Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Η προδοσία της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως του 1453





 [η εικόνα προέρχεται από την ακόλουθη ιστοσελίδα : www.haberler.com]

   Αν και είχαν περάσει 100 χρόνια περίπου από την δολοφονία των αρματωλών αρχηγών φουστανελλοφόρων Εθνικών με αρχηγό τους τον Ράλλη. Ο ελληνισμός ορκίσθηκε ότι δεν θα βοηθούσε σε καμμία περίπτωση διότι οι χριστιανοί δεν είχαν μπέσα. Έτσι ένας λαός όπου όταν έρθει η ώρα του και μπορεί να μιλήσει λέει όχι,  έτσι όταν αργότερα το Τούρκικο συννεφάκι έγινε κουρνιαχτός και καταιγίδα οι Έλληνες προτίμησαν να φυλάξουν τους εαυτούς τους, αφού το Πατριαρχείο τους θεωρούσε ξένους. Άφησαν τον δύστυχο
Κωνσταντίνο Δραγάσης ή Δραγάτση Παλαιολόγο (*1) να παλέψει μόνος ανάμεσα στα πτωματοβώρα  κοράκια, και να ξεπλύνει με το αίμα του όλη την βρωμά και την δυσωδία που επί 1.000 χρόνια ανέδινε ο ανθελληνικός, αλλά και ο αντεθνικός βίος*2.

  Με φρίκη ο μελετητής πληροφορείται ο κάποιος μεγαλόσχημος μοναχός τριγυρισμένος από ένα πλήθος φανατικών θρησκόληπτων, πίεζε τον ταλαίπωρο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να παραδώσει αμαχητί  την Πόλη στους Αγαρηνούς, ρίχνοντας του διάφορες προφητείες*3  που έλεγαν πως αυτό είναι το θέλημα του θεού. Η Κωνσταντινούπολη έγινε Τούρκικη και μαζί του σύρθηκε αλυσσοδεμένο εις την σκλαβιά το πρωτογενές κύτταρο της σοφίας και της Ελευθερίας, ο Ελληνισμός. Ας κάνουμε όμως μια μικρή ιστορική αναδρομή των γεγονότων.

  Το 1453 ο Μωάμεθ ο πορθητής πριν δώσει το τελευταίο κτύπημα εις την Κωνσταντινούπολη  απέστειλε ισχυρή δύναμη εις τον Μωριά, για να προφυλάξει τα νώτα του. Οι Έλληνες εθνικοί παγίδεψαν εις τα Δερβενάκια τους Τούρκους και τους διέλυσαν, η μετά 4 αιώνες επελθούσα καταστροφή του Δράμαλη ωχριά μπροστά εις αυτόν τον όλεθρο. Και είναι βέβαιο γράφει ο Ουίλλιαμ Μύλλερ εις το βιβλίο του «Φραγκοκρατία», πως αν οι Έλληνες υπάκουαν εις την έκκληση του αυτοκράτορος και μετά την νίκη τους ανέβαιναν εις την Κωνσταντινούπολη όχι μόνον θα εσώζετο το Βυζάντιο αλλά δεν θα υπήρχε σήμερα το Τούρκικο έθνος. Δυστυχώς όμως οι χρησμοί του σκοταδισμού και της προδοσίας, διασώθηκαν και φέρνουν το όνομα του πρώτου μετά την πτώση Πατριάρχου της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, του Γεωργίου Κουρτέση από την Χίο, η επί το αγιότερο του Γεννάδιου Σχολάριου. Είναι γνωστά τα προνόμια  της Εκκλησίας που τα κατοχύρωσε με την υπογραφή του ο Μωάμεθ ο 2ος ο Πορθητής. Και κάνουν λάθος οι ιστορικοί όταν εξάρουν την πρόνοια και την οξύνοια του νεαρού Ασιάτη  μονάρχου γράφοντας ότι ο Μωάμεθ από σεβασμό προς την θρησκεία του Ναζωραίου και φόβο προς την δύναμη της Εκκλησίας  παραχώρησε  αυτά τα  προνόμια, γιατί δεν οφείλονται καθόλου, μα καθόλου στο φιλόθρησκο ή ανεξίθρησκο χαρακτήρα του Τούρκου Σουλτάνου, απλά είναι το τίμημα της προδοσίας. Την αλήθεια περιέχεται σε ένα συγκλονιστικό έγγραφο, πρόκειται για το βιβλίο «Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως» της Άννας Κομνηνής αυτή η αριστοκράτισσα Ελληνίδα με μια αφάνταστη λογοτεχνική τελειότητα αφήνει με την πέννα της να φανεί όλη η αλήθεια και όλο το παράπονο του  Ελληνισμού.

  Κατά τις 9.00 η ώρα άνοιξη η μικρή πόρτα του μοναστηριού, ένας μοναχός κουκουλωμένος από το κεφάλι μέχρι τα νύχια βγήκε με προφύλαξη και γρήγορα προχώρησε προς την θάλασσα. Ο ιππότης Εδουάρδος μαζί με τον σωματοφύλακά του προσέχοντας να μην τον χάσουν από τα μάτια τους τον παρακολουθούσαν από μακρυά. Έτσι ανάμεσα από ελεεινά δρομάκια χωρίς να το καταλάβει έφθασαν στην παραλία κάπου κοντά στο σημερινό Σεράι. Σε αυτό το μέρος αν και το σκοτάδι ήταν βαθύ μπόρεσαν να διακρίνουν έτοιμη να ξεκινήσει μια βάρκα, φορτωμένη με 5-6 ανθρώπους. Κρυμμένοι σε μια γωνιά κατάφεραν να ξεχωρίσουν τις κουβέντες.

  Εδώ και μισή ώρα βλέπαμε το φως, και εσύ αργούσες νομίζαμε ότι μας κορόιδεψες.

  Δεν μπόρεσα να γράψω τα γράμματα γρηγορώτερα, μετά νόμιζα ότι με παρακολουθούσαν δυο άτομα γι αυτό έκανα κύκλο και ήρθα από την οδό του αγίου Τροφίμου, αλλά για το όνομα του θεού μην χάνουμε την ώρα μας, αρκετά καθυστερήσαμε. 

  Είπε ο μοναχός και πήδησε στην βάρκα.

  Κάτι ύποτο συμβάινει, είπε χαμηλόφωνα ο ιππότης στον σύντροφό του.

  Εκείνος ο άνθρωπος που μίλησε πρώτος και είπε για το φως δεν σου φαίνεται σαν γνώριμος ; 

  Στο λόγο της τιμής μου απάντησε ο Βαράγγιος, πιστεύω πως είναι ο Μέγας Δούκας Λεόντιος

  Κοίταξαν απένατι προς τον Βόσπορο και διέκριναν ένα φωτεινό σημάδι, πρέπει αυτή η κόκκινη φλογίτσα να έβγαινε από το μοναστήρι της αγίας Ευφημίας…….

  Μετά από πέντε λεπτά ανέβηκαν προς το φως που όπως είχαν υπολογίσει έβγαινε από το νησάκι του Βράχου του Λέανδρου.

  Εκεί ευρίσκετο ένα μισογκρεμισμένο φρούριο με μια σκάλα μικρή που οδηγούσε ψηλά στον Πύργο.

  Με προσοχή και ακροβατώντας σκαρφάλωσαν στα ξύλινα σκαλοπάτια και κοίταξαν μέσα το εσωτερικό αν και έρημο από χρόνια διατηρείτο σε καλή κατάσταση. Πρόσφερε μια καλή κρυψώνα  και ένα γερό καταφύγιο.

  Δεν δυσκολεύτηκαν να εντοπίσουν μια παρέα ανθρώπων που με άνεση συζητούσαν και έτσι παρακολούθησαν ολόκληρη συζήτηση.

-Πρέπει να είμαστε εξασφαλισμένοι από όλες τις πλευρές Πασά μου, έλεγε μια φωνή που εύκολα καταλάβαιναν ότι ανήκε στο Μεγάλο Δούκα Λεόντιο. Εσεις ζητάτε όρκους, ενέχυρα και ομήρους, χωρίς να προσφέρεται τίποτα, αυτό δεν είναι δίκαιο και δεν μας ευχαριστεί καθόλου.

  Τότε απάντησε ο Ρεσήτ : ο αρχηγός των πιστών ο Μωάμεθ όσο εξαρτάται από αυτόν επιθυμεί να μην χυθεί το αίμα των υπηκόων του, καθώς και των Ναζωραίων γιατί έτσι μας προστάζουν τα ιερά μας βιβλία. Που αναφέρουν: αιχμαλωσία στους Απίστους, και θάνατο στους Αποστάτες… με έστειλε λοιπόν να συνθηκολογήσουμε μαζί σας, όχι γιατί αμφιβάλλει ι ο Αλλάχ θα του παραδώσει την Κωνσταντινούπολη, αλλά και γιατί θέλει να χαθούν όσο το δυνατόν λιγότεροι άνθρωποι για την απόκτησή της.

  Αυτό μοπρεί να γίνει ! πετάχθηκε και απάντησε ο μοναχός, που διαπίστωσαν ότι ήτο ο ιεροκύρηκας της Αγίας Σοφίας ο Ιωάσαφ.

  Να πεις όμως στον Σουλτάνο σου, ότι αν νομίζει ότι μορεί να καταλάβει την πόλη πολεμώντας κάνει λάθος θα πρέπει να ρίξει στην μάχη όλο του τον στρατό και ολάκερο το πυροβολικό και τότε πάλι μας τους Άγιους Αναργύρους, δεν είναι σίγουρο πως θα νικήσουν.

  Σε ακούω λοιπόν, πέστε μας τις προτάσεις είπε ο Πασάς :

  Δεν είναι καθόλου δύσκολο να θυμηθήτε όσα ακούσατε και να πείτε στον αφέντη σας, άρχισε να μιλάει ο μοναχός : 

  Πρώτον : οι δέκα κυριώτερες εκκλησίες και η Αγία Σοφία να μείνουν στους χριστιανούς καθώς και όλα τα μοναστήρια μαζί με τις περιουσίες και τα εισοδήματά τους.

  Δεύτερον, ζητούμε εγγυήσεις ζωής, προσώπων, ιδιοκτησίας, οικειών, γαιών, υπηρετών και όλων εκείνων τα ονόματα των οποίων αναφέρονται μέσα σε αυτό το έγγραφο που σου παραδίδω [ονομασικός κατάλογος ! προδότες] και

  Τρίτον, οι χριστιανοί που θα σωθούν να μην υποχρεωθούν να αλλάξουν τρόπο ντυσίματος, και να έχουν το δικαίωμα να καβαλούν σε άλογο, επίσης να μην καταπιέζονται θρησκευτικά.

  Αυτές είναι οι προτάσεις σας ; ρώτησε ο Οθωμανός.

  Ναι ! αυτές οι προτάσεις σας ;

  Ναι ! αυτές είναι όλες και όλες και ζητάμε εγγυήσεις.

  Οι στρατιωτικοί σύμβουλοι του αυτοκράτορος έφυγαν χωρίς να τους καταλάβει κανείς και ενημέρωσαν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

  Μετά από σύσκεψη αποφασίσθηκε να παρακολουθούνται οι συνομώτες, ώστε να μπορέσουν να μάθουν την απάντηση του Σουλτάνου.

  Μετά μερικές ημέρες ξαναγίνεται η συνάντηση, αθέατος παρακολουθεί την συζήτηση ο Εδουάρδος Ντε Ρουστών, ενώ ικανός αριθμός Βαράγγων που ανήκουν στην προσωπική φρουρά του Βασιλέως είχαν ζωσμένο το φρούριο.

  Ελπίζω λέγει ο Ιωάσαφ ότι απάντηση του Σουλτάνου θα είναι ευχάριστη για όλους, ο κίνδυνος αυτών των συναντήσεων είναι πολύ μεγάλος. Εσείς δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτε, ενώ εμάς κινδυνεύει το κεφάλι μας.

  Η απάντησε για όλους είναι ευνοική για όλους απάντησε ο Ρεσήτ, εκτός και αν παρά την απελπιστική σας θέση φανείτε άνθρωποι παράλογοι.

  Για την πρώτη πρόταση είπε ο Ρεσήτ, δηλαδή για τις δέκα εκκλησίες και τα μοναστήρια καθώς και για τις εκκλησιατικές περιουσίες ο Σουλτάνος λέει ναι, και σας τα παραχωρεί. Για την δεύτερη επίσης λέει ναι, όπου σαν εγγύηση ορκίζεται στον άγιο νόμο μας. Για την Τρίτη η απάντηση είναι μερικώς ναι, γιατί οι Μουφτήδες δεν συμφωνούν να ιππεύουν οι χριστιανοί σε άλογα, διέταξε όμως να εξερεθούν αυτοί που θα του παραδώσουν την Πόλη.

  Μάιος του 1453, 5953 οι υπερασπιστές της Πόλεως, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι Γενουάτες και μισθοφόροι την ίδια στιγμή στα μοναστήρια το «Άγιο Ρεμπελιό», 500.000 !  καλόγεροι.

  Έτσι ας θυμηθούμε τα λόγια του Γεωργίου Σχολαρίου : μπορεί να χαθεί η Πόλη, σημασία έχει να σωθεί η πίστις…..     

Το τίμημα της προδοσίας, φαίνεται και από την κάτωθι εικόνα όπου ο Μωάμεθ παραδίδει στον πατριάρχη Γεννάδιο τα προνόμια.



  Ατελείωτη η εξουσία, για να μην χαθεί, αλλά οι θεοί δεν κάνουν χάρες, ούτε οι συμπαντικοί νόμοι.

(*1) ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ή Δραγάτσης Παλαιολόγος όταν ήτο νέος είχε το φέουδο της Σηλυβρίας. Έπειτα έγινε Δεσπότης του Μωριά. Όταν τον Οκτώβριο του 1448 πέθανε ο αδερφός του αυοκράτορος Ιωάννης Η’ δίχως να αφήσει κληρονόμους, η γριά μητέρα του, η αυτοκράτειρα Ελένη, μαζί με τους άρχοντες και την εκκλησία τον διάλεξαν διάδοχό του. Γύρεψαν και την συγκατάθεση (!) του σουλτάνου Μουράτ [πατέρα του Μωάμεθ του Πορθητού], και αυτός την έδωσε όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι, «ευγενικά την έδωσε». 

*2 Ο Κωνσταντίνος για να προετοιμασθεί για την πολιορκία των Τούρκων, έπερεπε να φτιάξει τα τείχη που στην χιλιόχρονη παρουσία τους είχε ζημιές είτε λόγω χρόνου, είτε λόγω σεισμών. Χρήματα δεν υπήρχαν διότι ότι είχε και δεν είχε τα έδωσε στην κάλυψη της πόλεως σε τρόφιμα. Και έτσι ο Κωνσταντίνος στράφηκε στους άρχοντες της πόλεως, διότι αυτοί είχαν αλλά αρνήθηκαν. Δεν τα έδωσαν στον αυτικράτορα, τα κράτησαν και τα πήραν όταν μπήκαν οι Τούρκοι. Και όπως αναφέρει ο ανώνυμος χρονικογράφος του «Βαρβερινού κώδικος»[Ζώρας : «Χρονικόν περί των Τούρκων Σουλτάνων» σελίδα 83] : «Ω Ρωμαίοι φιλάργυροι, δημηργέτες, τραδιτόροι (προδότες) οπού ετραδίρετε την πατρίδα σας, όπου ο βασιλιάς σας ήτονε πτωχός και σας επαρακάλαε με τα δάκρυα στα μάτια να του δανείσετε φλωριά δια να δώση, να μαζώξη πολεμιστάδες ανθρώπους, να βοηθήσωνε και να πολεμήσουνε κι εσείς αρνιέστε μεθ’ όρκου πως δεν έχετε και είστε πτωχοί ! Αμή υστέρου οπού σας επήρε ο Τούρκος ευρέθητε πλούσιοι και σας το επήρε ο Τούρκος και έκοψε και το κεφάλι σας, ως θέλει το φανερώσει η ιστορία ομπρός».  

  Τελικά για να εξοικονομήσει χρήματα δεν του απέμεινε να βγάλει από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια τους μολυβένιους τρούλλους και να τους πάρει τα χρυσά και ασημένια αναθήματα, λέγοντάς τους : ότι άμα ο θεός σώσει και αυτή την φορά την Πόλη, θα τους επιστρέψει περισσότερα από αυτά που τους πήρε. Οι παπάδες και οι καλόγεροι λύσαξαν από το κακό τους, τον είπαν : εξωμότη, αποστάτη, προδότη, πουλημένο στους Φράγκους, ανθρωπάκι που δούλευε για τον Πάπα της Ρώμης, ακόμη και «άζυμο».

*3  Πρώτος και καλύτερος ο Γεννάδιος, ως ανθενωτικός και έχοντας το αρχηγείο του στην μονή Χαρσιανείτου βλέποντας της προσπάθειες του Παλαιολόγου για να δημιουργήσει την άμυνα της Πόλεως έλεγε, αποκαρδιώνοντας τον κόσμο, πως δεν ήταν τρόπος για να σωθεί η πολιτεία και μάταιη θα ήτο κάθε αντίσταση. Και όταν λαός συνάχθηκε εμπρός από την μονή ζητώντας την συμβουλή του, εκείνος έγραψε σε μια κόλλα χαρτιού, την οποία κάρφωσε στην εξώπορτα του μοναστηριού που έλεγε : «Ω άθλιοι Ρωμαίοι, εις τι επλανήθητε και απεμακρύνατε εκ της ελπίδος του Θεού και ηλπίσατε εις την δύναμιν των Φράγκων και συν τη Πόλει εν η μέλλει φθαρήναι, εχάσατε και την ευσέβειά σας; Ιλέως μου, Κύριε, μαρτύρομαι ενώπιον σου ότι αθώος ειμί του τοιούτου πταίσματος. Γινώσκετε, άθλιοι πολίται, τι ποιείτε ; Και συν τω αιχμαλωτισμώ ός μέλλει γενέσθαι, εις υμάς, εχάσατε και το πατροπαράδοτον και ωμολογήσατε την ασέβειαν ουαί υμίν εν τω κρίνεσθαι». Δηλαδή : αμαρτήσαμε όπως αμάρτησαν οι γονείς μας. Σωστά στέκεται η θεία Πρόνοια να μας τιμωρήσει. Και αφού είναι επιθυμία του θεού η τιμωρία μας, γιατί γυρεύουμε να την αποφύγουμε ; γιατί εξακολουθούμε να πολεμάμε αντίθετα προς την ολοφάνερη θεική θέληση ;

  Δεύτερος ήτο και ο δεύτερος στην ιεραρχία των ανθενωτικών, ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς, αξίωμα που ήτο αμέσως μετά του αυτοκράτορος και ο οποίος είχε εκτός από πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Ήτο ο ναύαρχος του στόλου.

  Όπου έλεγε : Κρειττότερον εστίν, ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν ; ότι προτιμά να βλέπει να άρχη εις την πόλιν το Τουρκικόν σαρίκιον παρά το Λατινικόν καλυμαύκιον [Θεόδωρος Φραντσής – Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως 1866]

  Τρίτον ήσαν οι καλόγεροι, οι οποίοι έλεγαν : Ανοίξετε, τις πόρτες του κάστρου κι αφήσετε τους απίστους να μπούνε σ’ αυτή. Όταν θα φθάσουν στην στήλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου ένας άγγελος θα κατέβει κρατώντας ρομφαία και θα σας σώσει. Αν όμως είστε τόσο άπιστοι, που να κρεμάσετε τις ελπίδες σας στους πολεμιστές και όχι στον θεό, τότε ετούτη η πόλη είναι χαμένη και μαζί με αυτή και εσείς.

  Και τέταρτον οι καλόγεροι κατά την διάρκεια της πολιορκίας, την 25η Μαίου όπου όλες οι εκκλησίες ήσαν ανοικτές όπου έκαμαν αδιάκοπα δεήσεις και λιτανείες, σε μια από αυτές όπου κουβάλαγαν την «θαυματουργή» εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών, ξέφυγε από τα χέρια αυτών που την βαστούσαν κα έπεσε κάτω. Τότε οι απλοικές ψυχές μαρμάρωσαν από το περιστατικό και γέμισαν τρόμο, φρίκη και απελπισία.

  Και οι καλόγηροι που ήσαν εκεί άρχισαν να λέγουν : Ακόμα και η Παναγία, που τόσες φορές έσωσε την Πόλη τώρα μας παρατά !        

  απόσπασμα απο το υπό έκδοση βιβλίο του συγγραφέως Ομήρου Ερμείδη, υπό τον τίτλο "Έλληνες ή Ελληνίζοντες χριστιανοί" από τις εκδόσεις "Ελεύθερη Σκέφ" το καλοκαίρι του 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου