηρίζει το μάταιο μιας πράξεως, ένα παράδειγμα για τις αιωνίως ανικανοποίητους, εκείνους που δεν φθάνουν ποτέ εις την ολοκλήρωση τις σκοπού.
  Ο μεγάλος τραγικός Αισχύλος έγραψε μια δραματική τριλογία για τις Δαναΐδες, από την οποίαν μόνο μια διασώθηκε, οι «Ικέτιδες».    
Χριστιανική ιστορία
Η Τιμωρία
  Ο Χριστιανισμός μετά την αφαίρεση της Μετενσαρκώσεως [βλέπε λέξη στο τρίτο μέρος] αναφέρει «έμμεσα» ότι ο θεός τιμωρεί ανάλογα των πράξεών τις, όπως ότι υπάρχει και η συγχώρεση και η μετάνοια [δηλαδή μπορείς να σκοτώσεις αλλά άμα μετανοήσεις «ειληκρινώς» τότε συγχωρείται η αμαρτία σου, αλλά πας εις τον παράδεισο – η ψυχοπάθεια εις το μεγαλείο της].
  Ο Ν. Γ. Πολίτης διασώζει μια παράδοση για τη νεράϊδα της ιτιάς, από την Αλωνίσταινα Μαντινείας, όπου τιμώρησε τον ασεβή ξυλοκόπο : «Στης Μηλιάς τον κάμπο, στ’ αμπέλια κοντά στην Τουρκόβρυση, ήτανε τις ετιά. Ο συχωρεμένος ο Δημητράς… ανέβηκ’ ένα μεσημέρι να κόψει κλάρες… Ήτανε μοναχός, κι έκοψε δυο τρεις κλάρες, ακούει και σειέται η ετιά και σκούζει, «Ωχ! Εγώ είμαι, η ετιά. Γιατί με κόβεις; Βάνε στη στιγμή τους κλώνους στη θέση τους». Ο άνθρωπος που άκουσε το δέντρο να μιλάει, εκατέβηκε λιγοθυμισμένος. Σε τρεις μέρες επέθανε…»
[Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 178-9, αρ. 326].

Απόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέως Ομήρου Ερμείδη : Έλληνες ή ελληνίζοντες Χριστιανοί 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου